cythera-gravure

Ενδιαφέροντα στοιχεία για τα Κύθηρα του 17ου αιώνα περιέχονται σε αχρονολόγητο και αδημοσίευτο έγγραφο στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας (Senato, Dispacci Provveditorida Terraeda Mar, filza892, χ.α.) που αποτελεί έκκληση των κατοίκων τους προς τη βενετική Γερουσία. Είναι πρωτότυπο, γραμμένο ελληνικά, αλλά συνοδεύεται από ιταλική μετάφραση που συντάχθηκε μόλις η έκκληση έφτασε από το βενετοκρατούμενο νησί στη μητρόπολή του Αδρία.

Οι Κυθήριοι αναφέρουν ότι ενώ και πέντε χρόνια πριν από τη σύνταξη του εγγράφου έχει πέσει αφορία στο νησί· μπόρεσαν ωστόσο να πληρώσουν τους φόρους στο βενετικό στόλο με όσες οικονομίες είχαν συγκεντρώσει από παλιά, αλλά τώρα δεν υπάρχουν καθόλου χρήματα στον τόπο τους.

Το σημαντικότερο πάντως είναι ότι έμειναν χωρίς σπόρους για καλλιέργεια, αφού η πείνα τους ανάγκασε να καταναλώσουν ακόμη και αυτούς που είχαν κρατήσει για σπορά. Έρχονται βέβαια στο νησί πλοία με φορτία δημητριακών, για να τα πουλήσουν στα Κύθηρα, αλλά οι κάτοικοι δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν.

Μένουν έτσι άσπορα τα χωράφια και η πείνα εξαπλώνεται επικίνδυνα. Πολλοί εγκατέλειψαν τον τόπο τους αναζητώντας αλλού καλύτερη τύχη.

Είναι μήνας Ιούλιος, εποχή του αλωνίσματος, ωστόσο αυτοί μένουν νηστικοί. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τέσσερις ως έξι μέρες να φάνε ψωμί.

Οι Κυθήριοι που δε θέλουν να εγκαταλείψουν το νησί μένουν πιστοί υπήκοοι της Βενετίας και εκλιπαρούν το Δόγη να τους στείλει το αργότερο ως τον Οκτώβριο στάρι για να τραφούν οι ίδιοι και να σπείρουν τα χωράφια τους.

Μια τέτοια ενέργεια από την πλευρά των Βενετών δε θα είναι πρωτότυπη, εφόσον και την περασμένη χρονιά εφοδίασε τα Κύθηρα με σιτάρι ο προβλεπτής Γιάκομος Λουρηδάνος, σώζοντας πολλούς φτωχούς από το θάνατο της πείνας. Ελεημοσύνη λοιπόν ζητούν οι Κυθήριοι αποθέτοντας τις ελπίδες τους για τη ζωή των παιδιών τους και τη δική τους στη μέριμνα της Βενετίας.

Την έκκληση υπογράφουν ως εκπρόσωποι των κατοίκων του νησιού 35 άνδρες, οι περισσότεροι παπάδες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους οι υπογραφές είναι ιδιόχειρες.
Εφόσον το έγγραφο είναι αχρονολόγητο, θα πρέπει να αναζητήσουμε εσωτερικά στοιχεία για τη χρονολόγησή του.

Ένα τέτοιο είναι το όνομα του προβλεπτή. Κατά τον Charles Hopf (1) ο Jacopo Loredano q.Bernardino διετέλεσε προβλεπτής Κυθήρων από τις 2 Νοεμβρίου 1669 ως τις 3 Νοεμβρίου 1671.

Άλλο εσωτερικό στοιχείο είναι η αναφορά στο μήνα σύνταξης του εγγράφου· “τα δα απου ηνε μηνας ο αλοναρης”, δηλαδή Ιούλιος.

Επομένως η έκκληση συντάχθηκε τον Ιούλιο του 1670 ή τον Ιούλιο του 1671. Επειδή όμως υπάρχει και η πληροφορία του εγγράφου για το στάρι που “μας το εδοκε και οπέρησι ο αφεντης πρεβεδορος Γιακομος Λουρηδάνος”, οδηγούμαστε από το “οπέρησι” (πέρυσι) στη χρονολόγηση σύνταξης της έκκλησης τον Ιούλιο του 1671.

Οι Κυθήριοι αναφέρουν ακόμη ότι “ηνε πέντε χρονη σιμερο οπού αστοχησε η σπορά μας”. Μπορούμε λοιπόν να τοποθετήσουμε το χρόνο έναρξης της αφορίας και της συνακόλουθης πείνας στα 1666.

Τα ονόματα που υπογράφουν είναι τα ακόλουθα: Μηνάς Κορωναίος, Μανουήλ Λογοθέτης, Δημήτρης Καλ(λ)ίγερος, Μιχάλης Μαζαράκης, Βασίλης Κληματαράς, Δημήτρης Κληματαράς, Μανόλης Φαρδουλής, Βασίλης Πρινέας, Γεώργης Μεγαλοκονόμος, Ιερώνυμος Μιγουλάς (ή Μαγουλάς, -κατά την ιταλική μετάφραση “Magula”-), Θεοδωρής Ψαρός, Κωστής Καρύδης, Μανόλης Καρύδης, Ιωάννης Στρατηγός, Θοδωρής Μεγαλοκονόμος, Μανόλης Στρατηγός, Θανάσης Καρύδης, Μιχάλης Λευτέρης, Ιωάννης Σάμιος, Γεώργιος Κυριάκης, Θεοφάνης Σεμιτέκολος, Μανόλης Σεμιτέκολος, Θεοδωρής Κασιμάτης, Θεόδωρος Μασ(σ)έλος, Δημήτρης Μασέλος, Γεώργης Στάθης, Μανόλης Καλίγερος, Θανασός Καλίγερος, Μηνάς Πουλακάς, Μάρκος Κοντολέος, Μιχαήλ Καστρίσος.

Από τα 22 διαφορετικά επώνυμα επιβιώνουν ως σήμερα στα Κύθηρα τα εξής 16: Κορωναίος (στη Χώρα Κυθήρων και στα χωριά Ποταμό και Αγία Πελαγία), Λογοθέτης (στον Ποταμό), Καλλίγερος (στη Χώρα, στο Λιβάδι, στο Μανιτοχώρι, στο Καψάλι, στο Στραπόδι και στον Ποταμό), Μαζαράκης (στη Χώρα), Φαρδουλής (στον Ποταμό), Πρινέας (στον Ποταμό και στην Αγία Πελαγία), Μεγαλοκονόμος (στη Χώρα, στον Ποταμό, στο Λιβάδι, στο Καψάλι και στην Αγ.Πελαγία), Μαγουλάς (στη Χώρα), Λευθέρης (στο Λιβάδι), Σάμιος (στη Χώρα, στο Λιβάδι, στον Ποταμό και στο Στραπόδι), Σεμιτέκολος (στη Χώρα και στο Λιβάδι), Κασιμάτης (στη Χώρα, στο Λιβάδι, στο Κάτω Λιβάδι, στα Φατσάδικα, στους Καρβουνάδες, στα Σκουλιάνικα, στα Πορταλαμιάνικα, στον Ποταμό, στα Κοντολιάνικα και στα Τραβασαριάνικα), Μασσέλος (στη Χώρα, στους Καρβουνάδες και στο Καψάλι), Στάθης (στη Χώρα, στο Καψάλι, στο Μανιτοχώρι και στους Καρβουνάδες), Κοντολέων (στη Χώρα) και Καστρίσιος ή Καστρίσος (στον Ποταμό).

Δε βρέθηκαν και φαίνεται πως δεν επιβιώνουν στα Κύθηρα τα ακόλουθα 6 επώνυμα: Κληματαράς, Ψαρός, Καρύδης, Στρατηγός, Κυριάκης και Πουλακάς.

Στο έγγραφο υπάρχουν οι υπογραφές τριών εκπροσώπων χωριών, οι οποίοι αυτοαποκαλούνται “κουμέσοι” ή “κουμεσοί”, από το ιταλικό com(m)esso: υπάλληλος, εντολοδόχος, εκπρόσωπος κατώτερων τάξεων· ο Π.Χιώτης αποδίδει τον όρο “κουμέσοι” ως “υποδικηγόροι”.

Τα χωριά που εκπροσωπούν είναι ο Ποταμός, ο Μυλοπόταμος και το Λιβάδι.

Υπογράφουν ακόμη τέσσερις “κάβοι” ή “καβοί”. Στην ιταλική μετάφραση ο “κάβος” ή “καβός” αποδίδεται ως “Cauo”.

Δε μαρτυρείται όμως κύριο βαπτιστικό όνομα Κάβος, Καβός ή -στα ιταλικά- Cavo. Θα μπορούσε η λέξη να είναι καβός (γκαβός): τυφλός ή αλλοίθωρος. Προς την ερμηνεία αυτή συνηγορεί ή όχι ιδιόχειρη υπογραφή “εγο καβός Λογοθέτης εβαλα κε γράψανε”.

Αλλά οι υπόλοιπες τρεις υπογραφές των “καβών” μοιάζουν ιδιόχειρες. Πιθανότερη φαίνεται η σημασία του “κάβος”: capo (αρχηγός).

Η τελευταία άποψη ενισχύεται από τη συνοδεία της λέξης “σκάτρα” ή “σκαρδα” ή “σκάρδα”: squarda: ομάδα. Επομένως είναι capo di squadra: ομαδάρχης πολιτιοφυλακής.

Είναι γνωστό βέβαια ότι στις βενετικές κτήσεις στρατιωτικά επικουρικά σώματα από ντόπιους πολιτοφύλακες (cernidori ή ordinanze) συγκροτούσαν πολιτοφυλακές (cernide).

Οι capi di squadra ή caporali ήταν διμοιρίτες ή ομαδάρχες. Η μαρτυρία του εγγράφου για την ύπαρξη στα Κύθηρα το 1671 τουλάχιστον τεσσάρων διμοιριών ή ομάδων πολιτοφυλακής μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπήρχε εκεί μια εκατονταρχία ή ένας λόχος (centuria), που θα έπρεπε να τον διοικεί ένας εκατόνταρχος (capo di cento), πιθανότατα Βενετός λοχαγός (capitano).

Ύπαρξη πολιτοφυλακών στο νησί μαρτυρείται έναν αιώνα περίπου νωρίτερα, σε έκθεση (1563) Βενετού αξιωματούχου, σύμφωνα με την οποία τα Κύθηρα είχαν τότε πολιτιοφυλακή από 150 άνδρες . Μνεία της κυθηραϊκής πολιτοφυλακής κάνει λίγο αργότερα και ο Giacomo Foscarini (1577).

Η ιταλική μετάφραση της έκκλησης παρουσιάζει κάποιες διαφορές από την ορθή απόδοση του ελληνικού κειμένου. Σημαντικότερη διαφορά θεωρείται η απόδοση του αποσπάσματος “καθός και ης τη βέρα εσταθημα φηδελησιμη”, δηλαδή “καθώς στ’ αλήθεια, υπήρξαμε πιστότατοι (υπήκοοι)”. Η ιταλική μετάφραση έχει “come semo statti nella guera fidelissimi”.

Η αναφορά στην guerra, δηλαδή στον κρητικό πόλεμο (1645-1669) -που τέλειωσε δύο χρόνια πριν από το γράψιμο της έκκλησης-, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα των Κυθηρίων. Ίσως ο μεταφραστής παρασύρθηκε από άλλες εκκλήσεις με αναφορές στον πόλεμο.

Δε φαίνεται άλλωστε η πείνα στο νησί να οφείλεται στην άφιξη εκεί πολλών Βενετών και Κρητικών προσφύγων αμέσως μετά την παράδοση του Χάνδακα στους Οθωμανούς. Εντύπωση προκαλεί μάλιστα το γεγονός ότι Κρητικοί πρόσφυγες, κυρίως οικογένειες Σφακιανών, μετανάστευσαν στα Αντικύθηρα, ακατοίκητο τότε νησί, καταφύγιο πειρατών και ενδιαίτημα αγριμιών.

Η κρητική προσφυγιά στα υπόλοιπα Ιόνια νησιά είναι βέβαια γνωστή. Γιατί όμως απέφυγαν τα Κύθηρα ως τόπο οριστικής καταφυγής και εγκατάστασης; Ασφαλώς υπάρχουν μαρτυρίες κρητικής προσφυγιάς στα Κύθηρα, ιδίως μετά την κατάληψη των Χανιών από τους Τούρκους (1646), φαίνεται όμως ότι το νησί χρησίμεψε περισσότερο ως σταθμός διαπεραίωσης σε άλλες, ευφορότερες και ευτυχέστερες βενετοκρατούμενες περιοχές.

Το ίδιο συνέβη και στα 1666, όταν οικογένειες που έφυγαν από τα περίχωρα του Κισσάμου και έφτασαν στα Κύθηρα προωθήθηκαν από εκεί στη Ζάκυνθο.

Το νησί των Κυθήρων, άνυδρο και άγονο, δεν προσφερόταν για μόνιμη εγκατάσταση. Το 1540, μετά την πτώση της Μονεμβασίας, ο αρχιεπίσκοπος Μητροφάνης απέτρεψε τους κατοίκους να μετοικήσουν εκεί (“και μη εις τα Κύθηρα, επεί ανιαρός, ο τόπος και λιμώδης τε και πετρώδης και διψώδης τα μάλιστα…”). Η εγγενής λοιπόν και ενδημική αφορία, σε συνδυασμό με ενδεχόμενη παρατεταμένη ξηρασία, δημιουργούσε προϋποθέσεις για την εμφάνιση πείνας.
Αμέσως μετά την πτώση του Χάνδακα (1669) δεν παρατηρήθηκε μεγάλη εισροή προσφύγων στα Κύθηρα. Ίσως ήταν ενήμεροι για την πείνα που μάστιζε το νησί. Εξάλλου οι Κυθήριοι αναφέρουν στην έκκληση ότι πολλοί συμπατριώτες τους εγκατέλειπαν τον τόπο αναζητώντας αλλού καλύτερη τύχη. Άρα θα πρέπει να αποκλειστεί η ευθύνη του υπερπληθυσμού στην αιτιολόγηση της πείνας.

Οπωσδήποτε γεγονός παραμένει ότι, όσο εδραιωνόταν η οθωμανική κυριαρχία στην Κρήτη, τόσο περισσότεροι κάτοικοί της μετανάστευαν σε άλλα μέρη. Πλήθος μάλιστα Κρητικών προσφύγων κατέφυγε στα Κύθηρα κατά τα χρόνια 1673-1731, αλλά και αργότερα, όπως απέδειξε η Χρύσα Μαλτέζου.

Οι εξαιρετικές περιπτώσεις των Κρητικών Ανδρέα Χορτάτζη και Κωνσταντίνου Μουσούρου (1666), καθώς και του ιερομονάχου Καλλίστου Γρηγοροπούλου (1671), ίσως επιβεβαιώνουν την άποψη ότι ειδικά στα χρόνια 1666-1671 ο αριθμός των Κρητικών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα Κύθηρα δε θα πρέπει να ήταν μεγάλος.

Παρ’ όλα αυτά επειδή είναι πιθανό για κάποιους λόγους οι Κυθήριοι στα 1671 να μην έγραφαν την αλήθεια για εγκατάλειψη του νησιού και συνακόλουθη μείωση του πληθυσμού του, είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε σε άλλες πηγές πληθυσμιακά στοιχεία.

Βρίσκουμε λοιπόν, ξεκινώντας δύο αιώνες πριν από την έκκληση, ότι γύρω στα 1470, όπως αναφέρει ο Giacomo Rizzardo στο χρονικό του για την άλωση της Χαλκίδας, τα Κύθηρα είχαν 500 κατοίκους.

Στα 1544 κατά το Γάλλο ταξιδιώτη Jerome Maurand το νησί ήταν ακατοίκητο. Ωστόσο ένα έτος αργότερα (1545) μαρτυρείται πληθυσμός 1.500 ή 1.850 ανθρώπων και στα 1553 3.300 Στα 1563, σύμφωνα με έκθεση του Βενετού αξιωματούχου, τα Κύθηρα είχαν 3.000 κατοίκους Στα 1577, κατά την έκθεση του Giacomo Foscarini, το νησί είχε 2.405 κατοίκους και ένα έτος αργότερα 3.262.

Στα 1579 (ή 1583), σύμφωνα με πληροφορίες των Giovanni Gritti,Giulio Garzoni και Πέτρου Καστροφύλακα, κατοικούσαν εκεί 3.162 άνθρωποι και στα 1589 4.173. Στα 1590 υπήρχαν 4.000 κάτοικοι, στα 1620 7.500, στα 1724 5.864.

Στα 1733, σύμφωνα με μαρτυρίες διάφορων πηγών, ο πληθυσμός έφθανε τον αριθμό των 5.000 περίπου κατοίκων (για την ακρίβεια 4.921) και στα 1753 των 5.386. Στα 1760, σύμφωνα με βενετική απογραφή, ο πληθυσμός των Κυθήρων ανερχόταν σε 6.180 άτομα.

Τα παραπάνω αριθμητικά στοιχεία δε μας επιτρέπουν να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα, κάτι που θα ήταν οπωσδήποτε εφικτό, αν υπήρχαν πηγές για τον πληθυσμό των Κυθήρων στα χρόνια 1666-1671.

Τις όποιες πάντως επιφυλάξεις μας για τη φιλαλήθεια της έκκλησης έρχονται να τις άρουν πληροφορίες ότι προς το τέλος του 17ου αιώνα και τις αρχές του 18ου Κυθήριοι μετανάστευσαν στο Ναύπλιο (44), στη Σάμο (45) και στα Θυάτειρα (Αξάρι) της Μικρασίας.

Η έκκληση των Κυθηρίων στη Βενετία για αποστολή σταριού ερχόταν να προσθέσει άλλον ένα πονοκέφαλο στους ιθύνοντες του πάλαι ποτέ ενδόξου αποικιακού κράτους. Η νοτιότερη ιόνια κτήση του φαίνεται πως ήταν ζημιογόνα από οικονομική άποψη: στα 1690 τα ετήσια έσοδα των Βενετών από τα Κύθηρα έφταναν τις 2.735,10 ρεάλια ενώ τα ετήσια έξοδά τους για τη διατήρηση της αποικίας αυτής υπολογίζονταν σε 3.414 ρεάλια.

Υπήρχε δηλαδή παθητικό 678,90 ρεαλίων. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι οικονομικά ασύμφορη για τους Βενετούς στα χρόνια του κρητικού πολέμου ήταν και η διατήρηση της μόνης τότε αιγαιοπελαγίτικης αποικίας τους, της Τήνου, έστω και αν η τελευταία σημείωσε αργότερα μια πρόσκαιρη κάλυψη των ελλειμμάτων της χάρη στο φόρο που κατόρθωνε να εισπράττει από την τουρκοκρατούμενη Μύκονο.

Η πείνα που έπληξε τα Κύθηρα το 1666 και συνεχιζόταν τον Ιούλιο του 1671 δεν ήταν η μόνη ούτε η πρώτη στο νησί. Ένα αιώνα περίπου νωρίτερα, στα 1562, οι Κυθήριοι χωρικοί είχαν χτυπηθεί και τότε από πείνα, που εξαιτίας της πέθαναν πολλοί. Οι εξαθλιωμένοι ζωντανοί ετοιμάζονταν να φύγουν με τις οικογένειές τους στην απέναντι τουρκοκρατούμενη Πελοπόννησο. Φαίνεται πως η πείνα εκείνη ήταν συνέπεια και των συχνών επιδρομών που δέχονταν τα Κύθηρα από μουσουλμάνους πειρατές.

Το ερώτημα παραμένει: Η πείνα σταμάτησε τον Οκτώβριο του 1671, με πρόθυμη και άμεση αποστολή τροφίμων -ιδίως δημητριακών- από τη Βενετία, ή συνεχίστηκε και στα επόμενα χρόνια; Η έλλειψη σχετικών πηγών και μεταγενέστερης πληροφόρησης δε μας επιτρέπει να καταλήξουμε σε οριστικά καταφατική ή αρνητική απάντηση.

Στην εξαγωγή ωστόσο κάποιου πιθανού συμπεράσματος μας βοηθεί η μαρτυρία ότι στα 1671-72 σημειώθηκε λιμός στη Ζάκυνθο, στην Κεφαλονιά και στην Κέρκυρα. Ο λιμός εκείνος μάλλον δεν ήταν άσχετος προς το πλήθος των Κρητικών προσφύγων που κατέφυγαν σ’ αυτά τα νησιά μετά την πτώση του Χάνδακα.

Έτσι το βενετικό δημόσιο είχε να αντιμετωπίσει όχι μόνο το πρόβλημα της σιτάρκειας, αλλά και το πρόβλημα της πείνας στις ιόνιες κτήσεις του στο σύνολό τους. Φαίνεται λοιπόν πως οι δυστυχείς Κυθήριοι δεν απαλλάχτηκαν σύντομα και εύκολα από το βασανιστικό τους πρόβλημα. Έτσι, ως τελικό πλέον συμπέρασμα, η λήξη της πείνας στα Κύθηρα δε θα πρέπει να τοποθετηθεί πριν από το 1673.

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΗΣ

ASV, Senato, Dispacci Provveditori da Terra e da Mar,filza 892, χ.α. Κύθηρα [Ιούλιος 1671].

Η έκδοση είναι παλαιογραφική

Μεγαλευοτάτε μας πρηντζηπε, εμεις τα πτοχα ποπολα του Τζηρίγου με τα δάκρια ης τα ματηα ερχομεστα με τα γονατα ης τη γήν με την κεφαλήν κληνοντας να ζητηξομεν ελεημοσύνη, επειδή και να ηνε πέντε χρονη σιμερο οπού αστοχησε η σπορά μας και δεν εκαμε της σπόρους κι ας να πλεροσομε το δικέομα της γαληνοτατης μας αφεντήας και ανκαλά των περασμενον κερό, οντες ήτονε η αρμάδα ης ετουτα τα μερη, αιδαρηστησα τα πτοχα με τα σολδία ωπου απομηνασι εις τον τόπο, εδα ηνε διο χρονη ουδέ τορνέσι δε βρησκετε πλέω ουδε καρπο να σπερνομε και μόλον απου ερχετε απο άλους τόπους δεν εχοντας μοδο να ντο αγοράσομε μένουσι από χρόνο ος χρόνο ασπορα τα χοράφυα και αστοχήσοντας και εκηνα απου εσπάρθησα· και πολοτατη εμησέψασι δια να φυγουσι τον θανατον της πηνας και ημεστα ης ένα κηνδηνο ανεπηστευτο, διατη πολη κάμουσι από τα δα απου ηνε ο μηνας ο αλοναρης να φασι ψομή τεσερες και έξε μέρες· εμης περό οπου πλέο καλιο έχομε να αποθάνομε από την πήνα παρα να φυγομε από τζη ανκαλες και κηβέρνησες ενου πρηντζήπου τόσο γληκοτάτου, ος καθός και ης τη βέρα εσταθημα φηδελησιμη, έτζη εδά ης την πήνα ερχομεστα να ζητηξομε ηποκλητή να μας επεψης στάρη το γληγορέτερο έως τον μηνα τον Ωκτομβριο να φαμε και να σπιρομε τα χοραφυα μας για ντο γιαγηρομε πάλη ης το νέο, ος καθός μας το εδοκε και οπέρησι ο αφεντης πρεβεδορος Γιακομος Λουρηδάνος, οπού οσάν κήρης ηγαπιμένος μας εκηβέρνησε μετα κηνο (55) το οληγο οπού του ηρθε οπερησι και εζησε πολα φτοχά απο τό θάνατο απου ο θεώς να ντου το πλεροσι και αποθέτοντας ης το σκεπο της γαληνοτάτης μας αφεντήας της ελπίδες μας, την ζοη τον πεδιο μας και τήν εδικη μας με το τελος ζητουμεν ελεημοσύνη:
† εγω παπα Μηνας Κορονεος κουμεσος του Ποταμου ζητουμε ελευμοσηνη
† εγω παπα Μανουλ Λογοθέτης με την ενορήα μου ζητούμε ελεϋμοσήνη
† εγω κουμεσός του Μιλοποταμου στεργο ος ανοθε
† εγο παπα Δημιτρης Καλιγερος ηπογραφο δια το Μιχαλίς Μαζαρακι κουμεσοτου Λειβαδιο ζιτοτας τιν ελεημοσινη
† εγο παπα Βασιλις Κλιματαρας και πνεματηκος με τ νορια μου ζιτουμε λευμοσινι
† εγο παπα Διμιτρης Κλιματαρας με τιν ενορια μου ζιτουμε ελευμοσινι
† εγω παπα Μανόλης Φαρδούλης με την ενορηα μου ζητούμε ελεμοσήνη
†εγο καβος Λογθέτης εβαλα κε γραψανε με τή σκατρα μου κε ζητούμε ελευμοσήνη
† εγο παπα Βασήλης Πρήνεας με τήν ενορήα μου ζητούμε ελεϋμοσήνη
† εγο παπα Γεορ{γεορ}γης Μεγαλοκονομος με την ενορηα μου ζητουμε ελευμοσινη
† εγο καβος Λουρντος με τη σκατρα μου ζητουμε ελευμοσηνη
† εγο παπα Μινάς Κορονεος με τν ενορηα μου ζητουμεελευμος(ύνη)
εγώ παπα Γερωνημος Μιγούλάς με τιν ενορια μου ζιτ(ού) μρ λευμοσινη
† εγο παπα Θεοδορις Ψαρος με τιν ενορια μου ζιτ(ού)με λευμοσινη
εγώ καβός Καριδης με τή σκαρδα μου εζητουμε ελλεημοσηνη
εγω Κοστίς Καριδής καβός με τι σκάρδα μου ζητουμε ελεϊμοσηνη
εγό παπα Μανολης Καρηδης με την ενορηα μου ζητουμε λεϋμοσηνη
† εγό παπα Ιωάννης Στρατηγός με τήν ενορηα μού ζητούμε ελεϋμ(οσύνη)
†εγο παπα Θοδορης Μεγαλοκονομος με την ενορηα μου ζητουμε λεϋμοσηνη
†εγο παπα Μανολης Στρατηγος με την ενορ{ορ}ηα μου ζητουμ{ε} λεϋμοσηνη
† εγό παπα Θανασις Καρηδης με τη νορηα μου ζητο ελεϋμοσινη
† εγο παπα Μιχαλης Λεφτερης στεγο ος ανθε
† εγω παπα Ιωάννης Σαμιος στρεγο ος ανοθε με τιν ενορια μου
† εγώ παπα Ιώανής Σαμίος {αρ} στέργο {ρώ} ος ανοθε
† εγώ παπα Γεωργήως Κηριακεης στεργο με τήν ενορια μου
† εγώ παπα Θεοφάνής Σιμιτέκολος στεργω ως άνοθε
† εγω παπα Μανόλης Σιμιτεκολος στεργω ος ανοθε
† εγο παπα Θεοδορη Κασιματης στερ ος ανοθε
† εγο παπα Θεοδορος Μασελος στεργο ος ανοθε
† εγο παπα Δημηπρης [sic] Μασελος στερ ος τ’ ανοθε
† εγο παπα Γεοργης Σταθης στεργο τα ανοθε
† εγω παπα Μανολης Καλυγερος στεγο τα νοθε
† εγο παπα Θανασιώς Γκαλήνγερός στέρ στ ανοθεν
† εγ? παπά Μηνάς Πουλακάς στεργω οπάνοθέ
† παπα Μαρκος Κοντολέος στερεγω τανοθε
† εγο παπα Μιχαηλ Καστρησος στεργο ος ανοθε

ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΨΑΡΑΣ, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

5 + three =