close up photo of bible opened near flowers

Κυθηραϊκή Διάλεκτος

Το κυθηραϊκό ιδίωμα έχει κοινά στοιχεία με την κρητική διάλεκτο και τα ιδιώματα της Μάνης και αυτό εξηγείται λόγω της γεωγραφικής θέσης του νησιού ανάμεσα στην Κρήτη και τη Νότια Πελοπόννησο. Το λεξιλόγιο είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος όμοιο με το κρητικό. Η Ενετική κυριαρχία στα Επτάνησα για έξι περίπου αιώνες τροφοδότησε με πολλές λατινικές – ιταλικές λέξεις τις τοπικές διαλέκτους. Παραθέτουμε εδώ τις κυθηραϊκές λέξεις που συλλέξαμε από την κυθηραϊκή βιβλιογραφία.

Τσιριγώτικο Λεξικό

Αβαλίζω = κάνω θόρυβο
Αβαντάρω = πλειοδοτώ
Αβελιμέντο, το = στενοχώρια
Άβι, το = κυνήγι
Αβιζάρω = εφιστώ αυστηρά
Αβίζο, το = ειδοποίηση
Αβοκάτος, ο = δικηγόρος
Αγάλικος, ο = ατρόμητος
Αγάντα, η = προσπαθώ να σηκωθώ, αρπάζω κάποιον
Αγκάνα, η = η βελόνα του σταχιού
Αγκανάρω = στενοχωρώ
Ακρομάζομαι = αφουγκράζομαι
Αγροικώ = ακούω
Άερο, το = κλίμα
Άθος, ο = στάχτη
Αϊδάρω = βοηθώ κάποιον
Ακαπίστρωτος, ο = ατίθασος, ασυμμόρφωτος
Ακόντο, επιρ. = απέναντι, έναντι
Ακορντάω = συμφωνώ
Ακουντώ = χτυπώ με τον αγκώνα
Αλαντρετούρα, επιρ. = ίσια, ευθεία
Αλάργου, επιρ. = μακριά
Αλέγρα, επίρ = ζωηρά
Αλευρογυρίζω = στριφογυρίζω
Αλιμέντο = Διατροφή σε χωρισμένη μητέρα
Αλισβερίσι = ανταλλαγή
Άμε, επιφ. = πήγαινε
Αμεδά = αρνητικό μόριο
Αμόρε, το = έρωτας
Αμορόζος = αγαπητικός
Αμπασάδα, η = θέλημα, χάρη, δουλειά
Αναγέλαντρο, το = άνθρωπος που κοροϊδεύει τους άλλους
Αναγελώ = κοροϊδεύω
Ανακλανίζομαι = Τεντώνομαι, χασμουριέμαι σηκώνοντας τα χέρια ψηλά
Αναμάζωτος = αυτός που δε συμμαζεύεται, που όλο γυρνάει
Αναματσώνω = φοβερίζω με ραβδί
Αναπαρώνω = εξαφανίζω, κρύβω
Ανασκαντρώνω = ανατριχιάζω από το κρύο
Απαγγειάζω = κάθομαι σε απανεμικό μέρος
Απανεμίδα = απανεμικό μέρος, απάγκιο
Απαντονάρω = εγκαταλείπω
Απηλογία = πράγμα, εργαλείο
Απίκο = έτοιμος
Απόι = κι έπειτα
Αραγκιονάρω = συζητώ
Αριβάρω = φτάνω
Αριμανίως = αδιάκοπα
Αρμεγός = κουβάς για το άρμεγμα του γάλακτος
Ασβεντουρώ = ρίχνω κάτι μακριά, ρίχνω
Ασβελτοσύνη = γρηγοράδα
Ασκέλα = άγρια κρεμμύδα
Ασπετάκολο = Αιφνίδιο
Ασπετάρω = Περιμένω
Ασυφέρω = αναφέρω, κάνω λόγο για
Ατζί = γάμπα ή μπούτι
Ατσιδέντε, επιρ. = κατά λάθος
Αφές = κύριος
Αχελέα = κατσίκα χρώματος λευκού και καφέ
Βαβλίζω = αγριοφωνάζω
Βαγιοκλαδίζω = περιποιούμαι επιμελώς κάποιον
Βάρσαμος = δυόσμος
Βασκίνα = υδροδεξαμενή
Βελεντούζα = αναποδιά
Βέντολο = βεντάλια
Βεντέμα = μεγάλη εσοδεία
Βέρα – μέντε = τουλάχιστον, αλλά
Βέρος = ειλικρινής, σωστός
Βέστα = φόρεμα
Βιάντζο = περίπατος
Βίγλα = παρατηρητήριο
Βιγλίζω = παρατηρώ
Βίρα ή βιράρω = τραβώ πάνω
Βοθρολακίζω = λιμνάζω στα νερά, πλημμυρίζω
Βουριανός = Κάτοικος από το Βούργο, το Κάστρο ή γενικότερα τη Χώρα
Βουτσέα = κοπριά βοδιών
Βόλτο = καμάρα
Βούιδι = βόδι, ζώο
Βούτος = βουτιά
Βουρλισμένος = Λυσσασμένος
Βρεχτολαδέα = παξιμάδι βρεγμένο με αλάτι, λάδι, συνοδεύεται κυρίως με ντομάτα
Γάδος = ξύλινος κάδος
Γαργάλι = σκανδάλη όπλου
Γδικιωμός = Εκδίκηση
Γειαμώ = λοιπόν
Γέμελα = τα δίδυμα
Γιαβουκλού = Ερωμένη
Γιαβουκλής = ερωμένος
Γιατάκι = κρεβάτι
Γιόμα = μεσημέρι
Γιοματάρι = κρασί από βαρέλι που μόλις άνοιξε
Γιόμος = γέμιση
Γιορτάνι = περιδέραιο
Γιούργια = εξόρμηση, επίθεση, ντου
Γκερεμέ = συνεχώς
Γκερίτζι = υπόνομος
Γκέστα, τα = μορφασμοί
Γκιόλι = γεμάτο
Γκιοτεύω = διστάζω, δειλιάζω
Γλακώ = τρέχω πολύ γρήγορα
Γλίδα = λίγδα, λέρα
Γούλα = λάχανο
Γροθί = μικρό ελαιόδεντρο από φυτώριο
Γωλώ = Απορώ, υποπτεύομαι
Δαιμονίζομαι = Θυμώνω, νευριάζω
Δειλό = πρώιμο
Διαγουμίζω = ληστεύω
Διάλισμα = χτένισμα
Διάτανος ή διάοτσος = διάβολος
Δονάκια, τα = κομματάκια, λεπτά και μακριά ξυλαράκια
Δράμω = τρέχω
Εδαδά, επιρ. = μόλις τώρα
Είντα = τι
Εινταλλώς, επιρ. = Πώς, με ποιο τρόπο
Εκειά = εκεί
Ελλόγου σου = η αφεντιά σου
Εμπασία = είσοδος
Εμπαχέρι = πρόχειρο
Έμποδο = ίχνος πατημασιάς
Ενάτι = πείσμα
Ενόρδινε, επιρ. = σε ετοιμότητα
Εντεσπεράρω = αγανακτώ
Έντο ε = νάτο
Εντομέ = Να ‘μαι, παρών
Έξε = έξι
Επαδά ή Επαέ = εδώ
Ετά, ή ετού ή ετουδιά επιρ. = εδώ ή εκεί
Ετσά = έτσι
Ετσίδα = έτσι, με αυτόν τον τρόπο
Ζαβέας = ζαβός, κουτός, παλαβός
Ζαγαράκι = σκυλί
Ζάρω = συνηθίζω να, έχω τη συνήθεια
Ζέφκι = καθισιό
Ζευζέκης= Δύστροπος
Ζούλα = κατσίκα
Ζουλώ = πιέζω
Ζουμπερό = Ζώο αρπακτικό ή άγριο
Ζουρίδα = αλεπού, κουνάβι
Ζώδι =  Καλό πεπρωμένο
Θανή = κηδεία
Θαρρώ = νομίζω
Θελέα = θηλιά
Ινταλλώς = με ποιον τρόπο
Ισκαριώτης = ταραχοποιός
Καβαλλώνα = ανδρογυναίκα
Καβαλίνα = κοπριά γαϊδάρου
Καβίλια = ξύλινο καρφί
Κάβολο = λάχανο
Κατενάτσος = σύρτης, κλειδαριά
Κάζο = παράπονο
Καζούρα = αποδοκιμασία, αστείο πείραγμα
Καΐρης = τσιγκούνης, φιλάργυρος
Κακάρα = αγκινάρα
Καλαντάρι = ημερολόγιο
Καλιτσούνα = πίτα
Καμπανίζω = ζυγίζω
Καπούτσο = το λάχανο όταν κάνει κεφάλι
Καπυράδα = πολύ θερμός αέρας
Κάρκανο = ξερός
Κατέω = γνωρίζω, κατέχω
Κατσί = γατί
Κατσιβώνω = ταπεινώνω
Κατσιφάρα = ομίχλη
Κι απόι = κατόπιν
Κόθρα = σπιτάκι
Κοθρέας = αλήτης, που όλο γυρίζει
Κοντράτο = συμφωνία, συμβόλαιο
Κόρδα = χορδή
Κουζουλός = ζωηρός, τρελός
Κούκιο = πρόσταγμα στο σκύλο να κάτσει κάτω ή να κοιμηθεί
Κουλούκι = κουτάβι
Κουρταλώ = χτυπώ αντικείμενο για να κάνω θόρυβο
Κουρτεζία = έπαινος, επευφημία
Κουσέγιο = κουτσομπολιό
Κούσκουνας = καρούμπαλο
Κουτσούνα = κούκλα
Κρέντιτο = πίστωση
Κρυόρεμα = ρευματισμοί
Λαβωματέα = πληγή, τραύμα
Λακτακάκια, τα = πατημασιές
Λακτέα = κλωτσιά
Λαλά = γιαγιά
Λαμπαρώνω = στέκομαι ακίνητος
Λανός = πατητήρι
Λαντουρώ = καταβρέχω
Λαφάσσω = λαχανιάζω
Λελός = τρελός
Λέστεκο = στάβλος
Λεφούσι = πλήθος
Λιμάσσω = πεινάω πάρα πολύ
Λίμπερος = Ελεύθερος
Λιμπίζομαι = επιθυμώ με λαχτάρα, λιγουρεύομαι
Λιοκαρίζω = ξεραίνω στον ήλιο, αποξηραίνω
Λιτριβιδείο – Ελαιοτριβείο
Λογιάζω = βλέπω
Λοπώς = Λέω πως, υποθέτω
Λωγώ = έχω την απορία
Μαγαρικό = ποντικός
Μαραφέτι = μικρό κομμάτι, εργαλείο, πράγμα
Μαριόλος = Πονηρός
Ματσιπέτι = πεζούλα…
Μεμέτης = Τούρκος
Μενούτο = Λεπτό της ώρας
Μεσαρίτης = αυτός που είναι από το μέσα δήμο, νότιο τμήμα
Μινουέτε = νεύμα
Μομέντο = στιγμή
Μουγκλαρώνω = κρατάω μούτρα
Μουράγιο = προκυμαία
Μουρμούρης = μεμψίμοιρος, γκρινιάρης
Μπαίγνιο = αυτός που γίνεται αντικείμενο εμπαιγμού, εξαπάτησης
Μπαμπακία = χωράφι με κηπευτικά και περιβολικά που δεν ποτίζεται
Μπάντα – λάντρα = Πέρα για πέρα, διαμπερώς
Μπαντιέρα = σημαία
Μπάτσος = χαστούκι
Μπιτίζω = τελειώνω
Μπομπόλι = σαλιγκάρι
Μπότζιο = βεράντα
Μπουζί = γουρουνάκι
Μπουζιάζω = δένω τα δύο πόδια του ζώου με κοντό σχοινί, για να μην τρέχει
Μπουρίζω = κολλάω αρρώστια
Μπούτα – Φέρμα = στα ίσα, έξω από τα δόντια
Νέτος = τελειωμένος, καθαρός
Νιάκα = καθόλου
Νιτερέσο = συμφέρον, ενδιαφέρον οικονομικό θέμα
Νογάω = καταλαβαίνω
Νοματαίοι = άνθρωποι πολλοί, πλήθος
Νοφράγιο = Ναυάγιο, κατάντια, χάλι
Νταλαβέρι = συναλλαγή
Ντακόρντο = συμφωνία
Νταρτανίζομαι = τεντώνομαι
Ντελέγου =  χωρίς χρονοτριβή
Ξανοίγω = κυττάω
Ξεγαντζάρω = ξεφεύγω από
Ξεδουλεύω = παθαίνω ζημιά
Ξεκαντηλία = ξαστεριά
Ξεκατουνίζω = ξεσπιτώνομαι, φεύγω από
Ξεμπάφαλος = χαστούκι
Ξιπούμαι = φοβάμαι, σκιάζομαι
Ξωμάχος = αγρότης, που δουλεύει στην ύπαιθρο
Ξωτάρος = αυτός που είναι από τον έξω δήμο, βόρειο τμήμα νησιού
Ορά = ουρά
Οφέτος = φέτος
Οψές = χθες
Παιπανός = αυτός που δεν τρώει πολύ, αδύνατος
Πάρλα = κουβέντα, πολυλογία
Παρλάρω = πολυλογώ
Πατιρντί = επεισόδιο, φασαρία, σκηνικό
Πατάλαδα, τα = κατακάθια του λαδιού
Περίκολο = κίνδυνος
Περτικουλάρω = υπερασπίζομαι, υπηρετώ
Πετάλαγας = ακρίδα
Πλαγιομάνος = κουκί
Πλιάτσικο = λεηλασία
Πολληώρα = πριν από λίγο
Πουλάνι = ο κάδος που χύνεται ο μούστος εξερχόμενος του πατητηριού
Πούντα = κρυολόγημα, άκρη ακρωτηρίου
Πώδε = από ‘δω
Ρακατζία = αποστακτήριο
Ραμολιμέντο = ερείπιο, γέρος
Ραχώνω = κόβεται η ανάσα μου από φόβο
Ρέμπελος = ελεύθερος
Ρεντίκολο = ρεζίλι
Ρούγα =δρόμος, σοκάκι
Σάλτο = πήδος
Σαμιαλάος = γυμνοσαλίγκαρος
Σέμπρε = πάντα
Σενιάλε = σινιάλο
Σίγλος = κουβάς
Σινάμπελο = τοιχίο που συγκρατεί το χωράφι
Σκαλόρνιθα = μπεκάτσα
Σκαμπάζω = καταλαβαίνω
Σκάτολα = κιβώτιο
Σκουτέλα = λεκάνη
Σολάτσο = περίπατος, βόλτα
Σόπατο = επίπεδο
Σούφριο = κούφιο ξύλο
Σούρος = φελλός
Σπάκα = πικροδάφνη
Σπαλέτο = κυθηραϊκό γυναικείο ένδυμα
Σπεντόνι = τόξο φτιαγμένο με πέτρες, ημικύκλιο
Στάμπα = σφραγίδα
Στραπάτσο = ζημιά
Στρούγκι = μούντζα
Σύμπορο = αγρός δίπλα στο σπίτι, περίβολος
Συναλίκια = συναναστροφές
Συναγωνώ = δρω ταχέως, βιάζομαι
Σώχωρα, τα = μαντρωμένα κτήματα
Τζαβάγιο = βοήθεια
Τράϊστρο = ταγάρι
Τρατάρω = κερνώ
Τρουβάς = ταγάρι
Τρουλλώνω = Εξέχω, βρίσκομαι πιο ψηλά από, ξεπετάγομαι
Τσαγκουρνώ = γρατζουνώ
Τσερβέλο = μυαλό
Τσέρκλο = μεταλλικό στεφάνι του βαρελιού
Τσιριμόνια = φιλοφρόνηση, επιδεικτική περιποίηση
Φαγγλάτορας = αυτός που κυνηγά με φαγγλί, δηλαδή φακό ή λάμπα
Φαγγλώνω = θαμπώνω
Φαλαγκούνα = αράχνη
Φαλιτσέτα = μαχαίρι γυριστό, σουγιάς
Φασκία = επίδεσμος για τα μωρά
Φέρμα = δυνατά
Φέστα = γιορτή, φιέστα
Φόρτσα = δύναμη
Φορτσάτος = δυνατός
Φόσα = Στοά, καμάρα
Φούρια = βιασύνη
Φρόκαλο = σκουπιδάκι
Χάμαρη = σαν κατάρα, π.χ. που στη χάμαρη είσαι
Χαμπάρι = είδηση
Χαρχαλαιμός = μικρός θόρυβος από κάποιο κούνημα
Χαρχαλεύω = ψαχουλεύω, ανακινώ προκαλώντας θόρυβο
Χώνω = κρύβω

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

19 + sixteen =