voyage-to-cythera-angelopoulos

Στην κριτική μιας ταινίας δεν πρέπει να έχει λόγο μόνο ο κριτικός του κινηματογράφου. Ένας απλός θεατής θα μπορούσε κάτι να προσθέσει. Ξεκινώντας απ’ αυτή την πεποίθηση, κάνουμε τις παρακάτω σκέψεις για το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ταξίδι στα Κύθηρα».

Πρώτο χαρακτηριστικό του Αγγελόπουλου είναι οι σιωπές. Ο Αγγελόπουλος μιλάει μόνο με την εικόνα, ο λόγος είναι ελάχιστος στα έργα του, θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για βουβό κινηματογράφο. Αυτή η τεχνική νομίζω ότι έχει σημασία, γιατί αναδεικνύει σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια την τέχνη του σινεμά, ή μάλλον το καινούργιο που πρόσφερε αυτή η τέχνη, που είναι ακριβώς η αναπαράσταση μιας φυσικής σκηνής, ενός φυσικού χώρου, που μεταβιβάζεται ατόφιος στον θεατή. Αν ο κινηματογράφος είναι μια συνθετική τέχνη, που δανείζεται από όλες τις άλλες, ο κινηματογράφος του    Αγγελόπουλου μπορούμε να πούμε ότι βρίσκεται στον αντίποδα. Από τις άλλες τέχνες δανείζεται μόνο από τη μουσική (η μουσική της Καραΐνδρου ήταν πάρα πολύ ωραία).

Δεύτερο χαρακτηριστικό του Αγγελόπουλου είναι τα μεγάλα αργά πλάνα. Αυτό δημιουργεί μια ιδιότυπη αίσθηση ρεαλισμού. Οι σκηνές διαρκούν τον ίδιο χρόνο που θα διαρκούσαν αν γυριζόντουσαν εκ του φυσικού. Αυτό τις κάνει αφόρητες στο μέσο θεατή, που είναι συνηθισμένος στη γρήγορη εναλλαγή εικόνων. Όμως αυτή η εμμονή στη σκηνή τελικά την αναδεικνύει. Θυμίζει αρκετά Ντοστογιέφσκι, με μόνη τη διαφορά ότι αυτός επιμένει στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του, ενώ ο Αγγελόπουλος στον εξωτερικό διάκοσμο. Έτσι σου δημιουργείται η αίσθηση ότι δεν συμμετέχεις στα συναισθήματα των πρωταγωνιστών, μια και δεν λεκτικοποιούνται (ή μάλλον λεκτικοποιούνται στο ελάχιστο, γι’ αυτό και ο λόγος μπορεί μεν να είναι σύντομος, όμως είναι βαρύς), αλλά έχεις περισσότερο την αίσθηση της από απόσταση συμμετοχής, όπως όταν διαβάζεις για το δράμα κάποιου ανθρώπου στην εφημερίδα. Ακόμη, η εμμονή στο αργό πλάνο δημιουργεί μια ασφυκτική αίσθηση του χρόνου, ενός χρόνου που κυλάει πολύ αργά αναβάλλοντας συνεχώς τη λύση του δράματος. Ακόμη τα αργά πλάνα δίνουν μια μνημειακότητα στις μορφές καθαρά αϊζενσταϊνική, έστω και αν αυτές δεν είναι πρόσωπα της ιστορίας.

Τρίτο χαρακτηριστικό είναι οι θόρυβοι στην ταινία. Ακούγονται συνεχώς σφυρίγματα τραίνων, τραγούδια από ραδιόφωνο, σαματάς μέσα στο καφενείο, κ.λπ. Οι θόρυβοι αυτοί λειτουργούν σαν κοντράστ, αναδεικνύοντας την περισυλλογή των ατόμων, που είναι ολοφάνερο ότι δεν τους προσέχουν καθώς είναι βυθισμένοι στις σκέψεις τους, τους προσέχουμε όμως εμείς. Επιπλέον συμβάλλουν στο ρεαλισμό της εικόνας.

Τέταρτο η ταινία έχει μια ποιητική που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε συμβολιστική. Τα αισθήματα, που ποτέ δεν κατονομάζονται, υποβάλλονται με το χώρο. Γκρεμισμένα σπίτια, ξεπλυμένα, αντιχολιγουντιανά χρώματα. Δεσπόζει η συνειρμικότητα, η κυριολεκτικότητα σχεδόν απουσιάζει.

Πέμπτο, η ταινία σε επίπεδο περιεχομένου αποποιείται κάθε διάθεση ρεαλισμού. Θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς σουρεαλιστική, από την άποψη ότι η ρεαλιστικότητα των λεπτομερειών της αφήγησης αναδεικνύει την εξωπραγματική υφή τους, όπως στους πίνακες του Μαργκρίτ. Η εταιρεία που θέλει να αγοράσει το χωριό, αλλά μόνο αν και ο τελευταίος κάτοικος πουλήσει τον κλήρο του, είναι ένα εύρημα εντελώς φανταστικό. Πιο φανταστικό είναι το εύρημα του τέλους, λες αντιγραμμένο από τον Κάφκα, που η αστυνομία αφήνει το γέρο σε μια σχεδία, πάνω στα «διεθνή ύδατα», γιατί έπρεπε να απελαθεί.

Έκτο, η προβληματική του Αγγελόπουλου νομίζω ότι ακολουθεί τη γραμμή της προβληματικής μιας μερίδας τουλάχιστον από τη γενιά του Πολυτεχνείου. Οι ταινίες του με πετύχαιναν καίρια βρίσκοντάς με σε φάσεις ανάλογου προβληματισμού. Οι «Μέρες του 36», στην περίοδο της δικτατορίας, πραγματεύονται το πρόβλημα των καταπιεστικών δομών της εξουσίας και των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ο «θίασος», το πρόβλημα της επανάστασης, που ονειρευόμασταν όλοι τότε. Ο «Μεγαλέξανδρος», λίγα χρόνια μετά, μια μελέτη πάνω στη διαλεκτική της εξουσίας, μας έβρισκε στη φάση που αναζητάγαμε περισσότερο αέρα ελευθερίας, πέρα από τα δεσμευτικά πλαίσια μιας οργάνωσης. Τώρα, το «Ταξίδι στα Κύθηρα» είναι μια ελεγεία για τον επαναστάτη (ή μήπως για την ίδια την επανάσταση;), ενώ προβάλλει μια υπαρξιακή προβληματική πάνω στη δύναμη και την αξία των ανθρώπινων αισθημάτων, θυμίζοντάς μας έναν από καιρό ξεχασμένο ανθρωπισμό. Η δύναμη της ερωτικής αφοσίωσης αναδεικνύεται σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια στο πρόσωπο της γριάς γυναίκας, καθώς αποκλείεται οποιαδήποτε σύγχυση με το ερωτικό πάθος.

Ο Μπάμπης Δερμιτζάκης (Ιεράπετρα, 1950) είναι φιλόλογος και μεταφραστής. Απόφοιτος του Τμήματος Αγγλικών σπουδών (1972) και του Τμήματος Φιλοσοφίας (1976) του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα τις αφηγηματικές τεχνικές στο θέατρο και στην πεζογραφία (1996). Εργάστηκε ως σχολικός σύμβουλος στη μέση εκπαίδευση.

Περισσότερες πληροφορίες:

http://www.babisdermitzakis.eu/

https://hdermi.blogspot.com/

 

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

fourteen − five =