Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Σταύρος Ξηρουχάκης, μέλος του Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού στη Σχολή Θετικών Επιστημών στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης ανέφερε ότι επειδή στο νησί υπάρχει αρκετός πληθυσμός όρνιων και γυπαετών που γεννιούνται κάθε χρόνο, αλλά η θνησιμότητά τους είναι μεγάλη, κάποια από αυτά που εντοπίζονται εξαντλημένα, τραυματισμένα ή δηλητηριασμένα και αποστέλλονται στο Κέντρο Περίθαλψης «ΑΝΙΜΑ» αντί να επιστρέψουν στην Κρήτη, θα μεταφερθούν στην ηπειρωτική Ελλάδα.
«Στόχος είναι να φτάσουμε σε έναν πληθυσμό που θα μπορεί να αναπαράγεται από μόνος του και να είναι βιώσιμος» δήλωσε ο κ. Ξηρουχάκης, ο οποίος ανέφερε ότι στην Κρήτη που υπάρχουν δύο κατηγορίες γυπών -οι γυπαετοί και τα όρνια- η αύξηση που παρατηρήθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 2000, έδωσε τη δυνατότητα να μπορεί να γίνει αυτή η μεταφορά, ως δράση εντός του Προγράμματος Life, αφού μια πρώτη θετική έκβαση υπήρξε σε αντίστοιχη δράση που έγινε στην Κύπρο όπου εστάλησαν μέσα σε μία τριετία 25 άτομα όρνιων και από αυτά ζουν σήμερα τα 18, τα οποία, σύμφωνα με τον κ. Ξηρουχάκη, έχουν αρχίσει και φωλιάζουν.
Ο αριθμός των αρπακτικών πτηνών που ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990, άρχισε να αυξάνεται σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και από τα τέσσερα ζευγάρια γυπαετών που υπολογίζεται ότι είχαν απομείνει στην πιο δύσκολη περίοδο που έχει τις τελευταίες δεκαετίες καταγραφεί, σήμερα καταγράφεται σημαντική αύξηση και σε αυτό, όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ξηρουχάκης δεν έχουν συμβάλει μόνο τα προγράμματα ενημέρωσης που έχουν υλοποιηθεί, αλλά και η οικονομική κρίση.
«Αν και δεν μπορεί να αποδειχθεί, η κρίση βοήθησε, γιατί αυξήθηκε η διαθεσιμότητα τροφής. Δηλαδή με βάση τα στατιστικά δεδομένα βλέπουμε ότι από το 1,5% αύξησης που είχαμε πριν το 2005, τα επόμενα χρόνια άρχισε να καταγράφεται μια αύξηση από 8-10%. Αυτό το λένε και οι παραγωγοί και οι κτηνίατροι αλλά αυτό αποτυπώθηκε πολύ στους πληθυσμούς των αρπακτικών. Στον πληθυσμό των όρνιων που είναι αποικιακά και είναι πολλά μαζί, υπολογίζεται ότι το 2010 ήταν στην Κρήτη 500 άτομα και τώρα έχουν φτάσει στα 1000. Αυτό χρονολογικά συμπίπτει με τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων» δήλωσε ο κ. Ξηρουχάκης που ανέφερε ότι εκείνα τα χρόνια, λόγω της αδυναμία των κτηνοτρόφων να ανταπεξέλθουν οικονομικά στις απαιτήσεις των ζώων τους, υπήρξε αύξηση της θνησιμότητά τους, οπότε υπήρχε και μεγαλύτερη διάθεση τροφής για τα αρπακτικά.
Η θνησιμότητα αποτελεί μεγάλο ζητούμενο, όπως δήλωσε ο κ. Ξηρουχάκης, και για τα αρπαχτικά, παρά το γεγονός ότι έχουν μειωθεί σημαντικά τα φαινόμενα τραυματισμένων ή νεκρών αρπαχτικών από λαθροθήρες. Από τις αιτίες που έχουν μέχρι σήμερα απειλήσει και απειλούν έντονα τον πληθυσμό τους, είναι οι δηλητηριάσεις και συνήθως σε περιοχές που υπάρχει και πληθυσμός λύκων.
«Η κατανομή του λύκου και η κατανομή των γυπών δεν ταυτίζονται, γιατί όταν εμφανίζεται ο λύκος εμφανίζονται τα δηλητήρια. Βέβαια ο λύκος δεν παθαίνει συνήθως τίποτα γιατί αντέχει πολύ και σε θνησιμότητα. Τα δηλητήρια προφανώς και δεν είναι η απάντηση αλλά είναι για κάποιους δυστυχώς, μέχρι και σήμερα, η εύκολη λύση. Με το δηλητήριο, επέρχεται η δηλητηρίαση του ζώου που μένει εκτεθειμένο στην ύπαιθρο, οι γύπες τρέφονται με τα νεκρά ζώα και έχουμε μαζικές δηλητηριάσεις» συμπλήρωσε ο κ. Ξηρουχάκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο υπάρχει γενικά έλλειψη σε είδη αρπακτικών στην Ελλάδα όπου όπως και στην Ευρώπη, υπάρχουν τέσσερα είδη, ο μαυρόγυπας, ο ασπροπάρης, ο γυπαετός και το όρνιο. «Από αυτά τα είδη το όρνιο είναι αποικιακό οπότε μπορεί εύκολα να επανεισαχθεί ή και να αυξηθεί. Το πρόγραμμα που υλοποιείται αυτή την ώρα, με διάρκεια οκτώ ετών είναι ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα, του οποίου ένα τμήμα περιλαμβάνει προπαρασκευαστικές δράσεις και μετά δράσεις διαχείρισης πιο εφαρμοσμένες. Στο πλαίσιο αυτό, θα γίνει ένα σχέδιο δράσης γιατί έχουν εξαφανιστεί τα είδη αυτά. Τα όρνια που υπάρχουν αυτή την ώρα στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι κυρίως πουλιά από τα Βαλκάνια που έχουν έρθει και έχουν απομείνει μερικοί απομονωμένοι πυρήνες» επεσήμανε ο κ. Ξηρουχάκης.
Πάντως, εκείνο το οποίο ανέφερε το μέλος του Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού στη Σχολή Θετικών Επιστημών στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, είναι ότι η επιλογή των περιοχών που θα μεταφερθούν τα άτομα των αρπακτικών πτηνών της Κρήτης, θα είναι πολύ στοχευμένη, καθώς σε αυτές θα πρέπει να έχουν ήδη υλοποιηθεί προγράμματα καταπολέμησης δηλητηρίων και θα δημιουργηθούν ομάδες σκύλων που θα βρίσκουν τα δηλητήρια, ούτως ώστε η δράση αυτή να μπορέσει να έχει αυξημένα ποσοστά επιτυχίας και να μην κινδυνεύουν σε μεγάλο βαθμό τα άτομα αρπακτικών τα οποία θα μεταφερθούν.