Γόνιμος διάλογος αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της συζήτησης που διοργάνωσε το Κέντρο Μελετών Πολιτικής για το Φύλο και την Ισότητα (ΚΕ.ΜΕ.Φ.Ι.) με θέμα «Γυναικοκτονίες στην Ελλάδα: Η χρήση του όρου και οι διαστάσεις του φαινομένου». Στην εισαγωγική τοποθέτησή της, η βουλευτής Α’ Αθηνών της Νέας Δημοκρατίας και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του ΚΕ.ΜΕ.Φ.Ι., κ. Όλγα Κεφαλογιάννη σημείωσε ότι «από τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαπιστώνεται ότι η πανδημία του κορονοϊού έφερε και μία δεύτερη πανδημία, την κατακόρυφη αύξηση των κρουσμάτων έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας». Συγκεκριμένα, όπως είπε η ίδια, «όσον αφορά τις γυναικοκτονίες, το 2020 σε 10 από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. καταγράφηκαν από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων, 444 περιστατικά δολοφονημένων γυναικών από τους συντρόφους τους» αλλά και στην Ελλάδα «το 2021 ήταν ένα έτος θλιβερό όσον αφορά την αύξηση της έμφυλης βίας και στην πιο ακραία μορφή της, καθώς 17 γυναίκες δολοφονήθηκαν». «Γυναίκες νεαρές, μητέρες, σύντροφοι, σύζυγοι, πρώην σύντροφοι και σύζυγοι έπεσαν θύματα ακραίου μίσους ανδρών. Ειδικά το 2021, κάθε περιστατικό δολοφονίας γυναίκας που σχετιζόταν με το φύλο της, μας έφερνε πιο κοντά σε αμείλικτα ερωτήματα», σχολίασε η κ. Κεφαλογιάννη, προσθέτοντας ότι «στην έντονη ανησυχία για την ένταση του φαινομένου και στο προβληματισμό για τον περιορισμό του, το ζήτημα της νομικής αναγνώρισης του όρου γυναικοκτονία αποτελεί ένα από τα βασικά σημεία αιχμής».

Όπως επεσήμανε η κ. Κεφαλογιάννη «το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων έχει δώσει έναν γενικό ορισμό για τον όρο που αναφέρεται σε δολοφονίες γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους. Κάτι αντίστοιχο ορίζει και η Διακήρυξη της Βιέννης για τις γυναικοκτονίες του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου του ΟΗΕ (ECOSOC). Ωστόσο, μπαίνει το ερώτημα, εάν από αυτούς τους ορισμούς, ή από την κοινωνιολογική χρήση του όρου που εντοπίζεται πολλές δεκαετίες πίσω, ή ακόμα και από τον γενικότερο κοινωνικό παλμό, μπορεί να τεκμηριωθεί σε νομική βάση η εισαγωγή του όρου γυναικοκτονία». Η βουλευτής της ΝΔ τόνισε ότι η προσέγγιση του ζητήματος οφείλει να είναι διεπιστημονική καθώς «η συμβολή όλων των επιστημονικών κλάδων που μελετούν και αντιμετωπίζουν το φαινόμενο είναι καταλυτική για τη χάραξη πολιτικών αντιμετώπισης».

«Γνωρίζουμε ότι οι ανθρωποκτονίες από πρόθεση σε βάρος γυναικών που σχετίζονται με το φύλο τους, τις περισσότερες φορές, αποτελούν την ακραία εκδήλωση μιας προϋπάρχουσας και διαρκούς κακοποιητικής συμπεριφοράς του άντρα συντρόφου σε βάρος τους. Στη βάση αυτή, πολλά κράτη της κεντρικής και λατινικής Αμερικής έχουν εντάξει πλέον την έννοια στο νομικό τους σύστημα, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα σημαντικό νομικό αλλά και πολιτικό πεδίο συζήτησης» ανέφερε η κ. Κεφαλογιάννη συμπληρώνοντας ότι και στην Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα «ο δημόσιος διάλογος έχει αρχίσει να εμπλουτίζεται με επιχειρήματα και προτάσεις νομοθετικής αντιμετώπισης του φαινομένου». Ωστόσο, όπως υπογράμμισε η βουλευτής της Ν.Δ. για την χώρα μας «οφείλουμε να οφείλουμε να επισημάνουμε ότι το νομικό οπλοστάσιο κατά την έμφυλης βίας έχει ισχυροποιηθεί αρκετά, ειδικά μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα. Γεγονός που πέραν της καταστολής των εγκλημάτων αυτών ενισχύει σίγουρα και την αποτροπή τους».

Η κ. Κεφαλογιάννη επέμεινε ότι σε κάθε περίπτωση, «πέραν της ποινικής μεταχείρισης των εγκλημάτων που βασίζονται στο φύλο, και εν προκειμένω τις γυναικοκτονίες, θα πρέπει να επιμείνουμε εμφατικά στην υιοθέτηση και εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών κατά των στερεότυπων αντιλήψεων και πρακτικών που συντηρούν ακόμη και σήμερα την πατριαρχία έναντι της ισότητας των φύλων και των ίσων δικαιωμάτων των γυναικών» τονίζοντας ότι «εκεί εντοπίζεται ακόμη και σήμερα η βασική ρίζα όλων των φαινομένων έμφυλης βίας. Ακόμα και των πιο ακραίων».

Ως «κεντρικό άξονα» για την αντιμετώπιση των φαινομένων βίας κατά τον γυναικών η κ. Κεφαλογιάννη εντόπισε την «ενδυνάμωση των αποτρεπτικών παραγόντων αυτών των εγκλημάτων. Με εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση κατά της έμφυλης βίας από μικρή ηλικία. Από την οικογένεια και το σχολείο. Με την ενδυνάμωση και την επέκταση του ρόλου των δομών της προστασίας των θυμάτων. Με τη σωστή προσέγγιση από έμπειρο και εκπαιδευμένο επιστημονικό προσωπικό, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγος και νομικούς. Για να δώσουμε δύναμη και ασφάλεια στις γυναίκες θύματα να καταγγείλουν έγκαιρα. Πριν να είναι αργά».

«Είναι πλέον βέβαιο ότι η πανδημία λειτούργησε ως παράγοντας οπισθοδρόμησης στο πεδίο της έμφυλης ισότητας και της εξάλειψης της βίας κατά των γυναικών» ανέφερε η βουλευτής της Α’ Αθηνών, προσθέτοντας ότι «σήμερα όλοι μιλάμε για την επόμενη μέρα για την οποία οφείλουμε να αισιοδοξούμε» αλλά «όταν δίπλα μας υπάρχουν γυναίκες που φοβούνται για τη σωματική τους ακεραιότητα, φοβούνται για τη ζωή τους, το θετικό βήμα να αναγνωρίσουμε και να ονομάσουμε το πρόβλημα δεν αρκεί από μόνο του». «Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο αλλά διογκώνεται» είπε η κ. Κεφαλογιάννη, σημειώνοντας ότι «οφείλουμε να χαράξουμε μία ολοκληρωμένη, συνεκτική πολιτική για τη βία κατά των γυναικών. Θεσμικά, νομοθετικά, μαζί με την κοινωνία των πολιτών, σε διάλογο με την επιστημονική κοινότητα. Η ζωή χωρίς φόβο είναι αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα και οφείλουμε να το διασφαλίσουμε όλοι μαζί. Το όφελος θα είναι πολλαπλάσιο, για τις γυναίκες και τις οικογένειές τους, για την πρόοδο της οικονομίας και της κοινωνίας μας».

Αννίτα Δημητρίου, Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας: Τώρα περισσότερο από ποτέ πρέπει να προσλάβει τις σωστές του διαστάσεις και να καταστεί ορατό ως έγκλημα που πλήττει πρώτιστα τα ανθρώπινα δικαιώματα

Η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας εξέφρασε τις ευχαριστίες της για την ευκαιρία να τοποθετηθεί για «το μείζον και διαμφισβητούμενο ζήτημα των γυναικοκτονίων, τη χρήση του όρου γυναικοκτονία από το νομικό κόσμο και τις πολυεπίπεδες διαστάσεις ενός συνεχώς διογκούμενου φαινομένου το οποίο δεν πρέπει να παραμείνει άλλο στα στενά περιθώρια των εγκλημάτων του παραδοσιακού ποινικού κώδικα». «Τώρα περισσότερο από ποτέ πρέπει να προσλάβει τις σωστές του διαστάσεις και να καταστεί ορατό, ως έγκλημα που πλήττει πρώτιστα τα ανθρώπινα δικαιώματα» είπε η κ. Δημητρίου, προσθέτοντας ότι «η σημασία της υιοθέτησης του όρου γυναικοκτονία στην νομική σκέψη και θεωρία και συνακόλουθα η θέσπιση του ανάλογου αδικήματος της έννομης τάξης των πολιτισμένων χωρών δεν αποτελεί ένα ζήτημα νέο, όπως φυσικά δεν είναι νέο το συνεχώς αυξανόμενο φαινόμενο των γυναικοκτονιών που τόσο εσείς στην Ελλάδα, στην Κύπρο αλλά και πανευρωπαϊκά και διεθνώς βιώσαμε τα τελευταία χρόνια με πρωτοφανή ένταση».

«Ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής η συζήτηση γύρω από την ανάγκη ορισμού του όρου γυναικοκτονία και την χρησιμότητα καθορισμού ξεχωριστού εγκλήματος όσον αφορά τη δολοφονία γυναίκας από άντρα εξαιτίας του φύλου της και τούτο, μεταξύ άλλων, για σκοπούς μεταξύ άλλων όπως της αποτελεσματικής διερεύνησης και προσαγωγής ενώπιον της δικαιοσύνης, των ανδρών θυτών σε εγκλήματα μισογυνισμού κατά γυναικών, χρονολογείται εδώ και μερικές δεκαετίες, με τη φεμινίστρια Russel να έχει κάνει χρήση του όρου αυτού ήδη από το 1976» σημείωσε η κ. Δημητρίου εξηγώντας ότι το ’12 σε ειδικό συμπόσιο του ΟΗΕ για το ζήτημα του ορισμού του όρου γυναικοκτονία που κατέληξε στην υπογραφή της διακήρυξης της Βιέννης «είχε τονιστεί ότι οι γυναικοκτονίες σπανία τυγχάνουν της ορθής διερεύνησης και σπανιότερα φτάνουν ενώπιον της δικαιοσύνης λόγω έλλειψης στοιχείων, αφού τέτοιας φύσεως εγκλήματα διαπράττονται στον οικογενειακό χώρο ως φαινόμενα απόλυτα αποδεκτά από τις τοπικές κοινωνίες». «Η συζήτηση λοιπόν γύρω από την επιτακτική πλέον ανάγκη ο όρος γυναικοκτονία να ενσωματωθεί στις έννομες τάξεις των χωρών μας και το ποινικό δίκαιο να εμποτιστεί με την έμφυλη διάσταση ως απάντηση στα θλιβερά φαινόμενα βίας αντρών προς τις γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια, και τούτο με την θέσπιση του ανάλογου ιδιώνυμου αδικήματος το οποίο αντικατοπτρίζει την έμφυλη διάσταση των εγκλημάτων που διαπράττονται με θύματα γυναίκες ακριβώς γιατί είναι γυναίκες, ως αποτέλεσμα μεταξύ άλλων θρησκευτικών πεποιθήσεων, άσκηση ενδοοικογενειακής βίας, σχέσεις εξάρτησης ή εκμετάλλευσης ευάλωτης θέσης ή για λόγους τιμής, δεν είναι μόνο επίκαιρη, συνεπεία των τελευταίων γυναικοκτονιών» υπογράμμισε η κ. Δημητρίου, συνεχίζοντας ότι είναι «και αναγκαία και πιεστική ιδιαίτερα τώρα ακριβώς γιατί κάθε δυστοκία, κάθε προβληματισμός, κάθε οπισθοδρόμηση ενισχύει και εκτρέφει ανεπίτρεπτα τις στερεοτυπικές αντιλήψεις, καλύπτει με ένοχη σιωπή τις βαθιά στερεοτυπικές κοινωνίες στις οποίες δυστυχώς ζούμε και απομακρύνει με έντεχνο τρόπο και κυρίως προσχηματικά την ανάγκη κατηγοριοποίησης του συγκεκριμένου εγκλήματος, την αποτύπωση του φαινομένου και συνακόλουθα την ανάπτυξη και καλλιέργεια της ενσυναίσθησης εκείνης που θα συμβάλλει στην εξάλειψη όλων των εμποδίων που αποστερούν τις γυναίκες από την ισότιμη απόλαυση των δικαιωμάτων τους».

Όσον αφορά τη βία κατά των γυναικών, η κ. Δημητρίου τόνισε ότι «στην πραγματικότητα κανένας δεν θα μπορούσε να αρνηθεί ότι στατιστικά το μεγαλύτερο μέρος των φόνων που διαπράττονται στις κοινωνίες των χωρών δεν είναι πάρα γυναικοκτονίες. Εγκλήματα εφορμώμενα από τις πατριαρχικές κοινωνίες και την συνυπάρχουσες στερεοτυπικές αντιλήψεις που τις συνοδεύουν, στον πυρήνα των οποίων εδράζεται η βαθιά πεποίθηση ότι κάθε γυναίκα, κάθε νεαρό κορίτσι, αποτελεί κτήμα του πατέρα, του συζύγου, του συντρόφου».

«Η άρνηση μιας κοινωνίας να αντικρίσει κατάματα την θλιβερή αυτή πραγματικότητα, ιδωμένη από την πολιτική της σκοπιά, δεν μπορεί παρά να συνίσταται τη θλιβερή αλλά ορατή πρόθεση συντήρησης των παγιωμένων κοινωνικών στερεοτύπων που θέλουν τις γυναίκες αδύνατες, ευάλωτες, τρωτές προφανώς για σκοπούς αλλότριους» τόνισε η κ. Δημητρίου. Όπως ενημέρωσε η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, «το ζήτημα της θέσπισης του ιδιώνυμου αδικήματος της γυναικοκτονίας στην Κυπριακή έννομη τάξη έχει τεθεί και με δική μου νομοθετική πρωτοβουλία στην Βουλή και έχει παραπεμφθεί ενώπιον της καθ’ ύλην αρμόδιας επιτροπής. Η δε συζήτηση βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη». «Στόχος, η θέσπιση ενός αυτοτελούς ιδιώνυμου αδικήματος με σχετική τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα ώστε η δολοφονία γυναίκας ή κοριτσιού κάτω των 18 σύμφωνα και με τους αντίστοιχους όρους της Σύμβασης της Κωνσταντινουπολης, υπό ειδικά καθοριζόμενες επιβαρυντικές περιστάσεις προσμετρούμενες κατά την επιβολή της ποινής ή και ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων ειδικά προβλεπόμενων περιπτώσεων βίας, η εξάρτησης ως συστατικό στοιχείο του εγκλήματος να συνιστά το αδίκημα της γυναικοκτονίας» είπε η ίδια.

Η κ. Δημητρίου σημείωσε ότι «υπήρξαν οι ανάλογες αντιδράσεις ως προς τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος και πιο συγκεκριμένα κατά πόσον η επιζητούμενη ήδη λύση θα ήταν πιο πρόσφορο να προσλάβανε τη μορφή των επιβαρυντικών περιστάσεων κατά την επιμέτρηση της ποινής. Υπήρξαν βεβαίως και οι θεμιτοί προβληματισμοί, εφορμώμενοι φυσικά από την χαλαρή έως ανύπαρκτη σύνδεση του γυναικείου φύλου με το δίκαιο, την παντελή απουσία της έμφυλης διάστασης στον Ποινικό Κώδικα και τις γνωστές θέσεις των παραδοσιακών θετικιστών», καθώς «όπως προφανώς τον ελλαδικό χώρο έτσι και στην Κύπρο η ισότητα των γυναικών με τους άνδρες παραπέμπει παραδοσιακά μόνο σε ίσα δικαιώματα, ίδιες αρμοδιότητες, και ίσο μερίδιο στην εξουσία. Οποιαδήποτε άλλη βαθύτερη προσέγγιση που να πλησιάζει και εν προκειμένω να αγγίζει το ποινικό δίκαιο, απορρίπτεται εκ προοιμίου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη με ποιο τρόπο θα έπρεπε να ενσωματώνονται στο Δίκιο αξίες και ανάγκες του γυναικείου φύλου. Εν προκειμένω, με ποιο τρόπο το ποινικό δίκαιο θα μπορούσε πρώτιστα να καταστήσει τις γυναίκες ορατές και να τις διακρίνει. Συνακόλουθα δε από θύματα να τις καταστήσει ουσιαστικά στην ποινική σφαίρα οιονεί υποκείμενα δικαίου και να εξισορροπήσει το γεγονός ότι το δίκαιο είναι κατάβαση γένους αρσενικού και δεν διάκειται φιλικά προς τις γυναίκες».

Όμως, υπογράμμισε η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας «ένα δίκιο το οποίο δεν είναι ικανό να νοηματοδοτήσει ως επιτακτική πλέον κοινωνική ανάγκη την γυναικοκτονία ως αυτοτελές αδίκημα, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό ορατό το γεγονός ότι η δολοφονία μιας γυναίκας στις πλείστες των περιπτώσεων οφείλεται στο φύλο του θύματος και στις ιστορικά άνισες σχέσεις ισχύος μεταξύ γυναικών και ανδρών, που σηματοδοτούν την βία προς τις γυναίκες ως βίας αποδεχτής ακριβώς διότι βασίζεται στο φίλο, θέτοντας τη γυναίκα και το κορίτσι σε υποδεέστερή θέση, δεν θα είναι παρά ένα δίκιο-άδικο, ένα δίκιο παρωχημένο και μονομερές, ένα δίκιο που δεν απαντά στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία έχει θέσει ως στόχο την ανάπτυξη της νομικής αντίληψης περί ενσυναίσθησης, ως κύριο παράγοντα επίτευξης ισότιμης απόλαυσης των δικαιωμάτων όλων – ανδρών και γυναικών».

«Είναι για όλους αυτούς τους λόγους που όλες και όλοι καλούμαστε τώρα περισσότερο από ποτέ να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να παραμείνουμε σε εγρήγορση, ώστε η νοηματοδότηση της γυναικοκτονίας ως εγκλήματος με θύμα τη γυναίκα ακριβώς για το φύλο της και η πλήρης ενσωμάτωση στον ποινικό μας κώδικα ως αυτοτελούς αδικήματος, να σηματοδοτήσει την απαρχή μιας νέας προσέγγισης ισότητας γυναικών και ανδρών, που θα εμποτίσει πολυεπίπεδα την νομική σκέψη, ιδιαίτερα στο χώρο της ποινικής δικαιοσύνης, καθιστώντας το ποινικό δίκαιο ικανό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών ως ποινικό δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων» κατέληξε η κ. Αννίτα Δημητρίου.

Βάσω Κόλλια: Όταν ανεχόμαστε την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών, αποδεχόμαστε μια κοινωνία με έλλειμμα δημοκρατίας

Συντονίζοντας την εκδήλωση εκ μέρους του ΚΕ.ΜΕ.Φ.Ι., η πρώην Γενική Γραμματέας Ισότητας και πρώην Γενική Γραμματέας Νέας Γενιάς, κ. Βάσω Κόλλια χαρακτήρισε «εφιαλτικό τον αριθμό των 17 γυναικοκτονιών στη χώρα μας, μόνο για το 2021». «Γυναίκες πληγώνονται ψυχικά και σωματικά, εγκλωβισμένες μέσα σε βασανιστικές προσωπικές σχέσεις. Σχέσεις, που ακολουθούν τον φαύλο κύκλο βίας και μεταμέλειας από το θύτη, απόγνωσης και αποδοχής από το θύμα. Δεν είναι ούτε σπάνιο ούτε δύσκολο να διολισθήσει κανείς σε μια τέτοια σκοτεινή συναισθηματική παγίδα. Είναι μια παγίδα για όλους μας, χωρίς κοινωνικούς, οικονομικούς ή πολιτισμικούς περιορισμούς» υπογράμμισε η κ. Κόλλια καταδεικνύοντας ότι σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία το προφίλ των κακοποιητών αλλά και των θυμάτων είναι εξαιρετικά ευρύ.

«Δυστυχώς, τα νούμερα δείχνουν ότι οι σχέσεις με κακοποίηση γυναικών αποτελούν έναν αποδεκτό τρόπο ζωής για πολλούς συνανθρώπους μας. Η κατάσταση αυτή όμως χειροτέρεψε κατά την διάρκεια της υγειονομικής πανδημίας η οποία αποκάλυψε αυτό για το οποίο κάποιοι συζητούμε για χρόνια, δηλαδή την ύπαρξη μιας παράλληλης και διαχρονικής πανδημίας, που φουντώνει πίσω από κλειστές πόρτες και κλειστά στόματα, αυτήν του ακραίου σεξισμού και της έμφυλης βίας που καταλήγει στη γυναικοκτονία» τόνισε η κ. Κόλλια. Όπως είπε η ίδια, προφανώς, δεν πρόκειται για ελληνικό φαινόμενο αλλά για διεθνή μάστιγα, μάλιστα σύμφωνα με έρευνα του ΟΗΕ, «το 2020 δολοφονήθηκαν παγκοσμίως 81 χιλιάδες γυναίκες και κορίτσια. Μάλιστα, περίπου 47.000 δολοφονήθηκαν από σύντροφο ή μέλος της οικογένειας».

Η κ. Κόλλια εξήγησε ότι ο στόχος της συζήτησης είναι η προσέγγιση του ζητήματος «διεπιστημονικά» με στόχο την «κατανόηση της φύσης του προβλήματος, τους τρόπους αντιμετώπισής του» αλλά και την διερεύνηση «της αναγκαιότητας ή όχι της υιοθέτησης του όρου γυναικοκτονία ως ξεχωριστό αδίκημα στο κεφάλαιο δίωξης της ανθρωποκτονίας του Ποινικού Κώδικα». «Προφανώς, το θέμα δεν αφορά την επιμέτρηση της ποινής, αλλά η χρήση του όρου και η υιοθέτησή του καθιστά το πρόβλημα ορατό και συντελεί στη δημιουργία συλλογικής συνείδησης και ευθύνης απέναντί του. Λειτουργεί, δηλαδή, αποτελεσματικά τόσο στην πρόληψη όσο και στην αντιμετώπισή του» υπογράμμισε η κ. Κόλλια, προσθέτοντας ότι «με την κατοχύρωση του όρου αποδίδεται η πρέπουσα σοβαρότητα στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών, με έντονο σημασιολογικό και συμβολικό αντίκτυπο». «Η βία κατά των γυναικών είναι ένα σημαντικό πρόβλημα που επηρεάζει σημαντικά το σύνολο της κοινωνίας, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη, τόσο την οικονομική, όσο και την κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική. Αποτελεί μελανό σημείο για την παιδεία μας και για τον πολιτισμό μας Όταν ανεχόμαστε την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών, αποδεχόμαστε μια κοινωνία με έλλειμμα δημοκρατίας και αυτό μας αφορά όλους» κατέληξε η κ. Κόλλια.

Η συζήτηση διοργανώθηκε με την στήριξη της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών και τον Σύλλογο αποφοίτων του LSE, εκ μέρους των οποίων απηύθυνε σύντομο χαιρετισμό η κ. Μαίη Ζαννή υπογραμμίζοντας ότι το πρόβλημα της έμφυλης βίας «απασχολεί και δικαίως πάρα πολύ την κοινωνία». «Υπάρχει μια πρόοδος, έχουμε σταματήσει να μιλάμε για εγκλήματα πάθους», είπε η κ. Ζαννή προσθέτοντας ότι δεν υπάρχει πλέον κοινωνική ανοχή απέναντι στο φαινόμενο, αφού ναι μεν καταγράφεται αύξηση στα περιστατικά, αλλά αυτή ερμηνεύεται και με την αύξηση των καταγγελιών, δηλαδή αυτά γίνονται πλέον ορατά γιατί «οι γυναίκες πλέον μιλάνε, και πολύ σωστά».

Στο ερώτημα της αναγκαιότητας της εισαγωγής στον νομικό πολιτισμό του όρου «γυναικοκτονία», προσφέροντας επιχειρήματα τόσο που συνηγορούν, όσο και που αντικρούουν αυτή την άποψη, αλλά και στις κοινωνικές και ψυχιατρικές προεκτάσεις της έμφυλης βίας τοποθετήθηκαν διεξοδικά η κ. Χριστίνα Ζαραφωνίτου, καθηγήτρια εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου, η κ. Κλειώ Παπαπαντολέων, δικηγόρος, η κ. ‘Αννα Καραμόσχογλου, Αντεισαγγελέας Εφετών, ο κ. Θάνος Ασκητής, καθηγητής ψυχιατρικής και πρόεδρος του Ι.Ψ.Σ.Υ. και η κ. Αθανασία Χάλαρη, επίκουρη καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Northampton. Το βίντεο της εκδήλωσης είναι διαθέσιμο στον σύνδεσμο: https://youtu.be/vQU5-UWzruA

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

four − two =