Γεννήθηκα σε μια οικογένεια στην Αθήνα που η λέξη Σμύρνη ήταν μια από τις πρώτες που μάθαμε. Ξέραμε ότι ο πατέρας μας γεννήθηκε στη Σμύρνη και ότι ξεριζώθηκε με την οικογένειά του το 1922.
Πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες έφτασαν στη μητέρα Ελλάδα φεύγοντας από την οργή και τη βαρβαρότητα των Τούρκων, για να βρουν την καταφρόνηση των Ελλήνων που τους περιφρονούσαν και τους κορόιδευαν, αποκαλώντας τους τουρκόσπορους και κολοσμυρνιούς.
Η ιστορία της οικογένειάς μου διαδραματίζεται μέσα από το βιβλίο «Ανάμεσα στους πεθαμένους» του Άγγελου Δρόσου και στο βιβλίο του Γεωργίου Αργυρόπουλου «Σμύρνη – Πατήσια παράλληλες μνήμες».
Ο Γιώργος ήταν ο μεγαλύτερός μας εξάδελφος και γιος του θείου Δημήτρη, και έγραψε τις αναμνήσεις όπως τις διηγόταν ο πατέρας του.
Δυστυχώς, τον Γιώργο -Γιωργάκη, όπως τον φωνάζαμε στην οικογένεια- τον χάσαμε πριν δυο χρόνια.
Ο Άγγελος Δρόσος ήταν δημοσιογράφος και ανταποκριτής του Πρακτορείου Ρόιτερ στη Σμύρνη.
Ο συγγραφέας, αν και παρουσιάζει τον εαυτό του ως τρίτο πρόσωπο, είναι ο σύζυγος της αδελφής του πατέρα μου, της αγαπητής σε όλους θείας Στάσας, μιας κομψής αρχόντισσας.
Ο πατέρας μου δε μιλούσε πολύ για την Σμύρνη και τα λίγα που έλεγε ήταν με μεγάλο πόνο καθώς τα μάτια του θόλωναν από τα δάκρυα.
Ήταν ο μικρότερος στη οικογένεια και τρομερά συναισθηματικός.
Πολύ αργά στη ζωή μου έμαθα ότι τον έντυσαν κορίτσι στην εφηβική ηλικία για να φύγει με τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, πράγμα που δεν το ομολόγησε ποτέ και, μάλλον, φαίνεται να επαναστάτησε, αφού τελικά ο παππούς ο Γιώργος έδωσε ένα μεγάλο μέρος από την περιουσία που είχε σε έναν Ιταλό μαυραγορίτη για να πάρει με τη βάρκα του τον πατέρα και τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον θείο Δημήτρη, στη Μυτιλήνη.
Η οικογένεια πήγε στην προκυμαία να τους ξεπροβοδίσουν, όταν ο Ιταλός ζήτησε περισσότερα. Τότε η θεία Στάσα, με δάκρυα στα μάτια, έβγαλε τη βέρα της και τα χρυσά σκουλαρίκια που φορούσε μαζί με το σταυρουδάκι που το είχαν κρεμάσει στη μόλις σαράντα ημερών κόρη της Καίτη.
Ο τρίτος ετεροθαλής αδελφός, ο θείος Κώστας, ένας γλυκός άνθρωπος, ζούσε τον περισσότερο καιρό μαζί με την θεία του την αδελφή της γυναίκας του παππού από τον πρώτο του γάμο.
Την ημέρα της καταστροφής έπεσε στο λιμάνι κολυμπώντας για να σωθεί. Τα συμμαχικά καράβια στο λιμάνι έσπρωχναν τους Έλληνες που προσπαθούσαν να ανέβουν στα πλοία με το πίσω μέρος των όπλων και τις μπαγιονέτες. Για καλή του τύχη, ο θείος βρέθηκε μπροστά σε ένα γαλλικό πλοίο. Φώναζε στα γαλλικά «είμαι Γάλλος» και έτσι τον πήραν στο πλοίο και τον κατέβασαν στη Μυτιλήνη.
Ο Γιώργος Αργυρόπουλος γράφει τα εξής:
Στην αρχή η θεία Στάσα κρύφτηκε μαζί με άλλες γειτόνισσες στο σπίτι της θείας μας Γιώτας. Κρατούσε και το μωρό της και δεν μπορούσε να πάει και πολύ μακριά. Εκεί, όμως, δεν αισθανόταν μεγάλη ασφάλεια, γιατί ακουγόντουσαν απ’ έξω οι Τσέτες που καβάλα στα άλογα περνούσαν και έψαχναν για Ρωμιούς.
Τότε σε κάποια στιγμή το μωρό της άρχισε να κλαίει «Πνιξ´το μωρή, πνιξ´το, θα μας πάρεις στο λαιμό σου» άρχισαν να της λένε οι άλλες.
Και πραγματικά πολλές μανάδες έπνιγαν τα μωρά τους για να γλυτώσουν οι ίδιες. Εκείνη, όμως, δεν τις άκουσε και η κόρη της υπάρχει σήμερα και είναι όχι μόνο ένας αξιόλογος άνθρωπος, αλλά και μια διεθνώς αναγνωρισμένη ποιήτρια.
Αργότερα, ο παππούς, η γιαγιά με την κόρη τους και το μωρό, πέρασαν μέρες στο νεκροταφείο, το μόνο που σεβάστηκαν οι Τούρκοι, πάνω στη μαρμάρινη ταφόπετρα της αδελφής της γιαγιάς.
Το σημαντικό είναι ότι ένας Τούρκος που γνώριζε τον παππού, τους πήγανε κάθε μέρα -με κίνδυνο της ζωής του- γάλα για το μωρό και την θεία Στάσα
Ο θείος Δημήτρης έλεγε ότι ο παππούς, που ήταν έμπορος, βοηθούσε πάντα όσους έμπαιναν στο μαγαζί και είχαν ανάγκη. Μάλλον έτσι βρέθηκε και αυτός ο Τούρκος, λέγοντας «πάντα με βοηθούσες Γιώργακ εφέντη, τώρα ήρθε η σειρά μου».
Κάποτε μπήκαν σαν τα πρόβατα σε ένα καράβι για τον Πειραιά. Εκεί από το κατάστρωμα η γιαγιά πέταξε το κλειδί του σπιτιού, που είχε καθαρίσει και στολίσει πριν φύγουν για πάντα, στη θάλασσα
Οι Σμυρνιές νοικοκυρές -και αυτό το άκουγα πολλές φορές- έλεγαν ότι οι Τούρκοι έμπαιναν στα σπίτια σαν κλέφτες, σπάζοντας την πόρτα.
Η οικογένεια έσμιξε ξανά στη Αθήνα. Ήταν όλοι ζωντανοί, αλλά αρχίζοντας από την αρχή.
Όταν έφτασαν στην Αθήνα ο πατέρας μου πήγε για δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο ο ιδιοκτήτης του είπε «πληρώνω είκοσι δραχμές την ημέρα αλλά επειδή είσαι πρόσφυγας θα σου δίνω δέκα και πολλά είναι»! Ο πατέρας μου το δέχτηκε, λέγοντας «έχω γέρους γονείς να βοηθήσω».
Θα μπορούσα να γράφω πολύ περισσότερα… Πολλές φορές οι αναμνήσεις ήταν μπερδεμένες, αυτό που είναι, όμως, γεγονός είναι πως η οικογένεια είχε μεγάλη αγάπη και αυτό μεταδόθηκε και σε εμάς όλα τα ξαδέλφια. Το να είναι κανείς απόγονος της Σμύρνης και των Μικρασιατών είναι κάτι που μένει μέσα μας σαν μεγάλη υπερηφάνεια για τους γονείς μας που ευδοκίμησαν, έκαναν οικογένεια και περιουσία σε μια κοινωνία που τους περιφρόνησε.
Στην οικογένειά μας η Σμύρνη είναι ένα σωρό ζωντανές αναμνήσεις από τις διηγήσεις με γλαφυρό χρώμα του θείου Δημήτρη. Η γενιά αυτή τώρα έχει φύγει. Ακόμα και εμείς οι απόγονοι σιγά-σιγά ο ένας μετά τον άλλο φεύγουμε και αναρωτιέμαι αν οι επόμενες γενιές θα γνωρίζουν την ιστορία της οικογένειας που έζησε την καταστροφή του 1922.