Με το κείμενo αυτό του Γεωργίου Λεοντσίνη, Ομότιμου Καθηγητή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών αναδεικνύονται όψεις της ιστορίας της Ιεράς Μονής Μυρτιδίων κατά τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης.
«Ιερά Μονή Μυρτιδίων των Κυθήρων και Ελληνική Επανάσταση»
Την περίοδο αυτήν δραστηριοποιούνται, με στόχο την ενεργό συμμετοχή τους στην Ελληνική Επανάσταση, η ηγεσία της τοπικής Εκκλησίας, με προεξάρχουσα μορφή αυτήν του Αρχιεπισκόπου Κυθήρων και Αντικυθήρων Προκοπίου Καλλονά, και ο εφημεριακός κλήρος, οι φορείς της κοινοτικής αυτοδιοίκησης (προεστοί και δημογέροντες) και πολλοί γενικότερα κάτοικοι από όλα τα διοικητικά διαμερίσματα των Κυθήρων και των Αντικυθήρων. Σε αυτούς περιλαμβάνονται πολλοί πρόσφυγες (ιερωμένοι και λαϊκοί) που κατέφυγαν κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης και στα δύο νησιά. Σημειώνω την παρουσία στα Κύθηρα του Αρχιμανδρίτη Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού, ο οποίος είχε καταφύγει στα Κύθηρα από την Πελοπόννησο. Στο έργο του θα αναφερθώ εκτενέστερα, καθώς η διαμονή και η δραστηριότητά του στα Κύθηρα σχετίστηκε και με τη Μονή Μυρτιδίων.
Επίκεντρο της ανακοίνωσης είναι η κινητοποίηση του εντόπιου και του προσφυγικού πληθυσμού με σημείο θρησκευτικής αναφοράς την Ιερά Μονή Μυρτιδίων. Οι κάτοικοι, που συγκεντρώνονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα στο Μοναστήρι, επικαλούνταν τη βοήθεια και επιζητούσαν τη σωτηρία και προστασία τους από την Παναγία Μυρτιδιώτισσα των Κυθήρων για την εκπλήρωση των στόχων της Επανάστασης και τη συμμετοχή τους σε αυτήν με προσωπικές και συλλογικές δράσεις. Η προσέγγισή μου περιορίζεται στη σχέση της Μονής με την Ελληνική Επανάσταση και με τα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται περί αυτήν, αναδεικνύοντας δυναμικές ιστορικές στιγμές της Ιεράς Μονής Μυρτιδίων. Δεν προχώρησα όμως σε μια ευρύτερη προσέγγιση της δυναμικής που αναπτύσσεται στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, αντικείμενο με το οποίο έχω εκτενώς ασχοληθεί, με δημοσιευμένες εργασίες μου και με την έκδοση σχετικών πηγών (1).
Πρόσφυγες στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης – Εθνική αυτοσυνειδησία και συλλογικότητα δράσης.
Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης ευνόησαν την κοινωνική και εθνική δράση πολλών προσφύγων, δράση που τελεσφορούσε με την ανοχή, συμπαράσταση και σύμπραξη του εγχώριου πληθυσμού. Ήταν εκείνοι, εντόπιοι και πρόσφυγες, που καθιέρωσαν ως θρησκευτικό χώρο αναφοράς τους τα Μυρτίδια, όπως και άλλους θρησκευτικούς χώρους των νησιών (μοναστήρια, ενοριακούς και ιδιόκτητους ναούς). Τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα, όπως και τα άλλα νησιά του Ιονίου, χρησιμοποιήθηκαν ως σταθμός και ορμητήριο για επαναστατική δραστηριότητα στην τουρκοκρατούμενη νησιωτική και κεντρική Ελλάδα. Ικανός αριθμός αγωνιστών, λογίων, διδασκάλων και ιερωμένων κατέφυγε στα νησιά για οργάνωση επαναστατικής δράσης και ενίσχυση, με ποικίλους τρόπους, της Επανάστασης. Στα Κύθηρα κατέφυγε και παρέμεινε για μεγάλο ή σύντομο χρονικό διάστημα μεγάλος αριθμός αμάχων προσφύγων (γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι άνδρες) από πολλές ελληνικές περιοχές και από την αλλοδαπή.
Στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα προσφεύγει και βρίσκει άσυλο, προστασία και ευνοϊκές συνθήκες οργάνωσης των δραστηριοτήτων και εκπλήρωση των οραμάτων τους μεγάλος αριθμός προσφύγων μεταξύ των οποίων οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Λάμπρος Κατσώνης, Λάζαρος Κουντουριώτης, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Σοφοκλής Οικονόμος, γιος του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, οι Στέφανος και Νικόλαος Οικονόμου, ο γνωστός Γάλλος φιλέλληνας Joseph Balestra, ο Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός, ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Δημήτριος Τσαμαδός, ο Αναστάσιος Κοκκίνης, ο Γεώργιος Προύσκος, ο επίσκοπος Ύδρας και Πόρου Γεράσιμος Ράλλης Σπανός, μετέπειτα Αργολίδος και Κορινθίας, ο αρχιεπίσκοπος Ευβοίας Γρηγόριος Δ΄ «ο Ηπειρώτης» ή «Αργυροκαστρίτης», γνωστός ως ο από Παραμυθίας μετέπειτα Μητροπολίτης Αθηνών, οι επίσκοποι Μοσχονησίων Βενέδικτος και Ηλιουπόλεως Άνθιμος ο Κομνηνός, οι μοναχοί Χρύσανθος από την Πελοπόννησο και Αγαθάγγελος, ο μετέπειτα μητροπολίτης Καισαρείας, και πολλοί άλλοι, πολλά από τα ονόματα των οποίων είναι καταγεγραμμένα σε καταστάσεις των πολιτικών αρχών και της κοινοτικής αυτοδιοίκησης των Κυθήρων.
Οι πρόσφυγες στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα, Έλληνες και ξένοι, σε πολλές περιπτώσεις, εκόμιζαν συστατικές επιστολές από κατοίκους των περιοχών που προέρχονταν, οι οποίες απευθύνονταν, σε γνωστούς τους μονίμους κατοίκους των Κυθήρων ή και σε πρόσφυγες, που είχαν ήδη καταφύγει και διέμεναν την περίοδο αυτήν στο νησί, για να τους υποδεχθούν και τους προσφέρουν κάθε δυνατή βοήθεια. Με τον τρόπο αυτόν προσφέρονταν σε μεγάλο αριθμό αγωνιστών, λογίων και ιερωμένων και στον άμαχο γενικότερα προσφυγικό πληθυσμό δυνατότητες ασφαλούς διαμονής αλλά και περιθώρια περαιτέρω επαναστατικής δράσης και οργάνωσης. Πολλοί κλέφτες από την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών, ιδίως κατά τη χειμερινή περίοδο.
Από τις καταστάσεις που συνέτασσε η Πολιτική Αστυνομία των Κυθήρων για τους πρόσφυγες στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα, πληροφορούμαστε ότι αυτοί προέρχονταν από την Ιερουσαλήμ, τη Νικομήδεια, το Αϊβαλί, την Ανατολική Ρωμυλία, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, τη Χίο, τη Θεσσαλονίκη, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, την Κέρκυρα, τη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά, τη Λευκάδα, την Αθήνα, τον Πειραιά, το Ναύπλιο, το Άργος, τα Βάτικα, την Τρίπολη, την Καλαμάτα, τους Γαργαλιάνους, τη Μεθώνη, την Κορώνη, την Ηλεία, την Αχαΐα (Πάτρα – Αίγιο), την Κορινθία, την Κρήτη, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα, άλλα νησιά του Αιγαίου, την Ήπειρο, την Κύπρο, τη Δαλματία, τη Γαλλία, τη Ρωσία και τη Μάλτα. Η πλειονότητα των προσφύγων προερχόταν από την Πελοπόννησο, την Κρήτη, τη Στερεά, την Ήπειρο και τη Μ. Ασία. Οι πρόσφυγες επέστρεφαν στους συγγενείς τους στα Κύθηρα. Όμως, πολλοί άλλοι Έλληνες, κυρίως γνωστοί και φίλοι Κυθηρίων μεταναστών των περιοχών που προαναφέρθηκαν, ζητούσαν καταφύγιο σε γνωστό και οικείο περιβάλλον, που στις περισσότερες περιπτώσεις είχε βαθμιαία ήδη διαμορφωθεί από την εποχή της ανάπτυξης εργασιακών σχέσεων των Κυθηρίων με τους κατοίκους των περιοχών αυτών (εποχική ή με μόνιμη εγκατάσταση μετανάστευση Κυθηρίων, περίπου 1750 κ.ε.). Υπολογίσιμος είναι και ο αριθμός των προσφύγων που κατέφευγαν στα νησιά για να αναζητήσουν προστασία, χωρίς, βέβαια, να υφίσταται συγγενική ή προηγούμενη σχέση γνωριμίας με τους μόνιμους κατοίκους των νησιών των Κυθήρων και των Αντικυθήρων.
Ο συνολικός αριθμός των εποχικών Κυθηρίων μεταναστών, που έτυχε την περίοδο αυτή να είναι εκτός των Κυθήρων και επέστρεψαν στο νησί τους, όπως και των άλλων Ελλήνων, Κυθηρίων και μη, από τις ελληνικές περιοχές και τη Διασπορά, που αναζήτησαν προστασία και βρήκαν καταφύγιο στα Κύθηρα, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Από τις καταστάσεις των τοπικών αρχών και της Πολιτικής Αστυνομίας των Κυθήρων δεν εξάγονται ακριβείς αριθμοί, καθώς δεν εντοπίσθηκαν συγκεντρωμένα αριθμητικά δεδομένα των βρετανικών υπηρεσιών αναφορικά με τον αριθμό των Ελλήνων προσφύγων στα νησιά. Αξίζει όμως να σημειωθεί και η ακόλουθη δυσκολία ως προς τις δυνατότητες ενός στατιστικού προσδιορισμού τους με βάση την καταγωγική προέλευση των προσφύγων, Κυθηρίων και μη, στα νησιά. Οι εκπρόσωποι της κοινοτικής αυτοδιοίκησης (προεστοί και εφημέριοι κάθε μεγάλου χωριού ή των συνοικιών της Χώρας, πρωτεύουσας του νησιού), σε ορισμένες περιπτώσεις μετά λόγου γνώσεως βεβαίωναν ανακριβώς ότι οι καταφεύγοντες στα Κύθηρα ήταν κυθηραϊκής καταγωγής, στενοί συγγενείς μόνιμων κατοίκων των Κυθήρων και των Αντικυθήρων.
Αυτό ήταν αναμενόμενο, επειδή ασκούνταν από τις βρετανικές αρχές έλεγχος κατά την άφιξη των προσφύγων στα παράλια του νησιού σχετικά με τους λόγους επιστροφής τους στην ιδιαίτερη πατρίδα από τον τόπο της προσωρινής προέλευσης ή της μόνιμης εκτός Κυθήρων διαμονής τους. Μεγάλο μέρος των προσφύγων που εντοπίζουμε στις σχετικές βεβαιώσεις και καταστάσεις δεν ανταποκρινόταν στα εντελλόμενα των Βρετανών. Στη θέση τους οι προεστοί και οι εφημέριοι, που είχαν λάβει από τις τοπικές βρετανικές αρχές ειδικές εντολές να ελέγχουν αυστηρά τα πρόσωπα που προσήγγιζαν τα λιμάνια των Κυθήρων και Αντικυθήρων για να αποβιβασθούν σε αυτά, έγραφαν, σε πολλές περιπτώσεις, επώνυμα υποτιθέμενης κυθηραϊκής καταγωγής, έτσι ώστε να δείχνουν ότι τα καταφεύγοντα στα νησιά πρόσωπα ήταν συγγενικά μονίμων κατοίκων ή σημείωναν και άλλα ονοματεπώνυμα που, έστω και μόνο παλαιότερα, επιχωρίαζαν στα νησιά. Ερευνούσαν ταυτόχρονα και ενδεχόμενη προηγούμενη επαναστατική ή άλλη δράση των ίδιων ή άλλων μελών των οικογενειών τους στις επαναστατημένες ελληνικές ή άλλες περιοχές από τις οποίες, κατά κανόνα, προέρχονταν.
Σε απογραφές κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης, το ποσοστό των προσφύγων ανέρχεται σε 15-20% επί του συνολικού πληθυσμού των Κυθήρων και σε 15-80% για τα Αντικύθηρα. Επίσης, μετά από την απελευθέρωση της Πελοποννήσου και της Στερεάς διαπιστώνεται ότι καταφεύγει στο νησί μεγάλος αριθμός προσφύγων, κυρίως από μεταναστευτικά κέντρα εκτός Πελοποννήσου. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το έτος 1825 τα Κύθηρα διέθεταν ακόμη 908 πρόσφυγες και τα Αντικύθηρα 999 έναντι μονίμου πληθυσμού 10.243 και 272 αντίστοιχα, χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο επιπλέον αριθμός του τουρκικού προσφυγικού στοιχείου, που προστατευόταν από την βρετανική διοίκηση στα Κύθηρα, επειδή αυτό δεν περιλαμβανόταν στις σχετικές καταστάσεις, στους καταλόγους και στις απογραφές του πληθυσμού. Η βρετανική διοίκηση, στο πλαίσιο της «Ιονικής Ουδετερότητας» που είχε επιβάλει στους κατοίκους των Επτανήσων ως «προς τον πόλεμο μεταξύ Οθωμανών Τούρκων και Ελλήνων», ήθελε με τον τρόπο αυτό να αποφύγει, για πολιτικούς λόγους, την αύξηση του αριθμού των προσφύγων στα Ιόνια νησιά αλλά και να προλάβει ενδεχόμενες ακρότητες και προκλήσεις που θα εξέθεταν τη Βρετανία και την πολιτική της στη σύμμαχό της τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Βρετανία γνώριζε ότι η επέκταση της εθνικής δραστηριότητας των Ελλήνων στον αποικιοκρατικό νησιωτικό της χώρο θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις και στην πολιτική της εκεί.
Σημειώνω επιγραμματικά και ενδεικτικά μερικά στοιχεία αναφορικά με αιματηρό επεισόδιο που συνέβη στα Κύθηρα τον Οκτώβριο του 1821, προκειμένου να αναδειχθούν δυσκολίες που προέκυψαν σε διπλωματικό επίπεδο μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Μεγάλης Βρετανίας σε βάρος τελικά των κατοίκων και των προσφύγων. Σύμφωνα με έκθεση του Βρετανού τοποτηρητή των Κυθήρων προς την Ιόνιο Γερουσία, επιβλήθηκαν σκληρά μέτρα και στρατιωτικός νόμος στο νησί. Αιτία και αφορμή ήταν η πρόκληση ενός αντιτουρκικού αιματηρού επεισοδίου, που έλαβε χώραν στο νησί την ημέρα αυτήν. Συγκεκριμένα, στην παραλιακή περιοχή του χωριού Καραβάς προσορμίστηκε, λόγω καιρικών συνθηκών, τουρκικό πλοίο, που μετέφερε συνολικά σαράντα ένα άτομα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, με προορισμό την Κρήτη. Οι κάτοικοι του Καραβά συνέλαβαν τους Τούρκους που αποβιβάστηκαν από το πλοίο στο νησί και άλλους μεν τους σκότωσαν στην περιοχή με πολύ άγριο τρόπο, ενώ άλλους τους έρριψαν στη θάλασσα. Η αντίδραση της τοπικής διοίκησης των Κυθήρων και της πλειονότητας των κατοίκων υπήρξε άμεση. Ισχυρή δύναμη της πολιτοφυλακής Κυθήρων έσπευσε στον Καραβά, όπου επιχείρησε να συλλάβει τους ενόχους του εγκλήματος. Στην ισχυρή αντίσταση που προέβαλαν οι κάτοικοι του Καραβά, ο Βρετανός τοποτηρητής με εντολή του προς τον έπαρχο του νησιού κήρυξε στρατιωτικό νόμο, με αποτέλεσμα πολλοί να συλληφθούν, να φυλακισθούν και κάποιοι από αυτούς, που αναγνωρίστηκαν ως «πρωταίτιοι» των γεγονότων, να καταδικασθούν σε θάνατο με απαγχονισμό. Ανάλογα γεγονότα συνέβησαν στον Υψόλιθρο της Ζακύνθου, με αποτέλεσμα ο στρατιωτικός νόμος να επεκταθεί στη Ζάκυνθο και στα άλλα νησιά του Ιονίου.
Ο Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός στα Κύθηρα κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, ο ιερός κλήρος και οι λαϊκές συνάξεις στα Μυρτίδια.
Κατωτέρω προσεγγίζω τη στάση της ηγεσίας της τοπικής εκκλησίας και συγκεκριμένα την πολιτική αντιμετώπιση του προβλήματος των προσφύγων και της Ελληνικής Επανάστασης από τον Αρχιεπίσκοπο Προκόπιο Καλλονά. Επιλέγω να αναφερθώ σε συμβάν που προέκυψε μεταξύ του Αρχιεπισκόπου και του Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού, επειδή, όπως θα δειχθεί κατωτέρω, προστίθεται και αυτό ως στοιχείο που αναδεικνύει κατά την κρίσιμη περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης την Ιερά Μονή Μυρτιδίων σε κοινό θρησκευτικό χώρο αναφοράς των κατοίκων. Η χρονική περίοδος της παραμονής του Διονυσίου στα Κύθηρα δεν κατέστη δυνατόν να προσδιορισθεί με ακρίβεια. Εικάζουμε όμως ότι αυτή διήρκεσε περισσότερο από δύο χρόνια. Γνωρίζουμε βέβαια ότι περίπου στο διάστημα αυτό είχε τεθεί επικεφαλής ποικίλων πρωτοβουλιών για την ενίσχυση του Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.
Το μοναστήρι της Μυρτιδιώτισσας ο Πύρρος το γνώρισε σε περίοδο που αυτό είχε καταστεί επίκεντρο θρησκευτικών και πολιτικών κινητοποιήσεων, οι οποίες στόχο είχαν την εθνική ανάταση του πληθυσμού. Ο Πύρρος διέμενε στην πρωτεύουσα του νησιού, Χώρα, όπου την περίοδο αυτήν μαρτυρείται ότι συνέτρεχαν ευνοϊκές συνθήκες για προσφορά στους κατοίκους της εθνικού, κοινωνικού και εκπαιδευτικού έργου. Μαρτυρούνται ειδικότερα στον κοινωνικό της ιστό επαναστατικές δράσεις με στόχο την υλική ενίσχυση και ηθική συμπαράσταση των κατοίκων των επαναστατημένων περιοχών. Στις εκδηλώσεις αυτές συμμετείχε το ιερατείο και πολλοί άλλοι κάτοικοι του νησιού καθώς και Κυθήριοι μετανάστες, οι οποίοι, εξαιτίας της Ελληνικής Επανάστασης, επανέκαμπταν στο νησί, όπως και πολλοί μη Κυθήριοι πρόσφυγες της περιόδου αυτής. Γνωρίζουμε από μαρτυρίες και από τις προσωπικές αφηγήσεις του Διονυσίου ότι το έτος 1824 αυτός βρίσκεται στα Κύθηρα επί αρχιερατείας Προκοπίου Καλλονά (1824-1855) και ότι στα Κύθηρα διαπεραιώθηκε από τη Μάνη μετά την εκστρατεία του Ιμπραήμ (1825) στην Πελοπόννησο. Επίσης, λίγο πριν από την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα, γνωρίζουμε ότι ο Διονύσιος, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, διαπεραιώθηκε από τα Κύθηρα στο Ναύπλιο (1827).
Την περίοδο που ο Διονύσιος Πύρρος διέμενε στα Κύθηρα μέλη της βρετανικής διοίκησης όπως και ο Βρετανός τοποτηρητής αποκαλούσαν τον Αρχιεπίσκοπο «άνθος των επισκόπων της Ανατολής». Αυτό, ενδεχομένως και μεταξύ άλλων, έδωσε την αφορμή στο Διονύσιο να αμφισβητήσει την καθαρότητα των στόχων του Επισκόπου και της λοιπής ηγεσίας της τοπικής Εκκλησίας των Κυθήρων αναφορικά με την Ελληνική Επανάσταση. Είναι, πιστεύω, ζήτημα ερμηνείας των πηγών και κυρίως της ικανότητας του ιστορικού να προσδιορίζει ο ίδιος την προκατάληψη και τη μονομέρειά τους. Στην προκειμένη περίπτωση ο Διονύσιος διατύπωνε μια ατεκμηρίωτη προσωπική γνώμη. Αυτό έδωσε σε μελετητές την αφορμή να παρερμηνεύσουν τις εθνικές προθέσεις του Αρχιεπισκόπου. Δεν είναι δηλαδή δυνατόν να διαθέτει κάποια βάση αλήθειας η άποψη του Πύρρου, μοναδικού από όσο γνωρίζουμε επικριτή του Επισκόπου, ότι, επειδή οι Βρετανοί χαρακτήριζαν τον Αρχιεπίσκοπο «άνθος των επισκόπων της Ανατολής», εκείνος ήταν επίσκοπος «αμαθής», «φιλότουρκος» και «φιλοβρετανός», όπως ο Πύρρος τον χαρακτήριζε σε μια κρίσιμη για το ελληνικό έθνος καμπή και κορυφαία για τους Κυθηρίους επαναστατική εκδήλωση [πολυπληθής συγκέντρωση κατοίκων (εγχωρίων και προσφύγων) στα Κύθηρα και καθαγιασμός των αγώνων των Ελλήνων για την απόκτηση της ελευθερίας τους].
Συγκεκριμένα, σε μια από τις πολυπληθέστερες συγκεντρώσεις των κατοίκων, Κυθηρίων και προσφύγων, στη Μονή Μυρτιδίων δεν παρευρέθη ο Αρχιεπίσκοπος, στην οποία όμως πρωτοστάτησε των δεήσεων του ιερατείου ο Αρχιμανδρίτης Διονύσιος. Συνέβη όμως και κάτι άλλο. Ο Βρετανός τοποτηρητής έδωσε εντολή τον Αρχιεπίσκοπο να αναζητήσει τους πρωταίτιους της μεγάλης αυτής συγκέντρωσης, καθώς εκτιμήθηκε ότι η σύναξη αυτή είχε λάβει παγκυθηραϊκό χαρακτήρα. Γι’ αυτό την επόμενη ημέρα ο Αρχιεπίσκοπος υποχρεώθηκε να μεταβεί στα Μυρτίδια για να εξετάσει το ζήτημα που είχε θορυβήσει τις βρετανικές αρχές του νησιού. Σε μικρή απόσταση από την είσοδο των Μυρτιδίων ο Διονύσιος, που είχε διαμείνει το προηγούμενο βράδυ στα Μυρτίδια, έτρεξε να συναντήσει τον Αρχιεπίσκοπο, απευθύνοντας προς αυτόν τις αιτιάσεις που αναφέρθηκαν. Ο κόσμος όμως επευφημούσε τον Αρχιεπίσκοπο, καθώς δεν είχε «υποπτευθεί» καμιά από τις αιτιάσεις αυτές του Διονυσίου. Ο Παναγιώτης Χιώτης, ιστοριογράφος της Επτανήσου, θα σημειώσει, μάλιστα, ότι ο επίσκοπος Κυθήρων Προκόπιος Καλλονάς διακρινόταν για τη γλωσσομάθεια και την εκκλησιαστική του παιδεία (2). Πραγματικά, οι κάτοικοι των Κυθήρων είχαν πάντα τον καλό λόγο για τον επίσκοπό τους και εμπιστοσύνη στις αποφάσεις και στις δραστηριότητές του.
Η Ιερά Μονή Μυρτιδίων, χώρος κοινής θρησκευτικής αναφοράς εγχώριων και προσφύγων στα Κύθηρα κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης.
Αναφέρθηκα συνοπτικά στο προσφυγικό ρεύμα που εμφανίσθηκε στα Κύθηρα με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στην Πελοπόννησο, στη Στερεά και στις άλλες ελληνικές περιοχές σε όλη τη διάρκεια αυτής και ευκαιριακά σε ορισμένες πλευρές της δράσης του Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού στα Κύθηρα. Επιχείρησα επίσης να αναδειχθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες το πρόβλημα των προσφύγων αντιμετωπιζόταν στα νησιά Κύθηρα και Αντικύθηρα, κυρίως από τη στιγμή που επιβλήθηκε από τη βρετανική διοίκηση η «Ιονική ουδετερότητα» και ο «στρατιωτικός νόμος» μετά το αιματηρό επεισόδιο του Καραβά, όπως και οι δημόσιες πολυπληθείς συνάξεις των κατοίκων στην Ιερά Μονή Μυρτιδίων για προσευχή και τέλεση δεήσεων για την ευόδωση του Αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας (καθαγιασμός των αγώνων των Ελλήνων για την απόκτηση της ελευθερίας τους).
Ως τυπικό παράδειγμα της εθνικής ευαισθητοποίησης του κυθηραϊκού πληθυσμού και του αντικτύπου της Ελληνικής Επανάστασης στα υπό βρετανική διοίκηση Κύθηρα και Αντικύθηρα μπορεί να θεωρηθούν οι σημειώσεις ενός εφημέριου στο περιθώριο του ληξιαρχικού βιβλίου του εφημεριακού ναού της Παναγίας του χωριού Λογοθετιανίκων: «25 Μαρτίου 1821 έτος εις Κύθηρα. Άρχισε ο πόλεμος των χριστιανών εναντίον των βαρβάρων και ο Θεός να δώσει να τροπωθεί το αυτό γένος το αγαρηνό… Ιουλίου 20 επαρέδωσε τη Μονεμβάσια. 1821, Σεπτεμβρίου 23, εκυρίευσαν οι Χριστιανοί την Τριπολιτσά…». Ο εφημέριος αυτός, υπό το καθεστώς του στρατιωτικού νόμου που είχε επιβληθεί από τη Μ. Βρετανία στα Ιόνια νησιά και την επιβαλλόμενη συμμόρφωση των κατοίκων τους προς την λεγόμενη «Ιονική ουδετερότητα» έναντι του πολέμου μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι φυσικό να καταφεύγει για να εκφρασθεί, στο περιθώριο του ληξιαρχικού βιβλίου του ναού του. Ανάλογες γραπτές αποδείξεις της αντίδρασης συναντούμε κατά την έναρξη και την πορεία του Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας όχι μόνο από εφημέριους στα περιθώρια των ληξιαρχικών βιβλίων αλλά και σε μεμονωμένες χειρόγραφες σημειώσεις από λαϊκούς και ιερωμένους.
Επιχειρώντας ακόμη να αναδείξω τη σχέση του προσφυγικού πληθυσμού με τη Μονή Μυρτιδίων όπως και τη θέση που αυτή αποκτά, κατά την περίοδο αυτήν με κυρίαρχο τον εγχώριο πληθυσμό (λαϊκούς και ιερωμένους), ως θρησκευτικός χώρος λατρείας και προσευχής για την ευόδωση των στόχων της Ελληνικής Επανάστασης, σημειώνω ότι προσεκτική μελέτη των τεκταινομένων την περίοδο αυτή στα Κύθηρα με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ηγεσία της τοπικής Εκκλησίας έδειχνε να είναι διστακτική και, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιφυλακτική οπωσδήποτε να προβάλλει φανερά ενεργητική στάση και υποστήριξη του Αγώνα. Τα κριτήρια των επιλογών και ενεργειών της στηρίζονταν σε μια σειρά από δεδομένα της εποχής, που εκείνη περισσότερο από άλλα πρόσωπα και φορείς μπορούσε να αξιολογεί και ανάλογα να δημοσιοποιεί τις ενέργειές της. Η στάση του Αρχιεπισκόπου στα εθνικά και κοινωνικά προβλήματα που προβάλλονται κατά την περίοδο αυτήν (προσφυγικό και συμμετοχή στην Ελληνική Επανάσταση των Κυθηρίων και των προσφύγων στα νησιά) οπωσδήποτε δεν φαινόταν να είναι εναρμονισμένη φανερά και δημόσια με τις θέσεις της βρετανικής διοίκησης. Ο Αρχιεπίσκοπος ζύγιζε τα πράγματα και αναλόγως έπραττε. Συντηρούσε τις ισορροπίες και ενεργούσε διπλωματικά και με σωφροσύνη. Σε αντίθετη περίπτωση, το οικοδόμημα της δημιουργικής συμμετοχής του εγχώριου πληθυσμού, του ιερατείου και των προσφύγων στον Αγώνα μπορούσε να καταρρεύσει. Οι θρησκευόμενοι κάτοικοι και το ιερατείο ενεργούσαν χωρίς απαγορεύσεις συμμετοχής στον εσωτερικό επαναστατικό αγώνα. Αυτό δηλαδή που γνώριζαν οι κάτοικοι, έδειχνε ότι δεν το κατανοούσε ο Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός.
Η επιβολή ποινών σε ιερείς για εθνική επαναστατική δραστηριότητα πραγματοποιείται ενίοτε από τον Αρχιεπίσκοπο, συντελείται ωστόσο ύστερα από αυστηρές εντολές των βρετανικών αρχών να προβαίνει σε ανακριτικές διαδικασίες για ό,τι παράνομο, κατ’ αυτές, συνέβαινε στα μοναστήρια και σε άλλους χώρους θρησκευτικής λατρείας των νησιών. Η εκκλησιαστική ηγεσία του τόπου δεν εμφανίζεται όμως να προβαίνει η ίδια σε αυτεπάγγελτη δίωξη του εφημεριακού κλήρου. Δεν μπορεί όμως και να αποφεύγει να γνωστοποιεί στον πληθυσμό μαζί με την εγχώρια κεντρική διοίκηση των Κυθήρων τα σχετικά διατάγματα των βρετανικών αρχών και να αναλαμβάνει την ευθύνη των ενεργειών της, στις περιπτώσεις που ο εφημεριακός κλήρος παρέβαινε τις σχετικές διαταγές της βρετανικής διοίκησης και τασσόταν, με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και προκλητικές για την ξένη διοίκηση πράξεις, υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης. Η στάση της Εκκλησίας διαφοροποιούνταν ανάλογα με την εκάστοτε στάση του βρετανικού καθεστώτος και την εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης στο νησί. Απόδειξη είναι ότι ο εφημεριακός κλήρος συμμετέχει ενεργά και δραστηριοποιείται στο πλαίσιο της αγωνιστικής κινητοποίησης του ευρύτερου πληθυσμού χωρίς να παραπονείται ότι συναντούσε αντιδράσεις από την ηγεσία της τοπικής Εκκλησίας ή άλλους τοπικούς φορείς.
Για την ευόδωση του αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης προσέρχεται τακτικά και αναπέμπει δέηση στη Μονή των Μυρτιδίων αλλά και σε άλλους θρησκευτικούς χώρους λιγότερο μαζικά, αριθμός Ελλήνων και ξένων προσφύγων, επισκόπων και εφημερίων των νησιών, παρουσία λογίων, προεστών και πολλών μόνιμων κατοίκων του νησιού. Σε μια από τις μεγαλύτερες συνάξεις του είδους αυτού πρωτοστάτησε ο Διονύσιος Πύρρος, που βρισκόταν κατά την περίοδο αυτήν στα Κύθηρα. Στην κίνηση αυτή του πληθυσμού είναι βέβαια φανερή η απουσία του αρχιεπισκόπου Προκοπίου Καλλονά, όπως και σε άλλες. Γνωρίζουμε όμως ότι υφίστατο από την εκκλησιαστική ηγεσία η σιωπηρή ανοχή της ευρύτερης αυτής κίνησης του εφημεριακού κλήρου, των προσφύγων και των κατοίκων του νησιού υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης. Για την επαναστατική αυτήν δραστηριότητα δεν καταλογίζονταν ευθύνες από την εκκλησιαστική ηγεσία του νησιού. Άλλωστε, οι ποινές αργίας που επιβλήθηκαν από τον Αρχιεπίσκοπο σε ευάριθμους ιερείς ήταν ολιγοήμερες και επιβάλλονταν για λόγους «παραδειγματικούς», ύστερα από αυστηρές εντολές της διοίκησης για τον εντοπισμό των υπευθύνων των πρωτοβουλιών αυτών (μεγάλες συνάξεις στα μοναστήρια του νησιού, αιματηρό επεισόδιο στον Καραβά κ.ά.).
Από σχετική, π.χ., αλληλογραφία μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Κυθήρων Προκοπίου Καλλονά και του Βρετανού τοποτηρητή των Κυθήρων πληροφορούμαστε ότι μόνο ο ιερέας Ν. Χαραμουντάνης καταδικάσθηκε, ύστερα από απόφαση του Αρχιεπισκόπου και σχετική εισήγηση-εντολή για την αναζήτηση πρωταιτίων του Βρετανού τοποτηρητή, σε ένα χρόνο «αργία» και παράλληλα σε περιορισμό στα Αντικύθηρα. Χαρακτηριστική, νομίζω, είναι η αιτιολόγηση της σχετικής απόφασης, απόσπασμα της οποίας παραθέτω. Ο ιερέας «επήγεν εις τον τόπον εκείνον όπου («κακότροποι») άνθρωποι (3) εφόνευσαν μερικούς Τούρκους… και επειδή τούτο είναι ρητώς εμποδισμένον από τους εκκλησιαστικούς κανόνες… αν και είχε λάβει είδησιν περί τοιούτου παρανόμου εγχειρήματος, επιχείρημα όπου ημπορούσε να προκαλέσει τον αφανισμόν όλης της Πατρίδος, αν τα εγκλήματα δεν ήθελαν δικαίως παιδευθεί…». Οι ποινές αργίας που επιβλήθηκαν από τον Αρχιεπίσκοπο σε ιερείς του νησιού για τη συμμετοχή τους στις συνάξεις που αναφέρθηκαν ήταν μικρές και με διπλωματικότητα τεκμηριωμένες. Ακόμη, είχαν σχέση με πρόσωπα του περιβάλλοντός του, άμεσους πολλές φορές συνεργάτες του, γεγονός που υποδηλώνει επίσης τις διπλωματικές ικανότητες του Αρχιεπισκόπου, κάτι που άλλωστε αξιολογούσαν ως θετικό οι βρετανικές αρχές του νησιού. Τοπικοί ιστοριογράφοι και ευκαιριακοί μελετητές που επικρίνουν τη στάση της τοπικής ηγεσίας της εκκλησίας δεν χρησιμοποίησαν άλλη πηγή εκτός από τα κείμενα του Πύρρου (4).
Έθεσα όμως ως κύριο στόχο της ανακοίνωσής μου στο συνέδριο που διοργανώθηκε στα Κύθηρα, υπό την αιγίδα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κυθήρων και Αντικυθήρων κ.κ. Σεραφείμ, να δείξω την κινητικότητα που εμφάνισε την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης η Ιερά Μονή Μυρτιδίων. Στα Κύθηρα ζυμώνονται και εξαπλώνονται από τους κατοίκους επαναστατικές δραστηριότητες χωρίς παρεμβάσεις από οποιονδήποτε τοπικό θεσμικό φορέα. Τα Μυρτίδια, ως χώρος θρησκευτικής λατρείας, γίνονται ευρύτερα γνωστά στην ελληνορθόδοξη Ανατολή ιδιαίτερα την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Ο μεγάλος αριθμός των προσφύγων που καταφεύγει εκεί προσεύχεται και συμμετέχει με κατάνυξη στις δεήσεις του ιερατείου υπέρ της ευόδωσης του Αγώνα των Ελλήνων. Αγωνιστές, λόγιοι, διδάσκαλοι, ιερωμένοι και λαϊκοί πρόσφυγες κάθε ηλικίας και από πολλές περιοχές της «καθ’ ημάς Ανατολής» θα γνωρίσουν αυτήν την περίοδο το Μοναστήρι. Όταν θα φύγουν και θα επιστρέψουν στις εστίες τους, θα πάρουν μαζί τους εικόνες της Παναγίας των Μυρτιδίων, θα αφιερώσουν εικόνες στους ενοριακούς ναούς τους και θα ιδρύσουν κάποτε και ναούς που θα τους αφιερώσουν στην Παναγία Μυρτιδιώτισσα των Κυθήρων. Την έρευνα του Βασιλείου Σταύρου ιερέως Χάρου (5), που αναφέρεται στη διασπορά αυτή των ναών, εικόνων και κειμηλίων της Μυρτιδιώτισσας, κατά ένα μεγάλο μέρος τη συσχετίζω με την εξεταζόμενη περίοδο της κυθηραϊκής ιστορίας και της ιστορίας της Ιεράς Μονής Μυρτιδίων. Ελπίζω και προσδοκώ τη συνέχιση της καταγραφής αυτής και έξω από τον ελλαδικό χώρο.
Σημειώσεις:
1. Στο τέλος του κειμένου παρατίθεται συνολικά σχετική βιβλιογραφία-εργογραφία μου, που αφορά στην ιστορία της Μονής Μυρτιδίων και στην επαναστατική δραστηριότητα των κατοίκων κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης.
2. Π. Χιώτης, Ιστορία του Ιονίου Κράτους από συστάσεως αυτού μέχρι ενώσεως (1815-1864), τομ. Α΄ , εν Ζακύνθω 1874, σ. 428.
3. Η πλειονότητα των κατοίκων των Κυθήρων, εγχωρίων και προσφύγων, είχε αποδοκιμάσει την πράξη αυτήν μερικών φανατισμένων κατοίκων του νησιού.
4. Π. Τσιτσίλιας, Η ιστορία των Κυθήρων, τ. Β΄, εκδ. Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, Αθήνα 1994, σ. 213.
5. Β. Χάρος, Οδοιπορικό για τη Μυρτιδιώτισσα, εκδ. Ιερά Μητρόπολη Κυθήρων και Αντικυθήρων, Αθήνα 2007.
Βιβλιογραφία
Παραθέτω συγκεκριμένες μελέτες μου που αναφέρονται στην ιστορία της Μονής Μυρτιδίων και την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης στα Κύθηρα και αναπαριστούν, στη στροφή του 18ου προς τον 19ο αιώνα, κύριες όψεις της ιστορίας της Μονής Μυρτιδίων, της ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας και της Εκκλησίας των Κυθήρων και των Αντικυθήρων.
– Τα Κύθηρα στην Ελληνική Επανάσταση, εκδ. «Κυθηραϊκή Αδελφότητα Πειραιώς – Αθηνών», Αθήνα 1971, 110 σσ.
– «The Rise and Fall of the Confraternity Churches of Kythera», Proceedings of XVIth International Congress of Byzantine Studies, τ. 2, Vienna 1981, σ. 59-68. Το ίδιο σε μετάφραση στα ελληνικά με τον τίτλο: «Η γένεση, η ακμή και η παρακμή του θεσμού των συναδελφικών ναών στα Κύθηρα», στο: Γ. Ν. Λεοντσίνης, Ζητήματα επτανησιακής κοινωνικής ιστορίας, εκδ. Αφοί Τολίδη, Κεντρ. διάθεση εκδ. «Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα», Αθήνα 20055, σ. 227-238.
– The Island of Kythera: A Social History (1700-1863), Faculty of Arts’, S. Saripolos’ Library, National and Capodistrian University of Athens, Athens 20002.
– «Κοινωνική και πολιτική έκφραση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης στα Επτάνησα», Ανακοίνωση στο Διεθνές Συνέδριο με θεματική «1789-1989: Διακόσια χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση» του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1989, σ. 337-364.
– «Idéologie et révolution sociale: Répercussions dans la société de Cythère», στο: La Révolution française et L’ Hellénisme Moderne, Actes du IIIe Colloque d’ Histoire (1987), Fondation Nationale de la Recherche Scientifique, Athènes 1989, σ. 155-171. Το ίδιο στα ελληνικά με τον τίτλο: «Ιδεολογία και κοινωνική επανάσταση: Αντανακλάσεις στην κοινωνία των Κυθήρων και εγγενής πραγματικότητα (Έκδοση μιας ενότητας ανέκδοτων νοταριακών πράξεων)», στο: Γ. Ν. Λεοντσίνης, Ζητήματα επτανησιακής κοινωνικής ιστορίας, εκδ. Αφοί Τολίδη, Κεντρ. διάθεση εκδόσεις «Ινστιτούτο του Βιβλίου», Αθήνα 20055, σ. 365-399.
– «Kύθηρα» στο: Αγγέλου Θ. Νεζερίτη, Λεξικόν της Βυζαντινής Πελοποννήσου (επιμ. Ν. Νικολούδης), Αθήνα 1998, σ. 207-213.
– «Τα Κύθηρα κατά τη βυζαντινή περίοδο», Kythera-Summer Edition (1999), περιοδική έκδοση, σ. 18-19.
– «Ένας άγνωστος ανέκδοτος κανονισμός διοίκησης και λειτουργίας της Ιεράς Μονής Μυρτιδίων των Κυθήρων (1827). Έκδοση – ανάλυση – σημασία – συμπεράσματα», Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Κυθηραϊκών Μελετών με θεματική «Κύθηρα: Μύθος και πραγματικότητα», τόμ. 4, εκδ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο Δήμου Κυθήρων, (επιμέλεια έκδοσης: Γεώργιος Ν. Λεοντσίνης), Αθήνα 2003, σ. 201-231.
– «Το πρόβλημα των προσφύγων στα Κύθηρα από την Πελοπόννησο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης», στο: Γ. Ν. Λεοντσίνης, Ζητήματα επτανησιακής κοινωνικής ιστορίας, εκδ. Αφοί Τολίδη, Κεντρ. διάθεση εκδόσεις «Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα», Αθήνα 20055, σ. 535-558.
– «Η εθνική και κοινωνική δράση του Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού στα Κύθηρα και η τοπική πραγματικότητα», στο: Γ. Ν. Λεοντσίνης, Ζητήματα νεότερης ελληνικής ιστορίας, Κεντρ. διάθεση εκδόσεις «Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα», Αθήνα 20063, σ. 123-173.
– «Ελληνική Επανάσταση και Επτάνησα», Πανηγυρικός λόγος που εκφωνήθηκε στις 25 Μαρτίου 2008 κατά τον επίσημο εορτασμό της επετείου της 25ης Μαρτίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (υπό έκδοση από Πανεπιστήμιο Αθηνών).
– Kythera: The Ecclesiastical Situation and the Parish Clergy, μονογραφία, εκδ. «Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα», Αθήνα 2008 (υπό έκδοση).
The Holy Monastery of Myrtidion and the Greek Revolution
Abstract
This paper attempts to bring to light certain aspects of the history of the Holy Monastery of Myrtidion during the years of the Greek Revolution. During this period, the local Church leadership, seeking to participate in the Greek Revolution, became active in the Revolutionary cause; at the head of this movement was Prokopios Kallonas, Archbishop of Kythera and Antikythera, followed by parish priests, local self-government (proestoi and demogerontes), and many inhabitants of all the Municipal Departments of Kythera and Antikythera in general. These included many refugees (clergy and laity) who sought refuge on both islands during the period of the Greek Revolution. The presence of Archimandrite Dionysios Pyrros of Thessaly, who had taken refuge on Kythera from the Peloponnese, should be noted. I will refer to his work more extensively, since his presence and activities on Kythera brought him into contact with the Myrtidion Monastery.
The paper will centre on the mobilization of the local and refugee population, with the Holy Monastery of Myrtidion serving as the religious reference point. The residents, who gathered at regular intervals at the Monastery, appealed for help and requested salvation and protection from Kythera’s Panagia Myrtidiotissa (Virgin of the Myrtles), seeking the fulfilment of the Revolution’s goals and their successful participation in individual and group revolutionary activities. My approach is limited to the relationship between the Monastery and the Greek Revolution and to the people active in this relationship, highlighting the dynamic historical moments of the Holy Monastery of Myrtidion. I did not, however, attempt a broader investigation of the dynamic that developed on Kythera and Antikythera during the Greek Revolution, a subject I have already explored extensively through my published work, as well as the related primary sources I have edited.
The paper is divided into the following sections entitled:
• Refugees on Kythera and Antikythera during the Greek Revolution – National Self-Consciousness and Collective Action.
• Dionysios Pyrros of Thessaly on Kythera during the period of the Greek Revolution, the holy clergy and the popular gatherings at Myrtidia.
• The Holy Monastery of Myrtidion, a location serving as a common religious reference point for Kythera’s local and refugee population during the period of the Greek Revolution.
At the end of my paper, I have appended my research regarding the history of the Myrtidion Monastery during the period of the Greek Revolution, which recreates the main aspects of the history of the Monastery, of overall Greek society and of the Church of Kythera and Antikythera from the beginning of the 18th to the turn of the 19th century.