Οι εικόνες από τα Κύθηρα και ειδικά τον Μυλοπόταμο στοιχειώνουν ακόμη τους κατοίκους. Ο ανεξάρτητος δημοτικός σύμβουλος Νικόλαος Μαγουλάς περιγράφει πώς το «σχέδιο» εκκένωσης με το 112 οδήγησε τους ανθρώπους στο αδιέξοδο του Λιμνιώνα, αφήνοντας το χωριό απροστάτευτο στις φλόγες. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο ηθοποιός Αιμίλιος Χειλάκης, που βρέθηκε και ο ίδιος να απεγκλωβίζεται από την παραλία, κατηγορεί ευθέως την πολιτική προστασία ότι μετατρέπει ένα εργαλείο σε μηχανισμό εγκατάλειψης: «Ωραίο να εκκενώνεις, αλλά πού είναι η ευθύνη για τις περιουσίες;».
Από τις μαρτυρίες τους αναδύεται η γυμνή αλήθεια: ένα κράτος που σώζει στατιστικά ζωές, αλλά αφήνει χωριά και περιουσίες να παραδοθούν στις φλόγες. Και το ερώτημα επανέρχεται επιτακτικά – πόσο «καλύτερη» γίνεται κάθε χρόνο η πολιτική προστασία, όταν οι κάτοικοι νιώθουν ότι εγκαταλείπονται;
Διαβάστε παρακάτω το ρεπορτάζ του Βαγγέλη Βαλαβάνη που δημοσιευθηκε στην ηλεκτρονική έκδοση του Document.
«Εκκενώνουμε με το 112 και καίγονται περιουσίες που δεν ξαναγίνονται»
Μαρτυρίες από τις φωτιές σε Χίο, Κύθηρα, Πάτρα και Κερατέα αποδομούν το κυβερνητικό σχέδιο πολιτικής προστασίας.
«Κάθε χρόνο γίνονται και λάθη. Κάθε χρόνο παίρνουμε μαθήματα και γι’ αυτό σας λέω, χρόνο με τον χρόνο, θεωρώ ότι η πολιτική προστασία γίνεται καλύτερη στη χώρα». Τάδε έφη (Open, 26/08/2025) ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης Γιάννης Κεφαλογιάννης στην πρώτη τοποθέτησή του μετά την πύρινη λαίλαπα των αρχών του Αυγούστου, όταν κατακάηκαν η Χίος, η δυτική Αχαΐα, η Πρέβεζα, η Ζάκυνθος και τα Κύθηρα. Ακολουθεί πιστά το δόγμα που είχε διατυπώσει πρώτος το 2020 ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισκεπτόμενος τον Ερημίτη της Κέρκυρας ότι «το δάσος κάποια στιγμή θα καεί». Πλέον όμως αφήνουν και κατοικημένες περιοχές να γίνουν στάχτη, οι οποίες σώζονται επειδή πολίτες μένουν πίσω.
Για τον υπουργό το «ταμείο» της φετινής αντιπυρικής περιόδου θα γίνει στο τέλος της (31/10). «Γινόμαστε καλύτεροι κάθε χρόνο» τόνισε. Απορίας άξιον είναι το πώς η κυβέρνηση γίνεται καλύτερη ενώ αφήνει τις φωτιές να σβήνουν στη θάλασσα. Η απάντηση είναι απλή: διασκεδάζει τις εντυπώσεις με κούφια λόγια πάνω στα καμένα, χωρίς καν να δει τι λάθη έχει κάνει. Οσα καταγγέλλονται στο Documento από τέσσερις διαφορετικές περιοχές θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για το «ταμείο» της αντιπυρικής περιόδου, διότι και φέτος το επιτελικό κράτος πήρε κάτω από τη βάση όσον αφορά την προστασία περιουσιών και δασών. Επί των ημερών Κεφαλογιάννη μόνο έχουν γίνει στάχτη 454.850 στρέμματα και γι’ αυτό δεν ευθύνεται κανένας δήμαρχος ούτε ο Πατρέων Κώστας Πελετίδης.
Το πόσο κατώτερος των πύρινων περιστάσεων φάνηκε ο κρατικός μηχανισμός εξηγεί μέσα σε λίγες γραμμές ο ηθοποιός Αιμίλιος Χειλάκης, που ζει στον Μυλοπόταμο των Κυθήρων και ήταν ανάμεσα στους πολίτες που απεγκλωβίστηκαν από την παραλία του Λιμνιώνα: «Είναι πρόβλημα πώς ένα εργαλείο πολιτικής προστασίας (σ.σ.: το 112) με την κατάχρησή του εξελίσσεται σαν το παραμύθι του Πέτρου με τον λύκο. Μέσα στην πολιτική του “εκκενώνω”, αφήνουν και εκτός την υποχρέωση να προστατέψουν περιουσίες. Θα μείνουν άνθρωποι πίσω για να σώσουν τις περιουσίες τους. Εκεί υπάρχουν τα θύματα. Ωραίο να εκκενώνεις ένα χωριό, αλλά δεν πέρασε ένα πυροσβεστικό από τον Μυλοπόταμο που είναι κεντρικό χωριό. Οχι ότι τα παιδιά της πυροσβεστικής δεν ήθελαν, αλλά δεν είχαν τη δύναμη. Οι επίγειες δυνάμεις υπερέβαλαν εαυτούς, γι’ αυτό και τους αποκαλούμε δικαίως ήρωες. Οταν εκκενώνεις όμως, στέλνεις τα μέσα για την κατάσβεση. Δεν εκκενώνεις έτσι μέχρι να σταματήσει στη θάλασσα. Οσοι είχαν καθαρισμένα τα οικόπεδά τους βοήθησαν να μην εξαπλωθεί η πυρκαγιά. Να μιλήσουμε για την προσωπική πολιτική ευθύνη, εννοείται, κάναμε ό,τι έπρεπε, γιατί όμως μας αφήσατε, ρε παιδιά, στο έλεος του Θεού; Ηταν καθαρά λάθος εκτιμήσεις της πολιτικής προστασίας. Οχι της πυροσβεστικής που παίρνει εντολή να φύγουν τα εναέρια σε άλλη φωτιά. Το θέμα είναι ότι το συντονιστικό έπαιρνε λάθος αποφάσεις διαρκώς».
«Το 112 μάς έστελνε σε περιοχές που καίγονταν»
Σε Χίο, Πάτρα και Κύθηρα το 112 έστελνε με συνεχόμενα μηνύματα τον πληθυσμό που καλούσε να εκκενώσει μέσα από φλεγόμενες περιοχές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα Λιμνιά της βόρειας Χίου, όπου η φωτιά σταμάτησε στη θάλασσα.
Το απόλυτο χάος περιγράφει στο Documento η Αριέττα Νταούτη, κάτοικος του νησιού: «Οπου γυρνούσε το μάτι σου υπήρχε φωτιά και έκαιγε τα πάντα. Μας έρχονταν συνεχώς μηνύματα να εκκενώσουμε περιοχές και μας έστελναν σε περιοχές που θεωρητικά είχαμε οδηγίες να εκκενώσουμε νωρίτερα. Από μια στιγμή και μετά δημιουργήθηκε μεγάλη σύγχυση. Παίρναμε ο ένας τον άλλο να ρωτήσουμε ποιον περιφερειακό δρόμο λέει το 112. Εστειλε πολύ κόσμο προς τα Λιμνιά, τα οποία ύστερα από λίγες ώρες κάηκαν έως τη θάλασσα. Επενέβησαν το λιμενικό και ιδιώτες για να φύγει ο κόσμος».
Την πλήρη ανοργανωσιά και την απουσία σχεδίου από την πολιτική προστασία της Χίου καταγγέλλει ο Σωτήρης Θεοδώρου, ιδιοκτήτης μαγαζιού εστίασης στα Λιμνιά, το οποίο από τύχη δεν κάηκε: «Το 112 είναι μια γελοιότητα που μαζί με την πολιτική προστασία του δήμου μάς έλεγε να εκκενώσουμε προς άλλα μέρη που ήδη καίγονταν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό που έγινε στα Λιμνιά, όπου έχω το μαγαζί μου. Βγήκε το 112 και η αστυνομία με την πολιτική προστασία φώναζαν πηγαίνετε προς τον Μάναγρο. Την ώρα που τους έστελναν προς Μάναγρο, πήγαν να καούν όλοι γιατί υπήρχε φωτιά ήδη εκεί. Ούτε χάρτες ούτε σχέδιο, η πολιτική προστασία με το απόλυτο τίποτα ανέβηκε στη βορειοδυτική Χίο. Θα μπορούσαν να είχαν καεί άνθρωποι από εγκληματική αμέλεια».
«Αποφασίσαμε να μην εκκενώσουμε»
Ιδιο ήταν και το σκηνικό και στην Πάτρα, όπου η φωτιά έφτασε στον αστικό ιστό του δήμου. Ο Αναστάσιος Αρβανίτης, κάτοικος του οικισμού Δραγώλενα και πρώην γραμματέας του Πολιτιστικού Συλλόγου Μπάλα, περιγράφει το αλαλούμ με το 112 και πώς, αφού απομακρύνθηκαν ηλικιωμένοι και παιδιά, οι οργανωμένες εθελοντικές ομάδες της περιοχής, με λιγοστούς πυροσβέστες έδωσαν μάχη με τις φλόγες: «Αυτό που δείχνει την ανυπαρξία του κράτους είναι ότι το 112 έστελνε τον κόσμο από τη Βούντενη για Πάτρα μέσα από τον δρόμο των Συχαινών, τα οποία καίγονταν. Εμείς ως σύλλογος πήραμε την πρωτοβουλία να καθοδηγήσουμε τον κόσμο να πάει Βελβίτσι κάνοντας τον κύκλο για να αποφύγει τη φωτιά. Παρ’ όλα αυτά, οι αστυνομικοί οδηγούσαν τον κόσμο στον άλλο δρόμο. Αν το 112 λειτουργούσε σοβαρά, οργανωμένα και ξέραμε ότι θα μένει κάποιος πίσω στην κατάσβεση, θα φεύγαμε. Αλλά όταν μας λένε να εκκενώσουμε χωρίς καν να έχει έρθει πυροσβεστικό όχημα και να τα αφήσουν όλα έτσι, όχι, δεν μπορούμε. Το πρώτο όχημα ήρθε μια ώρα μετά το 112, αποφασίσαμε μια ομάδα κατοίκων να πάμε στην πλατεία του χωριού και να μην εκκενώσουμε, γιατί φαινόταν ότι με ένα πυροσβεστικό δεν θα σωζόταν το χωριό σε καμία περίπτωση».
Η εκκένωση προς την παραλία του Λιμνιώνα στα Κύθηρα οδήγησε σε… αδιέξοδο τους πολίτες, όπως επισημαίνει στο Documento o Νικόλαος Μαγουλάς, ανεξάρτητος δημοτικός σύμβουλος και κάτοικος Μυλοποτάμου: «Το 112 λειτούργησε μόνο για να φύγει ο κόσμος και τους κατηύθυναν στην παραλία του Λιμνιώνα, ο οποίος δεν έχει καν λιμενοβραχίονα για να επιβιβαστούν σε ταχύπλοο. Το 112 άργησε να στείλει σήμα και να εκκενώσουν προς άλλη κατεύθυνση προς την ενδοχώρα. Τους έστειλε στο αδιέξοδο. Οι μεγάλοι άνθρωποι δεν μπορούσαν να επιβιβαστούν όταν το κοντινότερο ταχύπλοο έφτανε στο ενάμισι μέτρο βάθος. Δεν υπήρχε καμία οργάνωση για να σταματήσει την πυρκαγιά στο χωριό μας, τον Μυλοπόταμο. Κάηκαν όλοι οι Αραιοί και ό,τι είχε μείνει από το 2017 ή είχε βλαστήσει πάλι. Το 2017 οι άνθρωποι τη σταμάτησαν μαζί με την πυροσβεστική. Τώρα τους αφαίρεσαν το δικαίωμα και τους οδήγησαν στον Λιμνιώνα αφήνοντας το χωριό απροστάτευτο».
Την αγωνία της για όσα άφησε πίσω που από τύχη δεν κάηκαν περιγράφει η Αννα Λειβαδίτου, συνταξιούχος και κάτοικος στον οικισμό Δημουλάκι της Κερατέας: «Ηταν μια κόλαση ζέστης και πυκνού καπνού. Κλείδωσα, έβρεξα και έφυγα επειδή μου φώναξε μια γειτόνισσα. Υπήρχε ένας μεγάλος πανικός με τα συνεχόμενα 112. Δεν μπορούσα να φύγω έτσι. Υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι που κοιμούνται σε συγγενείς γιατί κάηκαν τα σπίτια τους. Μένεις γιατί ελπίζεις να σώσεις τους κόπους μιας ζωής. Επειτα από εμάς κάηκαν άλλοι πέντε οικισμοί».
Η άνιση μάχη με τις φλόγες και το «μετά»
Ο απολογισμός είναι τραγικός. Κατοικίες, βοσκοτόπια και ζωικό κεφάλαιο κάηκαν ολοσχερώς και δεν «ξαναχτίζονται» ή φτιάχνονται όπως επιμένει η κυβέρνηση. «Αυτά που έχουν εξαγγελθεί μέχρι στιγμής είναι γελοιότητες» λέει ο Σ. Θεοδώρου από τη Χίο και συνεχίζει: «Για εμάς τους επαγγελματίες της εστίασης ανακοίνωσαν ενισχύσεις για το 70% των πραγμάτων που μας έχουν καεί. Δεν προβλέπει ούτε πώς θα ζήσουν τον χειμώνα ούτε πώς θα αποζημιωθούμε για τη σεζόν που χάσαμε, έστω με βάση τους τζίρους που είχαμε πέρυσι. Να πάρουμε έστω αυτά. Ούτε να πληρώσουμε ενοίκια ούτε προμηθευτές».
Μεγάλο πλήγμα έχει δεχτεί η κτηνοτροφία της Χίου, που είναι κυρίως ελευθέρας βοσκής, όπως εξηγεί η Αρ. Νταούτη, νομική σύμβουλος του Συλλόγου Ποιμένων Χίου: «Εχουμε χάσει μεγάλο ζωικό κεφάλαιο σύμφωνα με την καταγραφή του Συλλόγου Ποιμένων Χίου. Οι φωτιές της 21ης Ιουνίου και της 12ης Αυγούστου κατέστρεψαν πολλά βοσκοτόπια και ποιμνιοστάσια. Χρειαζόμαστε εκτάσεις. Χωρίς αυτές τα ζώα έχουν διπλάσια ανάγκη για ζωοτροφές από ό,τι είχαν πριν από την καταστροφή. Αυτό το κόστος δεν μπορούν να το καλύψουν μόνοι τους οι κτηνοτρόφοι. Είναι καθήκον σε ένα κοινωνικό κράτος να βοηθηθούν οι άνθρωποι που έχουν τεράστια ανάγκη. Περίπου 7.000-8.000 ζώα και παραπάνω έμειναν χωρίς εκτάσεις. Ο κλάδος εκπέμπει SOS για την ύπαρξή του».
Εμειναν πίσω και έσωσαν ό,τι μπορούσαν
Μάχη υπέρ βωμών και εστιών έδωσαν όσοι έμειναν πίσω. Οργανωμένα, μαζί με την πυροσβεστική, σταμάτησαν τις πύρινες φλόγες λίγο προτού καταστρέψουν τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής.
Τις κρίσιμες ώρες που έζησε στον Μυλοπόταμο περιγράφει ο Ν. Μαγουλάς: «Η φωτιά είχε ξεκινήσει στα Αρωνιάδικα και ο Μυλοπόταμος απέχει σε ευθεία γραμμή περίπου επτά με δέκα χιλιόμετρα. Δεν φανταστήκαμε ότι η φωτιά θα έφτανε τόσο κάτω. Δεν μας επιτράπηκε από την ΕΛΑΣ να μπούμε στο χωριό. Επικαλέστηκα την ιδιότητά μου και μας είπαν πως έχει αποκλειστεί η περιοχή. Υστερα από φασαρία πέρασα με άλλα τρία άτομα, ήμασταν οι πρώτοι που μπήκαν στο χωριό. Εχουν καεί σπίτια, περίπου 14 μέτρησαν τα κλιμάκια, ενώ κάηκε και η μεγάλη σχολή του Μυλοποτάμου. Πρώτη φορά στα χρονικά του νησιού περνάει μέσα από χωριό. Δεν υπήρχαν καν αντιπυρικές ζώνες, παρόλο που έχουν ξοδευτεί ένα σωρό χρήματα. Σβήσαμε φωτιές σε σπίτια που αν δεν ήμασταν θα είχαν καεί. Πυροσβεστικό δεν ήρθε ποτέ στο χωριό.
Στο δεύτερο μπλόκο που βρήκαμε πηγαίνοντας στον Μυλοπόταμο είδαμε ένα πυροσβεστικό που έφευγε. Ολα αυτά έγιναν στις 18.00-18.30, τα εναέρια είχαν σταματήσει από τις 15.00. Αν συνέχιζαν, η φωτιά δεν θα έφτανε μέχρι τον Μυλοπόταμο. Στον Δρυμώνα σταμάτησε από τους εθελοντές και βοήθησαν τα εναέρια». Συγκλονιστική ήταν και η προσπάθεια των κατοίκων στην περιοχή Μπάλα στην Πάτρα, όπως την αφηγείται ο Αν. Αρβανίτης: «Με κουβάδες και αγροτικά μηχανήματα μπήκαμε στις αυλές, κάναμε αλυσίδα και όσοι δεν μπορούσαν να μπουν μπροστά βοηθούσαν δίνοντας νερά και σκάβοντας. Η αστυνομία προσπάθησε να μας σταματήσει στην αρχή, αλλά εν συνεχεία βοήθησε να φύγουν οι υπέργηροι και όσοι δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν. Τους είπαμε πως εμείς δεν φεύγουμε. Το δικό μου σπίτι σώθηκε γιατί στα δέκα μέτρα σταμάτησε η φωτιά. Από σωστό τάιμινγκ την έσβησε το Canadair. Αν ακούγαμε το 112, δεν θα καιγόταν μόνο η Βούντενη ή η Δραγώλενα αλλά όλα τα χωριά».











