Ο Τζον Πολ Γκίλχουλεϊ ήταν 10 ετών. Ένα πιτσιρίκι που λάτρευε το ποδόσφαιρο, μουρμούριζε επί μέρες τους γονείς του να ψάξουν τρόπο να αγοράσουν εισιτήρια για να είναι παρόντες στον ημιτελικό της αγαπημένης του Λίβερπουλ με τη Νότιγχαμ. Έκανε σαν τρελός όταν κάποιοι συγγενείς του εμφανίστηκαν στο σπίτι του με τα… μαγικά χαρτάκια. Θα ήταν και αυτός στο γήπεδο για να τραγουδήσει και να ενθαρρύνει τους «κόκκινους» στην προσπάθεια για πρόκριση στον τελικό του κυπέλλου Αγγλίας.

Ο 50χρονος Ρέιμοντ Τόμας Τσάπμαν ήταν παντρεμένος και είχε δύο παιδιά. Αυτόν, τον μουρμούριζε η γυναίκα του που θα ξόδευε πάλι χρήματα για ένα εισιτήριο για να είναι κοντά στη Λίβερπουλ. «Έφαγε» τον κόσμο και τελικά εξασφάλισε το πολυπόθητο εισιτήριο μόλις λίγες ώρες πριν από την αναμέτρηση όταν ένας κολλητός του αποφάσισε να μην πάει στο γήπεδο.

Το νεότερο και το μεγαλύτερο σε ηλικία θύμα της τραγωδίας που συντάραξε το αγγλικό ποδόσφαιρο. Αυτοί και άλλοι 94 άνθρωποι που βρήκαν τραγικό θάνατο, που κατηγορήθηκαν ως μεθύστακες χούλιγκαν, ακόμη και από την ίδια την πρωθυπουργό της χώρας, που βρέθηκαν στο στόχαστρο μιας από τις πιο βρώμικες ιστορίες στην ιστορία της δημοσιογραφίας.

Αυτό που συνέβη στο Χίλσμπορο ήταν κάτι περισσότερο από μια ποδοσφαιρική τραγωδία, είχε προεκτάσεις σε πολλές πτυχές της βρετανικής κοινωνίας.

Αριθμός νεκρών: 96. Αριθμός τραυματιών: 766.

Το χρονικό

Η προσέλευση των οπαδών της Λίβερπουλ ήταν πολύ μεγάλη. Τεράστιες ουρές στις θύρες του γηπέδου, η ώρα για τη σέντρα πλησίαζε και κάποιοι για να μην χάσουν ούτε λεπτό προσπαθούσαν να «εισβάλλουν» από λάθος εισόδους παρά το γεγονός ότι είχαν εισιτήρια για άλλες θύρες. Περίπου 5.000 άνθρωποι ήταν συνωστισμένοι έξω από το γήπεδο πέντε λεπτά πριν από την καθορισμένη ώρα για τη σέντρα.

Η αστυνομία ζητά να καθυστερήσει η σέντρα για λόγους ασφαλείας. Το αίτημα δεν γίνεται αποδεκτό. Για να αποφευχθούν οι τραυματισμοί στο πλήθος που περίμενε να μπει, αποφασίστηκε να ανοίξουν τρεις πύλες του γηπέδου. Μαζί με αυτούς που είχαν εισιτήρια, μπαίνουν στο γήπεδο και αρκετοί υπεράριθμοι. Αυτοί που είναι πίσω ωθούν τους μπροστινούς στα κάγκελα.

hillsborough-tragodia

Οι κερκίδες είναι ήδη ασφυκτικά γεμάτες. Πίσω από αυτές υπάρχει μόνο ένα μικρό τούνελ που οδηγεί προς την έξοδο. Όταν οι υπεύθυνοι της αστυνομίας θα αντιληφθούν το έγκλημα που έχουν διαπράξει θα είναι πια αργά. Το παιχνίδι έχει αρχίσει κανονικά στις 15:00, στις 15:06 διακόπτεται. 94 άνθρωποι νεκροί μέσα στο γήπεδο, 766 τραυματίες, ένας θα αφήσει την τελευταία πνοή του λίγο αργότερα στο νοσοκομείο και άλλος ένας θα μείνει τέσσερα χρόνια σε κώμα πριν ξεψυχήσει.

«Άρχισε το στρίμωγμα… Δεν έγινε ξαφνικά… Ήταν περισσότερο σαν μια μέγγενη που σφίγγει όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερο. Γύρισα τον Άνταμ προς το μέρος μου. Ήταν φανερό ότι πνιγόταν. Ενάμισι-δυο μέτρα μακριά μας βρισκόταν ένας αστυνομικός. Άρχισα να τον εκλιπαρώ να ανοίξει τη θύρα. Ούρλιαζα. Ο Άνταμ είχε λιποθυμήσει και εγώ φώναζα ΄Το αγοράκι μου πεθαίνει’ και τον παρακαλούσα να με βοηθήσει κι εκείνος δεν έκανε τίποτα. Άρπαξα τον Άνταμ από τα πέτα και προσπάθησα να τον περάσω πάνω απ’ το κιγκλίδωμα. Είχε ύψος γύρω στα τρία μέτρα με κάγκελα λυγισμένα προς το μέρος μας. Δεν μπόρεσα να τον σηκώσω. Άρχισα να κοπανάω τα κάγκελα μπας και ρίξω τον κιγκλίδωμα. Αν ο αστυνομικός είχε ανοίξει τη θύρα από την αρχή, όταν τον εκλιπαρούσα να την ανοίξει, ξέρω ότι θα είχα καταφέρει να βγάλω τον Άνταμ έξω. Το ξέρω διότι ήμουν εκεί» ήταν η δραματική μαρτυρία του Έντι Σπίριτ, ο οποίος είδε τον γιο του να αφήνει μπροστά του την τελευταία πνοή του.

Η Θάτσερ και οι μεθύστακες χούλιγκανς

margaret-thatcher

«Θα κάνουμε όλοι ένα μεγάλο πάρτι, όταν η Μάγκι πεθάνει». Η «σιδηρά κυρία» μπορεί να κήρυξε τον πόλεμο στον χουλιγκανισμό, αλλά υιοθέτησε τα φριχτά ψέματα που ειπώθηκαν για τους νεκρούς οπαδούς της Λίβερπουλ. Μια ημέρα μετά την τραγωδία η Θάτσερ βρέθηκε στο Χίλσμπορο. Έβγαλε τις… απαραίτητες αναμνηστικές φωτογραφίες μπροστά στις κερκίδες με τα αίματα να είναι ακόμα νωπά. Και στη συνέχεια στήθηκε για να μιλήσει στους δημοσιογράφους υιοθετώντας την ετυμηγορία της αστυνομίας. «Μεθυσμένοι χούλιγκαν της Λίβερπουλ προξένησαν την τραγωδία». Είναι ενδεικτικό το σκίτσο που είχε κυκλοφορήσει με τη Θάτσερ να προσπαθεί να… θάψει τους νεκρούς του Χίλσμπορο με τη βοήθεια των αστυνομικών.

O τότε υπουργός Εσωτερικών Χαρντ ζήτησε από την Θάτσερ την παραίτηση του αρχηγού της αστυνομίας που ήταν υπεύθυνος για την αγώνα. «Το μέγεθος της καταστροφής και το ποσοστό ευθύνης που επιρρίπτει η αναφορά στην αστυνομία, απαιτεί αυτήν την παραίτηση. Αν το περιεχόμενο της αναφοράς βγει προς τα έξω, θα ενθαρρύνει βίαιη συμπεριφορά των οπαδών προς τους αστυνομικούς και οι οπαδοί της Λίβερπουλ θα αισθανθούν δικαιωμένοι» λέει στην αναφορά του, την οποία η τότε πρωθυπουργός απέρριψε. «Τί εννοούμε όταν λέμε να “χαιρετίσουμε την γενική κατεύθυνση της αναφοράς”; Η γενική κατεύθυνση είναι μια καταστροφική κριτική της αστυνομίας. Είναι αυτό ευπρόσδεκτο για μας;».

Η Θάτσερ ήταν αυτή που είχε ήδη δρομολογήσει, δηλώνοντας την απόλυτη στήριξή της στην σχετική απόφαση της Eυρωπαϊκής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, τον αποκλεισμό των αγγλικών ομάδων από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις από την τραγωδία του Χέιζελ, τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Στο Χίλσμπορο δεν έγιναν επεισόδια, αλλά ο «θατσερισμός» επιβλήθηκε. Στα γήπεδα ξηλώθηκαν οι εξέδρες ορθίων, καθιερώθηκαν τα κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης, υπήρξε η ιδέα για ονομαστικά εισιτήρια και κυνηγήθηκαν οι ταραξίες. Συζητήθηκε ακόμα και το ενδεχόμενο κατάργησης του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Η πρωθυπουργός εισηγήθηκε ακόμα και την τοποθέτηση ηλεκτροφόρων συρμάτων!

«Η Θάτσερ σκότωσε το ποδόσφαιρο. Καμιά αμφιβολία επ’ αυτού. Από τότε που η Θάτσερ σταμάτησε να πληρώνει δασκάλους και γυμναστές να μένουν στο σχολείο πέρα από τις κανονικές ώρες λειτουργίας του, για να κάνουν τα παιδιά προπονήσεις, ο αριθμός των ταλέντων που βγάζουμε έχει πέσει στο μισό.

Το ποδόσφαιρο είναι άθλημα της μεσαίας τάξης σε αυτήν τη χώρα, και σήμερα μόνο στα πλούσια ιδιωτικά σχολεία μπορούν τα παιδιά να ασχοληθούν πιο σοβαρά με τον αθλητισμό.

Τα παιδιά όμως που πηγαίνουν σε αυτά τα σχολεία κατά κανόνα προτιμούν το ράγκμπι. Στους συλλόγους γίνεται σημαντική δουλειά, όμως έχω την αίσθηση ότι αυτή η χώρα παράγει μόνο τα μισά ταλέντα από αυτά που θα μπορούσε να παράγει αν το κράτος δεν είχε σκοτώσει το άθλημα επί Θάτσερ» θα σχολιάσει ο Σαμ Άλαρνταϊς.

Οπαδοί της Λίβερπουλ δεκαετίες μετά σήκωναν πανό στο «Άνφιλντ» ζητώντας να λάμψει η αλήθεια πριν πεθάνει η «σιδηρά κυρία», η οποία είχε δαιμονοποιήσει το ποδόσφαιρο και τους οπαδούς, θεωρώντας ότι εκπροσωπούν οτιδήποτε μη αποδεκτό από την κοινωνία.

To πόρισμα της αστυνομίας: «Φταίνε οι οπαδοί»

Λίγη ώρα μετά την τραγωδία, η αστυνομία, σε συνεννόηση με την κυβέρνηση και την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Αγγλίας, αποδίδει ευθύνες. Μεθυσμένοι, αργοπορημένοι και χωρίς εισιτήριο οπαδοί της Λίβερπουλ έσπασαν την «Gate C» για να μπουν με κάθε τρόπο στο γήπεδο. Οι κασέτες του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης που κατέγραψαν τα πάντα στα κρίσιμα λεπτά εξαφανίζονται. Δεν έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα. Ο πρόεδρος της UEFA, Ζακ Ζορζ, χαρακτηρίζει τους οπαδούς της Λίβερπουλ «άγρια θηρία».

Ο ιατροδικαστής Στέφαν Πόπερ αποφασίζει ότι δεν θα δεχτεί στοιχεία που αφορούν γεγονότα μετά τις 15:15, θεωρώντας ότι τα θύματα ήταν νεκρά μέχρι εκείνη την ώρα. Υπήρξαν, ωστόσο, καταγγελίες συγγενών, οι οποίοι επικαλέστηκαν μαρτυρίες νοσηλευτικού προσωπικού ότι μέχρι τις 16:00 υπήρχαν άνθρωποι ζωντανοί, οι οποίοι αναζητούσαν τους δικούς τους. Ο Πόπερ συμπεραίνει ότι επρόκειτο για θανάτους από δυστύχημα, ενώ οι οικογένειες αρνήθηκαν να υπογράψουν τα πιστοποιητικά θανάτου.

Τον Αύγουστο του 1989, ο δικαστής Λόρδος Τέιλορ εκδίδει το πρώτο του πόρισμα, το περίφημο «Taylor Report». Επιρρίπτει εξ’ ολοκλήρου τις ευθύνες στην Αστυνομία, τον Δήμο του Σέφιλντ, την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία και τη Σέφιλντ Γουένσντεϊ. Απορρίπτει τις κατηγορίες περί μεθυσμένων οπαδών της Λίβερπουλ και σημειώνει ότι οι επιζήσαντες προσπάθησαν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν τα θύματα.

Τον Μάιο του 1997, όταν πια οι Εργατικοί είναι στην εξουσία, η κυβέρνηση υπόσχεται ότι θα ανοίξει ξανά ο φάκελος της τραγωδίας δημιουργώντας (ψεύτικες, όπως αποδείχθηκε) ελπίδες στους συγγενείς για δικαίωση. Τελικά τα στοιχεία δεν είναι επαρκή για να ερευνηθεί εκ νέου η υπόθεση.

Τον Σεπτέμβριο του 2012, ανεξάρτητη επιτροπή δίνει στη δημοσιότητα το δικό της πόρισμα, το οποίο προκαλεί σοκ. Για περίπου δύο χρόνια εξέτασε περισσότερα από 400.000 έγγραφα… Ως βασική αιτία της τραγωδίας αναφέρεται η έλλειψη αστυνομικού ελέγχου. Σημειώνεται ότι μέχρι και 41 από τα 96 θύματα θα μπορούσαν να είχαν σωθεί αν υπήρχε ο κατάλληλος συντονισμός μεταξύ των αρμοδίων. Τονίζεται, ότι περισσότερες από 164 καταθέσεις μαρτύρων αλλοιώθηκαν και 116 καταθέσεις κατά της Αστυνομίας του Ν. Γιορκσάιρ εξαφανίστηκαν εντελώς. Κι, επίσης, αποκαλύπτεται ότι βουλευτές όπως ο Συντηρητικός Ιρβάιν Πάτνικ συμμετείχαν σε συστηματική διαδικασία παραπληροφόρησης, διοχετεύοντας αναληθείς πληροφορίες προς τον Τύπο.

Την ίδια μέρα στη Βουλή των Κοινοτήτων, ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον απολογείται στις οικογένειες των θυμάτων «για τη διπλή αδικία που υπέστησαν εδώ και 23 χρόνια, πρώτα την αποτυχία του Κράτους να προστατεύσει τους αγαπημένους της και αργότερα την τόσο μεγάλη αναμονή για να φτάσουν στην αλήθεια». Συγγνώμη ζήτησε την ίδια μέρα και ο τότε διευθυντής της «Sun» Κέλβιν ΜακΚένζι, την οποία όμως δεν αποδέχτηκαν οι συγγενείς των θυμάτων…

Η «αλήθεια» της «SUN»

Στις 19 Απριλίου 1989 η εφημερίδα «SUN» κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο τίτλο «Η αλήθεια».

«Ορισμένοι οπαδοί έκλεψαν τους νεκρούς

Ορισμένοι οπαδοί ουρούσαν τους γενναίους αστυνομικούς.

Ορισμένοι οπαδοί κλωτσούσαν τους διασώστες ενώ έδιναν το φιλί της ζωής».

Αυτή ήταν η… αλήθεια της σκανδαλοθηρικής εφημερίδας. Φρίκη και απέχθεια. Συγγενείς θυμάτων έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αντικρούσουν το άρθρο. Έδιναν ακόμα και δείγματα αίματος των νεκρών, ακόμα και των παιδιών, για να αποδειχθεί ότι δεν είχαν καταναλώσει αλκοόλ.

Αργότερα έγινε γνωστό ότι ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας, Κέλβιν Μακένζι, είχε σκεφτεί να βάλει τίτλο στο πρωτοσέλιδο «Καθάρματα!».

Χρειάστηκε να περάσουν 23 χρόνια για να παραδεχθεί η εφημερίδα ότι η «αλήθεια» της όταν ακόμα ήταν νωπό το αίμα των νεκρών ήταν ένα ψέμα. «Πριν από 23 χρόνια, η εφημερίδα SUN έκανε ένα τεράστιο λάθος. Δημοσιεύσαμε ένα αναληθές και προσβλητικό άρθρο σχετικά με τα γεγονότα στο Χίλσμπορο. Ισχυριστήκαμε πως είπαμε την αλήθεια ενώ δεν ήταν.

Η ανεξάρτητη επιτροπή για το Χίλσμπορο εξακρίβωσε πλέον πραγματικά τι έγινε εκείνη την ημέρα. Είναι μια φρικτή ιστορία, στο κέντρο της οποίας βρίσκονται οι προσπάθειες της αστυνομίας να συκοφαντήσει τους οπαδούς της Λίβερπουλ.

Είναι μια εκδοχή των γεγονότων που πριν από 23 χρόνια η Sun ακολούθησε, κάτι που μας κάνει να ντρεπόμαστε βαθύτατα και να ζητάμε ταπεινά συγγνώμη.

Η μαρτυρία του Κένι Νταλγκλίς

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ, μα ποτέ την 15η Απριλίου του 1989. Δεν μπορώ ούτε καν να σκέφτομαι το όνομα Χίλσμπορο και να μην μου έρχονται στο μυαλό αυτές οι τραγικές εικόνες. Μου ήταν δύσκολο να γράψω για το Χίλσμπορο, για τα τραγικά λάθη των αρχών, τόσο των αστυνομικών αλλά και ποδοσφαιρικών, που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 96 οπαδών μας. Οι μνήμες θα είναι εκεί και το υπόλοιπο της ζωής μου. Λίγα χρόνια αργότερα και αφού είχα φύγει από την Λίβερπουλ, μου έγινε πρόταση για να αναλάβω την Σέφιλντ Γιουνάιτεντ αλλά αρνήθηκα για τα όσα έγιναν τότε στο γήπεδο της. Αυτός που μου πρόσφερε την δουλειά μου είπε: “Δεν το σκέφτηκα αυτό”. Μου ήταν δύσκολο να ξαναβρεθώ σε εκείνο το γήπεδο, πόσο μάλιστα για να δουλέψω σαν προπονητής.

Την προηγούμενη χρονιά, η Λίβερπουλ έπαιξε στο ίδιο γήπεδο για τα ημιτελικά του FA Cup και πάλι με την Νότιγχαμ Φόρεστ και δεν συνέβηκε το παραμικρό. Οι οπαδοί πήγαιναν οργανωμένα και συνοδευόμενοι από αστυνομικούς στο γήπεδο και ήταν υποχρεωμένοι να δείξουν το εισιτήριο τους 500 γιάρδες μακριά από την είσοδο. Αυτό δεν έγινε στις 15 Απριλίου του 1989. Αν επαναλαμβάνονταν τα ίδια μέτρα ασφαλείας, τότε αυτοί οι 96 οπαδοί ίσως να ήταν ζωντανοί σήμερα και δεν θα υπήρχαν συγγενείς στο Mέρσεϊσαϊντ που θα ζούσαν με την ανάμνηση των αγαπημένων τους… Βγήκαμε στον αγωνιστικό χώρο, οι παίχτες έκαναν το καθιερωμένο ζέσταμα και εγώ κάθισα στον πάγκο και περίμενα την έναρξη του παιχνιδιού. Δεν αντιλήφθηκα κανένα πρόβλημα. Ξαφνικά, ένας αστυνομικός έτρεξε μέσα στον αγωνιστικό χώρο και κάτι είπε στον διαιτητή, Ρέι Λιούις, ο οποίος διέκοψε αμέσως το παιχνίδι. Ο Λιούις έστειλε τους παίχτες στα αποδυτήρια και μας είπε να περιμένουμε ενημέρωση. Κανείς δεν είχε καταλάβει το μέγεθος της καταστροφής, ούτε καλά-καλά τι είχε συμβεί.

Έδωσα εντολή στους παίχτες μου να μείνουν στα αποδυτήρια και βγήκα στην φυσούνα. Εκεί υπήρχαν και μερικοί φίλαθλοι. Μου φώναξαν: “Κένι, Κένι, κόσμος πεθαίνει εκεί έξω”. Τα νέα του τρόμου άρχισαν να γίνονται γνωστά. Αυτοί που βρίσκονταν στο τόπο της τραγωδίας άρχισαν να “απλώνουν” τα τραγικά νέα και στο υπόλοιπο γήπεδο. Όπως κάθε άνθρωπος, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να ελέγξω αν τα μέλη της οικογένειας μου ήταν εντάξει. Έτρεξα στην Μαρίνα και την Κέλι, που βρίσκονταν στα επίσημα θεωρία. Ο γιος μου, Πολ, δεν ήταν μαζί τους. Όπως συνήθιζε, πήγαινε στο γήπεδο παρέα με τον γιο του Ρόι Έβανς, τον Στέφεν, και ακόμα ένα φίλο του, τον Αλαν Μπράουν. Πήγα εκεί έξω για να τον βρω. Σκεφτείτε την ανακούφιση μου να τον δω να διασχίζει το γήπεδο και να τρέχει προς το μέρος μου. Θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται στη “Leppings Lane end”, αφού έπρεπε να την διασχίσει για να πάει στην κερκίδα που αντιστοιχούσε στο εισιτήριο του.

Αν δεν ερχόταν γρήγορα στο γήπεδο, θα μπορούσε να βρεθεί στον χώρο. Τον πήγα αμέσως στην Μαρίνα…Η αστυνομία ζήτησε από εμένα και τον Μπράιαν (προπονητή της Νότιγχαμ) να κάνουμε μια ανακοίνωση. Διασχίσαμε την κουζίνα του Χίλσμπορο, εκεί υπήρχε ένα ράδιο που μετέδιδε τα αποτελέσματα άλλων αγώνων. Ήταν πολύ περίεργο. Δεν είχαν καμία σημασία. Πήγαμε στην γωνία της “Leppings Lane end” και προσπαθήσαμε να στείλουμε ένα μήνυμα, το μικρόφωνο της αστυνομίας όμως δεν λειτουργούσε. Τότε, οι αστυνομικοί πρότειναν να πάμε στο δωμάτιο του DJ και να χρησιμοποιήσουμε την συσκευή ανακοινώσεων.

Έτρεξα στο δωμάτιο, ο Μπράιαν όμως όχι. Επέστρεψε πίσω. Δεν έκανε ποτέ την ανακοίνωση. Μόνο εγώ. Γιατί δεν ήρθε να μιλήσει στους οπαδούς; Δεν ξέρω. Ήταν δική του απόφαση. Δεν νομίζω να τον είχα ξαναδεί εκείνη τη μέρα. Η Φόρεστ έφυγε πολύ γρήγορα από το γήπεδο. Είπα στους οπαδούς να παραμείνουν ψύχραιμοι. Τους είπα πως ο τρόπος που αντέδρασαν ήταν εξαιρετικός και η βοήθεια που έδιναν στα θύματα ήταν φανταστική. “Σας παρακαλώ, μείνετε ψύχραιμοι”, συνέχιζα να λέω. Και πράγματι, οι περισσότεροι έμειναν ψύχραιμοι. Την ίδια ώρα που οι δικοί μας οπαδοί πέθαιναν, συνειδητοποίησα ότι οι οπαδοί της Φόρεστ συμπεριφέρονταν άψογα. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Μερικοί οπαδοί της Λίβερπουλ έτρεξαν προς την κερκίδα της Φόρεστ, κάποιοι εκ των οποίων με “άγριες” διαθέσεις. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως οπαδοί της Φόρεστ πήγαν στην αντίπαλη εξέδρα για να δημιουργήσουν επεισόδια και οι δικοί μας έκαναν αντίποινα. Πολλοί σκέφτηκαν το ίδιο πράγμα.

Όταν ο κόσμος κατάλαβε τι πραγματικά συνέβηκε, άλλαξε και η συμπεριφορά όσων έτρεχαν προς την εξέδρα της Φόρεστ για “εκδίκηση”. Θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερα τα πράγματα εάν οι οπαδοί της Φόρεστ αντιδρούσαν. Η καταστροφή ήταν ήδη μεγάλη αλλά μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερη αν καταλάβαιναν ότι πήγαιναν προς το μέρος τους για να τους επιτεθούν. Προς τιμή τους, οι οπαδοί της Φόρεστ έδειξαν αυτοσυγκράτηση. Για τον τρόπο που αντέδρασαν τότε στο Χιλσμπορο, θα είναι για πάντα στην καρδιά μου. Πολύ σύντομα έγινε γνωστό το μέγεθος της τραγωδίας. Ο κόσμος έσπαζε της διαφημιστικές ταμπέλες για να τις χρησιμοποιήσει σαν φορεία και να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους και να τους μεταφέρουν στον αγωνιστικό χώρο. Οι αστυνομικοί και οι υπεύθυνοι ασφαλείας δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά πράγματα. Ήταν στην λάθος μεριά του φράκτη. Ήταν απαίσιο να σκέφτεσαι για πόση ώρα επικρατούσε ο καταστροφικός πανικός. Ήταν απίστευτα καταθλιπτικό όταν συνειδητοποίησα πως κατά τη διάρκεια των έξι λεπτών που οι ποδοσφαιριστές έπαιζαν μπάλα, οι οπαδοί της Λίβερπουλ άρχισαν ήδη να πεθαίνουν. Η αρχή του κακού έγινε πολύ νωρίτερα από ότι κάποιοι νόμιζαν… Όταν τη Δευτέρα πήγαμε στο νοσοκομείο, ένας οπαδός είπε στον Big Al “Πότε θα επιστρέψεις στην αγωνιστική δράση;”.

Ο Big Al είχε ξεκινήσει το παιχνίδι. Αυτό σήμαινε πως ο συγκεκριμένος οπαδός είτε έφτασε αργά στο γήπεδο ή ήταν ήδη στο επίκεντρο της καταστροφή πριν από την έναρξη του αγώνα. Αν ερχόταν αργά στο γήπεδο δεν θα βρισκόταν στις μπροστινές θέσεις, υποθέσαμε, άρα ήρθε από νωρίς. Βγήκαμε στο γήπεδο στις 14.55 και το παιχνίδι σταμάτησε στις 15.06 και δεν ήξερε πως ο Big Al αγωνιζόταν. Η καταστροφή άρχισε πριν τις 2.55.Το παιχνίδι αναβλήθηκε οριστικά στις 3.30… Την επόμενη μέρα κόσμος άρχισε να καταφθάνει στο Άνφιλντ. Ήθελαν απλά να απονείμουν φόρο τιμής και μερικά λουλούδια στην “Shankly Gates”. Ο Πίτερ Ρόμπισον επικοινώνησε με τους υπευθύνους του σταδίου και τους ζήτησε να ανοίξουν τις πύλες.

Ο Σύλλογος της Λίβερπουλ δεν ήθελε τους οπαδούς της να στέκονται έξω στους δρόμους. Περισσότεροι από τους συγγενείς ήθελαν να μιλήσουν για ποδόσφαιρο. Ήταν απίστευτο! Έλεγαν συνεχώς στους ποδοσφαιριστές: “Είσαστε τα ινδάλματα μας” Μια χήρα μου είπε: “Ο αγαπημένος του άντρα μου ήταν ο Στιβ Χαϊγουει”, “Μισό λεπτό”, της είπα και έτρεξα και φώναξα τον Στιβ. Ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της, ενώ βρήκε και το κουράγιο να κάνει χιούμορ. “Ο άντρας μου ήταν ένας σπαγκοραμμένος. Θα είναι χαρούμενος τώρα που θα σε παρακολουθεί από εκεί ψηλά χωρίς να πληρώνει” είπε στον Στιβ. Λίγο χιούμορ βοηθούσε και εμάς αλλά και τους ίδιους τους συγγενείς. Να μιλάμε για ποδόσφαιρο ήταν κάτι σαν ψυχοθεραπεία για αυτούς. Δίναμε δύναμη ο ένας στον άλλον…».

(Από την αυτοβιογραφία του Κένι Νταλγκλίς).

H δικαίωση 27 χρόνια μετά

Τον Απρίλιο του 2016, το δικαστήριο του Ουόρινγκτον, με απόφασή του δικαίωσε τις 96 αδικοχαμένες ψυχές. Χαρακτήρισε τα 96 θύματα «unlawfuly killed» (είναι ο νομικός όρος στη Μεγάλη Βρετανία για ανθρώπους που χάνουν τη ζωή τους χωρίς νομική δικαιολογία π.χ. ενώ προβαίνουν σε κάποια παράνομη πράξη).

Έπειτα από δύο χρόνια ακροάσεων προέκυψε ότι οι εγκληματικές ενέργειες της αστυνομίας που επέτρεψαν την αθρόα είσοδο των οπαδών της Λίβερπουλ στην κερκίδα «Λέπινγκς Λέιν» ήταν αυτές που αποτέλεσαν την αιτία της τραγωδίας.

Στη συγκεκριμένη απόφαση καταλυτικό ρόλο έπαιξαν οι 14 απαντήσεις των ενόρκων σχετικά με τις ευθύνες των Αστυνομικών Αρχών που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο των 96 αθώων ανθρώπων. Μάλιστα, όπως ακούστηκε, καμία συμπεριφορά των οπαδών δεν προκάλεσε το μοιραίο.

Παράλληλα, ευθύνες βαραίνουν και την ασφάλεια της Σέφιλντ Γουένσντεϊ σχετικά με τα μέτρα που θα έπρεπε να είχαν ληφθεί για την αναμέτρηση. Η απόφαση αυτή ήταν ένας ελάχιστος φόρο τιμής στη μνήμη των 96 που έχασαν τη ζωή τους και συνάμα δικαίωση για τις οικογένειες των θυμάτων που τόσα χρόνια διψούσαν για την απόδοση της δικαιοσύνης και για το άκουσμα της αλήθειας.

Οι οικογένειες των θυμάτων ξέσπασαν σε κλάματα και πανηγυρισμούς στο άκουσμα της απόφασης. Ο αγώνας τους για δικαίωση ήταν νικηφόρος και το «Justice for the 96», που τόσα χρόνια ζητούσαν, ήταν γεγονός.

Με την ανακοίνωση του δικαστηρίου, στο Twitter επώνυμοι και όχι μόνο, πρώην ποδοσφαιριστές όπως ο Γκάρι Λίνεκερ και ο Σταν Κόλιμορ εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για αυτή την ιστορική απόφαση. Συγγενείς των θυμάτων συγκλόνισαν τραγουδώντας έξω από το δικαστήριο «You’ll never walk alone»…

Ήταν πια η στιγμή της δικαίωσης. Ήταν η στιγμή που ψυχή του Τζον Πολ, του μικρού που ήταν ξάδερφος του Στίβεν Τζέραρντ, η ψυχή του Ρέιμοντ, οι ψυχές άλλων 94 ανθρώπων μπορούσαν πια να αναπαυθούν…

Ο 97ος νεκρός

Στις 26 Φεβρουαρίου 2011 ο Στίβεν Γουίτλ έπεσε στις ράγες του τρένου. Έβαλε τέλος στη ζωή του έχοντας ζήσει επί 22 χρόνια με τύψεις επειδή δεν χάθηκε στο Χίλσμπορο. Αυτός ήταν ο 97ος νεκρός της τραγωδίας.

Είχε αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας όλα τα χαρτιά της ασφάλειάς του. Είχε σπρώξει τα κλειδιά του σπιτιού κάτω από την πόρτα. Δεν είχε πρόθεση να γυρίσει πίσω. Είχε συντάξει και την διαθήκη του. Για 22 χρόνια άφηνε χρήματα στην άκρη. Όσα μπορούσε. Σε εργοστάσιο υαλικών εργαζόταν, δεν ήταν μεγάλος ο μισθός, αλλά δεν τον ξόδευε και άσκοπα. Τελικά μάζεψε 61.000 λίρες. Τα άφησε στις οικογένειες των θυμάτων του Χίλσμπορο.

Ο οδηγός της αμαξοστοιχίας που έκανε το δρομολόγιο από το Southport στο Manchester Victoria είπε ότι στις 7:00 μ.μ. είδε έναν άνδρα να πετάγεται στις ράγες κοντά στον σταθμό Atherton. Δεν πρόλαβε να ανακόψει ταχύτητα.

Ένα τηλεφώνημα από το εργοστάσιο. Έκτακτο. Έπρεπε να πάει εσπευσμένα, κάτι είχε προκύψει. Και το παιχνίδι; Ήταν ο ημιτελικός του κυπέλλου Αγγλίας, η λατρεμένη του Λίβερπουλ αντιμετώπιζε στην έδρα της Σέφιλντ Γουένστντεϊ τη Νότινγχαμ Φόρεστ. Ο Στίβεν ήταν από τους πρώτους που πήρε εισιτήριο. Θα ήταν στο πέταλο με τους άλλους οπαδούς των «κόκκινων», φωνές, συνθήματα, τι υπέροχο ανοιξιάιτκο μεσημέρι θα ήταν αυτό. Δεν υπήρχε περίπτωση να το χάσει.

Κι, όμως, το έχασε. Έπρεπε να πάει στη δουλειά… Και το εισιτήριο; Το έδωσε στον κολλητό του. Ας πήγαινε, τουλάχιστον, αυτός όσο ο Στίβεν θα ήταν στο εργοστάσιο, ποιος ξέρει τι θα τον ήθελε το αφεντικό σαββατιάτικα…

Το μυαλό του ήταν στο γήπεδο, στο παιχνίδι, στην ομάδα. Ο Στίβεν θα ήταν εκεί. Σε αυτούς που σπρώχτηκαν, χτυπήθηκαν, ποδοπατήθηκαν. Θα ήταν νεκρός. Όπως ο φίλος του… Ο Στίβεν έζησε 22 χρόνια παλεύοντας με τους δαίμονες. Τον βασάνιζαν οι τύψεις επειδή ζούσε ο ίδιος και είχε στείλει έναν φίλο του στον θάνατο…

Δεν είπε ποτέ σε κανέναν τίποτα. Οι γονείς του, μετά τον θάνατό του, είπαν ότι δεν είχαν ιδέα για το τι περνούσε ο γιος τους. Μπροστά τους χαμογελούσε, ήταν ευδιάθετος, έδειχνε να έχει όρεξη για τη ζωή. Τον πρώτο καιρό του πρότειναν ψυχολογική υποστήριξη, αλλά την αρνήθηκε. Έλεγε ότι δεν είχε πρόβλημα.

«Πούλησε το εισιτήριό του σε έναν φίλο του, ο οποίος πήγε στο Χίλσμπορο για να παρακολουθήσει τη Λίβερπουλ και δυστυχώς ήταν ανάμεσα στα θύματα. Του προσφέραμε θεραπεία, αλλά δεν ήταν θετικός. Μας είπε ότι είχε στήριξη και δεν χρειαζόταν τη δική μας. Τον ρωτήσαμε για πιθανές αυτοκτονικές διαθέσεις, αλλά δεν είχε καμία» θα πει λίγους μήνες μετά την αυτοκτονία ο γιατρός του, Άσοκ Άτρεϊ.

«Το τραγικό περιστατικό που συνέβη τόσο καιρό πριν ακόμα αγγίζει τους ανθρώπους. Κυρίως για έναν άνθρωπο που ήταν τόσο ενθουσιώδης για το ποδόσφαιρο. Ήταν ένα μεγάλο μέρος της ζωή του και το να συσχετίζεις ένα τόσο τραγικό γεγονός με μία τόσο ευχάριστη ενασχόληση πρέπει να δημιούργησε πολλά προβλήματα στα χρόνια που ακολούθησαν» είπε η δικαστής Τζένιφερ Λίμινγκ.

«Ο Στίβεν πίστευε πάντα ότι το λάθος δεν ήταν των οπαδών. Αν η αλήθεια είχε αποκαλυφθεί όσο ζούσε ακόμα, δεν θα είχε αυτοκτονήσει. Αισθανόταν ένοχος που είχε δώσει το εισιτήριό του, αλλά θα ήταν χαρούμενος ια το φίλο του αν οι οπαδοί είχαν αθωωθεί. Και αυτό θα τον σταματούσε από το να έπεφτε σε κατάθλιψη» ήταν τα λόγια του πατέρα του.

Ο Στίβεν άντεξε μέχρι το 2011. Ήταν 50 χρόνων. Η οικογένειά του δεν αποκάλυψε ποτέ ποιος ήταν ο φίλος του Στίβεν που βρέθηκε στο Χίλσμπορο με το μοιραίο εισιτήριο…

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

two × 3 =