Των Δρος Γεωργίου Καρέτσου, Δρος Αλεξάνδρας Σολωμού*
Το φυσικό περιβάλλον των Κυθήρων
Το νησί των Κυθήρων, γνωστό και με την παλαιότερη ονομασία Τσιρίγο (Cerigo), βρίσκεται νότια της νοτιοανατολικής απόληξης της Πελοποννήσου. Η έκταση των Κυθήρων είναι 277,28 χλμ2 και το μήκος της ακτογραμμής 114,24 χλμ, ενώ συνυπολογίζοντας τις 22 νησίδες που βρίσκονται περιμετρικά, η συνολική έκταση ανέρχεται σε 278,65 χλμ2. Η γενική γεωμορφολογική τους εικόνα είναι ημιορεινή, στην οποία κυριαρχεί ένα χαμηλό οροπέδιο 200-300 μέτρων, το οποίο πολύ συχνά διακόπτεται από χαράδρες και ορισμένες διαμορφώσεις που θυμίζουν κοιλάδες. Το οροπέδιο αυτό καταλήγει στα δυτικά και στα νότια σε απότομους γκρεμούς, ενώ στα ανατολικά και βόρεια, σε ομαλότερους και χαμηλότερους σχηματισμούς με πολλές παραλίες. Υπάρχουν αρκετές νησίδες και βραχονησίδες γύρω-γύρω, με σπουδαιότερες τις Δραγονάρες στα ανατολικά και το Αβγό ή Χύτρα στα νότια[1].
Το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης των Κυθήρων ανήκει στην κατηγορία «δάση και ημι-φυσικές περιοχές» (63,35%), το 36,38% της συνολικής έκτασης στην κατηγορία «γεωργικές περιοχές» ενώ το 0,27% σε τεχνητές επιφάνειες.
Το κλίμα των Κυθήρων είναι εύκρατο μεσογειακό. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ΕΜΥ (περίοδος 1955-1997)[2], η περιοχή χαρακτηρίζεται από μια ξηρή, θερμή περίοδο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, με σχετικά υψηλές θερμοκρασίες και μέτρια χαμηλές θερμοκρασίες κατά τους χειμερινούς μήνες.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα Κύθηρα διαθέτουν σημαντικό φυσικό πλούτο, συνθέτοντας ένα ιδιαίτερα πολυμορφικό μωσαϊκό, που μπορεί να προσφέρει πολλαπλές συγκινήσεις στον επισκέπτη. Πρόκειται για ένα νησί το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλή ποικιλότητα, τόσο σε επίπεδο χλωρίδας, όσο και ως προς τα είδη πανίδας που απαντώνται σε αυτό.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις καταγραφές του Δικτύου Natura 2000, η περιοχή «ΕΖΔ GR3000010 – Νησίδες Κυθήρων: Πρασονήσι, Δραγκονέρα, Αντιδραγκονέρα» (συνολική έκταση: 989,13 ha)__(Χάρτης 1) είναι σημαντική για τη χλωρίδα [π.χ. Allium gomphrenoides Boiss. & Heldr., Anthemis scopulorum Rech. f., Centaurea raphanina subsp. Mixta (DC.) Runemark κλπ.], την ορνιθοπανίδα (π.χ. Ωχροκελάδα, Μαυροπετρίτης, Κοκκινοκεφαλάς κλπ.) και τα θηλαστικά της (π.χ. Monachus monachus κλπ.). Επίσης, η περιοχή «ΖΕΠ GR3000013 – Κύθηρα και γύρω νησίδες: Πρασονήσι, Δραγκονέρα, Αντιδραγκονέρα, Αυγό, Καπέλλο, Κουφό και Φιδονήσι» (συνολική έκταση: 5392.46 ha) (Χάρτης 1) είναι σημαντική για αναπαραγόμενα θαλασσοπούλια και είδη που συσχετίζονται με τους παράκτιους γκρεμούς.
Δυναμική των λίθινων αναβαθμίδων και τοιχίων στο φυσικό περιβάλλον
Το νησί των Κυθήρων είναι το σταυροδρόμι των πολιτισμών της Μεσογείου. Η φωτιά που προκλήθηκε το 2017 αποκάλυψε τις λίθινες αναβαθμίδες και τα τοιχία (Εικόνα 2), έργα τα οποία μετράνε εκατοντάδες έτη ζωής. Η συντήρηση και η επέκτασή τους συνεχίζονταν έως τη δεκαετία του 1960, καθώς αποτελούν στοιχεία της ελληνικής υπαίθρου και χαρακτηριστικά του ελληνικού τοπίου. Σύμφωνα με την Κουλούρη (2004)[5] οι αναβαθμίδες αποτελούν, ιστορικά, μια από τις πιο σημαντικές και χαρακτηριστικές παρεμβάσεις του ανθρώπου στη διαμόρφωση του Μεσογειακού τοπίου. Αποτελούν ένα σημαντικότατο στοιχείο της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς των Μεσογειακών λαών και ταυτόχρονα ένα στοιχείο μεγάλης αισθητικής και περιβαλλοντικής αξίας.
Οι λίθινες αναβαθμίδες και τα λίθινα τοιχία είναι πολύ πιθανό να επινοήθηκαν από τους κατοίκους του νησιού στην αρχαιότητα έτσι ώστε να μπορέσουν να καλλιεργήσουν τη γη, κυρίως λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους, και να εξασφαλίσουν έως κάποιο βαθμό την επιβίωσή τους. Παραδοσιακά, η τέχνη της αναβαθμίδας μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά, μεταξύ των μελών κάθε οικογένειας τεχνιτών. Σε μεγάλο βαθμό η καλλιέργεια σε αναβαθμίδες εγκαταλείφθηκε με την εκμηχάνιση της γεωργίας, την εκτατική γεωργία και τη μείωση του ποσοστού συμμετοχής της ανθρώπινης εργασίας στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων[6].
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα συστήματα των λίθινων αναβαθμίδων και των τοιχίων εξασφαλίζουν πλήθος από οφέλη τόσο για το περιβάλλον όσο και για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Παρέχουν δηλαδή οικοσυστημικές υπηρεσίες οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας, ιδιαίτερα στις νησιωτικές περιοχές. Τα πιο σημαντικά οφέλη από τη διατήρηση των λίθινων αναβαθμίδων και τοιχίων είναι τα εξής:
- Αποτροπή της διάβρωσης των εδαφών, τόσο από τη δράση του νερού όσο και από τον αέρα. Προστασία κατά τη διάρκεια ακραίων καιρικών φαινομένων, αποτρέπουν πλημμύρες και συντελούν στη δημιουργία τοπικού μικροκλίματος.
- Παραγωγή, υπό προϋποθέσεις, υψηλής ποιότητας προϊόντων.
- Δημιουργία κατάλληλων μικροενδιαιτημάτων για τη διατήρηση, προστασία και αύξηση της βιοποικιλότητας.
- Διατήρηση της υψηλής αισθητικής και πολιτιστικής αξίας του Μεσογειακού τοπίου[1,5].
Συμβολή των λίθινων αναβαθμίδων και τοιχίων στη διατήρηση της βιοποικιλότητας
Οι λίθινες αναβαθμίδες και τα τοιχία αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του Μεσογειακού τοπίου. Σε αρκετές περιπτώσεις, σε αυτές, δημιουργούνται οικολογικοί θώκοι/μικροενδιαιτήματα/οικολογικές φωλιές, προσφέροντας, μόνιμα ή προσωρινά, καταφύγιο σε διάφορα συνθετικά της βιοποικιλότητας όπως ασπόνδυλα, ερπετά, πτηνά κ.ά. Ένας από τους λόγους που οι αναβαθμίδες δημιουργούν θώκους είναι ότι κατά κανόνα είναι προσανατολισμένες έτσι ώστε οι αναλημματικοί τοίχοι να αποθηκεύουν, κατά τη διάρκεια της ημέρας ηλιακή ενέργεια, η οποία απελευθερώνεται τη νύχτα δημιουργώντας έτσι τοπικά μικροκλίματα κατάλληλα για την υποστήριξη πλήθους οργανισμών, οδηγώντας έτσι σε αύξηση της βιοποικιλότητας[7]. Στην ουσία δημιουργούν τεχνητό πλήθος οικοτόνων και καταφύγιο οργανισμών που προσφέρεται από την αύξηση της μωσαϊκότητας του τοπίου.
Το μικροπεριβάλλον στη βάση των λίθινων αναβαθμίδων και των τοιχίων αποτελεί ένα καταφύγιο υψηλής υγρασίας και αυξημένης πρωτογενούς παραγωγικότητας (πυκνή βλάστηση), παράγοντες που είναι σημαντικοί για τους πληθυσμούς των ασπονδύλων (π.χ. αράχνες, Φαλάγγια, Carabidae, Staphylinidae, Curculionidae κ.ά.) [8,9].
Κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών οι σχισμές και τα ανοίγματα των λίθινων αναβαθμίδων και των τοιχίων φιλοξενούν μεγάλους αριθμούς άλλων ασπονδύλων (π.χ. σαλιγκάρια) που περνούν την περίοδο της διάπαυσης ομαδικά, σε ένα προστατευμένο μικροκλίμα. Αυτό πιθανόν οφείλεται τόσο στην υψηλή υγρασία των λίθινων αναβαθμίδων και των τοιχίων, όσο και στις αυξημένες απαιτήσεις σε ασβέστιο για την κατασκευή του κελύφους των σαλιγκαριών, παράγοντες οι οποίοι τα καθιστούν ιδανικά περιβάλλοντα για αυτούς τους οργανισμούς.
Όσον αφορά στα ερπετά, ο εξώθερμος χαρακτήρας τους παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιλογή των «καλών» θέσεων θερμορύθμισης όπου υπάρχει πλούσια τροφή και προστασία από τους θηρευτές[10].
Οι λίθινες αναβαθμίδες και τα τοιχία αποτελούν θέσεις που προσφέρονται γι’ αυτή τη δραστηριότητα και γι’ αυτό επιλέγονται από τα ερπετά. Επιπρόσθετα, οι χώροι αυτοί του νησιωτικού αγροτικού τοπίου είναι πολύ σημαντικοί για την άγρια ζωή, καθώς εκεί βρίσκει καταφύγιο ένας μεγάλος αριθμός ειδών (π.χ. ερπετά, μικροθηλαστικά και έντομα) τα οποία αποτελούν σημαντική τροφή για πολλά είδη πτηνών.
Οι λίθινες αναβαθμίδες και τα τοιχία αποτελούν, επίσης, σημαντική εστία χλωριδικής ποικιλότητας και ενδιαίτημα για ξηρόφιλα ή σκιόφιλα φυτά που βρίσκουν μια ασφαλή θέση απόσυρσης, ένα καταφύγιο ζωής. Η χλωρίδα που αναπτύσσεται σε αυτούς τους χώρους αποτελείται από πρόσκοπα είδη, προερχόμενα από τη φυσική χλωρίδα των γειτονικών περιοχών. Τα είδη των φυτών ποικίλουν πολύ από τόπο σε τόπο, ανάλογα με τη γεωγραφική θέση (κλίμα, υψόμετρο απόσταση από τη θάλασσα κλπ.) [11].
Επίσης, η παλαιότητα του κτίσματος, η διατήρηση υγρασίας έστω μία περίοδο του έτους και ο βόρειος προσανατολισμός ή η σκίαση (που έμμεσα ρυθμίζουν την ποσότητα ή/και τη διάρκεια της υγρασίας) ευνοούν την ανάπτυξη ποωδών φυτών[12].
Συμπερασματικά, οι λίθινες αναβαθμίδες και τα τοιχία αποτελούν τμήμα της πολιτισμικής παράδοσης και κληρονομιάς του νησιού, τα οποία θα πρέπει να διατηρηθούν και να αξιοποιηθούν, στοχεύοντας σε μια περιβαλλοντικά βιώσιμη χωρική ανάπτυξη με αποτελεσματική και συνεκτική προστασία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς, διατήρηση του φυσικού χώρου και της βιοποικιλότητας και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
Βιβλιογραφία