Βιώνουμε τη ζωή μας μέσα απ’ το σώμα μας, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι. Παρόλα αυτά συνήθως είμαστε τόσο «μαγεμένοι» απ’ τις ιδέες που έχουμε για τον κόσμο, που χάνουμε πολλές από τις άμεσες αισθητηριακές εμπειρίες.
Ακόμα κι όταν αντιλαμβανόμαστε ότι ο αέρας φυσάει, τον ήχο της βροχής , μια ευχάριστη μυρωδιά, σπανίως “μένουμε” με την εμπειρία αρκετά ώστε να την βιώσουμε πλήρως. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα εσωτερικά σχόλια για το τι συμβαίνει αναλαμβάνουν δράση καθώς και το τι θα κάνουμε στη συνέχεια.
Τρέχουμε χωρίς να είμαστε απολύτως παρόντες. Συχνά βρισκόμαστε σε κατάσταση ύπνωσης – μόνο μερικώς παρόντες στην εμπειρία της στιγμής.
Ο Βούδας ονόμασε αυτήν την σταθερή συναισθηματική και νοητική αντίδραση «καταρράκτη», γιατί παρασυρόμαστε πολύ εύκολα από τη δύναμη της παρούσας στιγμής αλλά και από την ανάγκη μας να την χαρακτηρίσουμε.
Ο νους αυτόματα και ασυνείδητα κατηγοριοποιεί ότι βιώνουμε ως ευχάριστο, δυσάρεστο ή ουδέτερο.
Όταν η εμπειρία αναγνωρίζεται ως ευχάριστη, αντανακλαστικά θέλουμε να την παρατείνουμε.
Κατά τον ίδιο τρόπο, κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε να αποφύγουμε δυσάρεστες και επώδυνες καταστάσεις.
Αν η εμπειρία χαρακτηρίζεται ως ουδέτερη, στρέφουμε αλλού την προσοχή μας, σε εμπειρίες πιο έντονες και διεγερτικές.
Όλες αυτές οι αντιδράσεις, είναι στην πραγματικότητα αντιδράσεις στις διάφορες αισθήσεις που αναγείρονται στο σώμα μας.
Όταν εξαρτόμαστε από κάποιον που φαίνεται ανίκανος και ξεσπάμε από ανυπομονησία, στην ουσία αντιδρούμε στις δικές μας δυσάρεστες σωματικές αισθήσεις.
Όταν μας προσελκύει κάποιος, αντιδρούμε σε ευχάριστες αισθήσεις. Τα συναισθήματα, οι συμπεριφορές και οι νοητικές αντιδράσεις μας, παγιδεύονται στη δίνη των αισθήσεων.
Όταν δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε την αίσθηση από την οποία προέρχονται, τότε η ζωή μας χάνεται στον καταρράκτη της δράσης/αντίδρασης και δεν βρισκόμαστε σε πλήρη επίγνωση.
Για να ξυπνήσουμε από τον ύπνο, ο Βούδας προτείνει να επικεντρώσουμε την προσοχή στο σώμα.
Στην πραγματικότητα, χαρακτήρισε τις φυσικές αισθήσεις το πρώτο θεμέλιο της προσοχής, επειδή είναι εγγενείς στα συναισθήματα και τις σκέψεις και αποτελούν τη βάση της ίδιας της διαδικασίας της συνείδησης.
Και καθώς οι ευχάριστες και δυσάρεστες αισθήσεις ενεργοποιούν άμεσα μια αλυσιδωτή αντίδραση συναισθηματικών και νοητικών ιστοριών, ένα σημαντικό κομμάτι της εκπαίδευσής μας είναι να αναγνωρίσουμε την ανάδυση των σκέψεων και να επιστρέφουμε ξανά και ξανά στην άμεση αισθητηριακή εμπειρία.
Οι βασικές οδηγίες διαλογισμού που δόθηκαν από τον Βούδα, ήταν να επικεντρωνόμαστε στο μεταβαλλόμενο ρεύμα των αισθήσεων χωρίς να προσπαθούμε να το διατηρήσουμε, να το αλλάξουμε ή να του αντισταθούμε.
Αλλά το να έχουμε επίγνωση των αισθήσεων, δεν σημαίνει να παρατηρούμε σαν αποστασιοποιημένοι μάρτυρες. Αντίθετα, βιώνουμε άμεσα τί συμβαίνει στο σώμα μας και όχι την ιδέα του τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι μας.
Για παράδειγμα, έχω την σκέψη ότι «υπάρχει ένας πόνος στη μέση μου». Ίσως έχουμε έναν νοητικό χάρτη του σώματός μας και μια συγκεκριμένη περιοχή την ονομάζουμε «μέση».
Τι είναι όμως «μέση»; Τι συμβαίνει όταν αφήσουμε στην άκρη την εικόνα και διεισδύσουμε σε αυτό το σημείο του σώματος με πλήρη επίγνωση; Τι συμβαίνει στον πόνο όταν δεν τον ονομάζουμε έτσι;
Ίσως νιώθουμε μια πίεση και ένα κάψιμο σε κάτι που φαίνεται να είναι ένα σημείο.
Αν παρατηρήσουμε καλύτερα, ίσως βρούμε ζέστη και σύσπαση. Και ίσως τώρα η αίσθηση δεν επικεντρώνεται σε ένα σημείο όπως νομίζαμε αρχικά, αλλά απλώνεται και μαλακώνει.
Αν συνεχίσουμε να παρατηρούμε, ίσως δούμε αναδυόμενες αισθήσεις που αναμιγνύονται μεταξύ τους, εξαφανίζονται και επανεμφανίζονται αλλού.
Η κατανόηση αυτής της ρευστότητας στην εμπειρία μας, αποτελεί την πρώτη και πιο ξεκάθαρη συνειδητοποίηση που προκύπτει απ’ την παρατήρησή μας.
Συνειδητοποιούμε ότι δεν υπάρχει απολύτως τίποτα συμπαγές και σταθερό όσον αφορά την εμπειρία μας.
Οι αισθήσεις αλλάζουν και μετακινούνται συνεχώς. Αλλά αυτό που μένει, είναι η αποδοχή των σωματικών αισθήσεων μας- ευχάριστες και μη- ως μια από τις πιο δύσκολες και απελευθερωτικές πρακτικές.
Της Μαρίας Χρυσοχεράκη, Certified Iyengar Yoga Teacher