dekemvriana-theodorakis

Η μάχη του Δεκέμβρη του 1944 κράτησε 33 μέρες. Συμμετείχα σε όλη τη διάρκειά τους, στην αρχή ως διμοιρίτης και από τη μάχη του Μακρυγιάννη έως το τέλος ως καπετάνιος του Πρώτου Λόχου τους Πρώτου Τάγματος στο Πρώτο Σύνταγμα του Εφεδρικού ΕΛΑΣ που είχε έδρα του στην Άνω Νέα Σμύρνη.

Ο οπλισμός μας ήταν απλά τουφέκια, χειροβομβίδες και από 2-3 μυδράλια και όλμους σε κάθε διμοιρία. Η εκπαίδευσή μας ήταν στοιχειώδης και ουσιαστικά έγινε στη διάρκεια της Κατοχής και μέσα από τις συγκρούσεις μας με τους Γερμανούς και κυρίως τους ταγματασφαλίτες. Εκεί εφαρμόζουμε την τακτική του ανταρτοπόλεμου αποφεύγοντας τις μετωπικές αντιπαραθέσεις λόγω της συντριπτικής υπεροχής των αντιπάλων μας.
Όμως στα Δεκεμβριανά είχαμε απέναντί μας στον Βρετανικό Στρατό, τους Ινδούς, τους Σχηρ, τους συνεργάτες των Γερμανών, χωροφύλακες και τους “Τσολιάδες”, εφοδιασμένους με εικοσαπλάσιο από εμάς εξοπλισμό, καλά εκπαιδευμένους και υποστηριζόμενους από τανκς, αεροπορία και τα κανόνια του αγγλικού στόλου από το Φάληρο. Δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς πόσοι ήμαστε, όμως γενικά η δύναμή μας υπολογιζόταν σε 20.000 σε Αθήνα, Πειραιά και συνοικίες. Ο μόνιμος ΕΛΑΣ ουσιαστικά ήταν απών.

Και όμως εμείς του Εφεδρικού ΕΛΑΣ δείξαμε ότι είχαμε τη δύναμη όχι μόνο να αντισταθούμε αλλά και να ρίξουμε τους Εγγλέζους στη θάλασσα τις πρώτες δέκα μέρες, εάν το Π.Γ. του ΚΚΕ δεν μας εμπόδιζε. Ο λόγος που δεν μας άφησαν ήταν ότι εξακολουθούσαν να θεωρούν τους Άγγλους συμμάχους και γι΄αυτό είχαμε τη ρητή εντολή να μην πυροβολούμε τους Άγγλους στρατιώτες έως τις 22 του μηνός, τη στιγμή που εκείνοι ξεκίνησαν από την αρχή των συγκρούσεων τις δικές τους επιθέσεις.

Σ΄αυτές τις εντολές του Π.Γ. που έφταναν σε μας μέσω της αχτιδικής επιτροπής στην Καλλιθέα, ήμουν προσωπικά μάρτυρας, μιας και αποτελούσα συχνά το σύνδεσμο ανάμεσα στο Σύνταγμά μας και στην Καθοδήγηση της Αχτίδας, που βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τα μέλη του Π.Γ. Τελικά πολεμούσαμε χωρίς να γνωρίζουμε ποιος είναι ο τελικός μας σκοπός με μόνη εντολή να προχωρήσουμε όσο γίνεται προς το κέντρο της πόλης, όπου είχε την έδρα της η Κυβέρνηση. Για όσους αιχμαλώτους πιάναμε, Έλληνες και Άγγλους, είχαμε την εντολή να τους αφήνουμε ελεύθερους, Και σε ότι αφορά τις σημαντικές πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές προσωπικότητες που γνωρίζαμε ότι ανήκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο, δεν υπήρχε καμία απολύτως απόφαση την τύχη τους. Και γενικά υπήρχε η εντύπωση ότι θα έπρεπε να τους αφήσουμε ήσυχους και ασφαλείς. Όπως και έγινε. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος ταξικού-ιδεολογικού αγώνα αλλά μια γενική και θολή αίσθηση ότι ο χαρακτήρας του αγώνα μας δεν ήταν στο βάθος παρά μια διαμαρτυρία και μια εκδίκηση για τα αθώα θύματα της 3ης και 4ης του Δεκέμβρη.

Όσο για την προοπτική της κατάληψης της εξουσίας, δεν υπήρχε ούτε ίχνος σκέψης. Γιατί αν ήταν αυτός ο στόχος τους, γιατί θα κρατούσαν τον Άρη με τους δεκάδες χιλιάδες έμπειρους αντάρτες να ξύνουν αμήχανοι τα γένια τους εκατοντάδες χιλιόμετρα από την Αθήνα, ενώ εκεί υποτίθεται ότι θα κρινόταν η τύχη της Εξουσίας. Εμείς τα αμούστακα παιδάκια θα κρίναμε ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα όπως είναι η κατάληψη της Εξουσίας.
Ο μέσος όρος ηλικίας των παιδιών του Εφεδρικού ΕΛ.ΑΣ ήταν περίπου 20 ετών. Ο Συνταγματάρχης ήταν 25, ο Ταγματάρχης 23 και ο Λοχαγός όπως εγώ, 19! Οι σφαίρες μας ήταν μετρημένες, τα ρούχα μας κουρέλια, τα παπούτσια μας σκισμένα, το φαγητό μας στο τέλος ανύπαρκτο. Κρατούσαμε όμως μόνο από πείσμα, ενώ οι απώλειες μας σε νεκρούς και τραυματίες ξεπερνούσαν το 50% των δυνάμεων μας. Και επειδή ανέφερα τραυματίες οι περισσότεροι πέθαιναν ξαπλωμένοι στο χώμα αβοήθητοι, με τη βροχή και το χιόνι να σκεπάζουν τους βόγγους και τις πληγές τους.

Όσοι πιανόταν, σκοτωνόταν επί τόπου. Στα σπίτια μέσα αποφεύγαμε να μπαίνουμε για να μην …ενοχλήσουμε. Οι πιο πολλοί στο λόχο μου ήμαστε τελειόφοιτοι γυμνασίου και φοιτητές. Είχαμε ιδανικά. Αγαπούσαμε τους ανθρώπους. Στη Νέα Σμύρνη πιάσαμε 200 αστυνομικούς, όλοι πήγαν στα σπίτια τους. Τον αστυνόμο της Ασφάλειας τον πήγα ό ίδιος στο δικό του. Μετά τέσσερα χρόνια όμως ήρθε ο ίδιος και με συνέλαβε στο σπίτι μου. Τέτοιοι ήμασταν εμείς. Ίσως βλάκες .. Πιθανόν, γιατί ζούσαμε με τη σκέψη μας σε μια διαφορετική Ελλάδα. Που όσοι τη ζήσαμε τότε, αλλά δυστυχώς επιζήσαμε, μετανιώνουμε κάθε στιγμή γι΄αυτό το κακό που μας βρήκε

Στις συνοικίες που ελέγχαμε, γνωρίζαμε όπως είπα που κάθεται ο α και ο β σημαντικός πολιτικός, στρατιωτικός ή οικονομικός παράγοντας. Που ανήκει και ποιον ρόλο θα έπαιζε σε περίπτωση που θα βρισκόταν στη δική μας τη θέση. Και όμως δεν πειράξαμε ούτε μία τρίχα του κεφαλιού τους. Γιατί να το κάναμε άλλωστε; Μήπως το κόμμα μας είχε στόχο την κόκκινη εξουσία, όπως μας κατηγορούν, μέσα στην οποία οι πρώτοι που θα έπρεπε να εξοντωθούν βρισκόταν τότε κάτω από την απόλυτη κυριαρχία μας; Και φυσικά όταν οι κύριοι αυτοί απέκτησαν εξουσία και δύναμη κι εμείς βρεθήκαμε γυμνοί στα χέρια τους, μας πετσοκόψαμε για το ευχαριστώ Κι από πάνω μας γεμίσανε με λάσπη, ότι δήθεν ήμασταν σφαγείς ενώ απλούστατα ήμασταν ηλίθιοι γιατί εξακολουθούσαμε να πιστεύουμε μαζί με το κόμμα ότι η Μάχη του Δεκέμβρη δεν ήταν παρά μία παρένθεση και ότι θα ξαναβρίσκαμε με τον Παπανδρέου και τους Άγγλους χάρη στην εθνική ενότητα, ενώ σύμφωνα με το σχέδιο του Τσώρτσιλ είχαμε πέσει για τα καλά στη μεγάλη παγίδα που μας έστησε για να διαιρεθεί ο λαός μας οριστικά και να οδηγηθούμε στον αδελφοκτόνο πόλεμο.

Ήμασταν ρομαντικοί, αφελείς και ανώριμοι, εύκολα και απλά παιχνιδάκια στα χέρια των ξεσκολισμένων αποικιοκρατών, όπως οι Άγγλοι διπλωμάτες, που διοικούσαν επί αιώνες τη μισή ανθρωπότητα. Και πολύ φοβάμαι ότι αυτό γίνεται και σήμερα, όπως χτες και προχτές για να μη φτάσουμε στο 21.

Η μάχη του Δεκέμβρη με ατσάλωσε πρώτα απ΄όλα ως άνθρωπο, όπως κάθε πόλεμος στον οποίο αναγκάζεται κανείς να πάρει μέρος για να υπερασπίσει τα ιδανικά του. Κάθε στιγμή είχα τη βεβαιότητα ότι υπερασπίζομαι τον ελληνικό λαό στην συντριπτική του πλειοψηφία, πράγμα που διαπίστωνα στην πράξη, γιατί κυριολεκτικά εμείς οι μαχητές του ΕΛ.ΑΣ κολυμπούσαμε μέσα στην αγάπη του λαού.

Άλλωστε, πως μπορέσαμε να αντέξουμε 33 ολόκληρες μέρες τους Βρετανούς, τα τανκς, τα αεροπλάνα, τους όλμους που μας τυλίγανε σε κάθε μάχη μέσα σε μια πύρινη κόλαση, αν δεν είχαμε τη φανατική συμπαράσταση του συνόλου του λαού μας, όπου κι αν βρισκόμαστε.
Μου είναι αδύνατο να περιγράψω τις εκδηλώσεις αγάπης που δεχόμασταν, όχι μόνο στα φτωχόσπιτα και τις παράγκες αλλά και στα αστικά σπίτια, όπου όλοι ήταν πρόθυμοι να μας συμπαρασταθούν με κάθε τρόπο. Και αυτό ατσάλωνε το χαρακτήρα μου, τη θέλησή μου και την πίστη μου στον αληθινό ελληνικό λαό. Και γι΄αυτό άλλωστε από τότε αποφάσισα να του αφιερώσω τη ζωή μου και το έργο μου χωρίς ποτέ να παρεκκλίνω από το δρόμο που χάραξα. Όλα τα υπόλοιπα που υποχρεώθηκα να κάνω ήταν ασήμαντα μπροστά στον χαλύβδινο άξονα που δημιούργησε μέσα μου ό Μεγάλος Δεκέμβρης.

Ήξερα όμως πως ο άξονας αυτός έβγαινε μέσα από την πεποίθησή μου ότι, ανάμεσα στο 1940 και στο 1945, γεννήθηκε ένας άλλος, καινούργιος διαφορετικός ελληνικός λαός, όπως τον είχα πλάσει μέσα στη φαντασία μου διαβάζοντας και ακούγοντας για τις κορυφαίες εποχές των Ελλήνων από την αρχαιότητα έως τους Βαλκανικούς πολέμους. Το ΕΑΜ ήταν για μένα μία τέτοια μεγάλη, μοναδική στιγμή με ένα λαό ελεύθερο και συγχρόνως επικίνδυνο για όσους είχαν πιστέψει – όπως οι Άγγλοι – ότι είχαν έως τότε να κάνουν με ανθρωπάκια που τρέμανε μπροστά στην εξουσία. Και για να μην πολυλογώ, όρμησα με το κεφάλι ψηλά μέσα στο καμίνι- από τα Δεκεμβριανά ως σήμερα- χτυπώντας με όσες δυνάμεις διέθετα τον ίδιο εχθρό που πολέμησα στον Μεγάλο Δεκέμβρη και που εξακολουθεί έως σήμερα να μας φοβάται και να μας υπολογίζει , γιατί αυτός μόνο ξέρει ότι αυτός ο γίγας λαός, που τόσο καλά γνώρισε στις μάχες του Δεκέμβρη, παραμένει ζωντανός, έτοιμος να ξαναδείξει το ωραίο του πρόσωπο στην πρώτη ευκαιρία που θα βρεθεί μπροστά τους.

Μίκης Θεοδωράκης στα Δεκεμβριανά
Ο 19χρονος Μίκης Θεοδωράκης στο συλλαλητήριο της πλατείας Συντάγματος κρατώντας μια Ελληνική σημαία βουτηγμένη στο αίμα, στις 3 Δεκεμβρίου του 1944.
Πηγή: Θεοδωρακισμός
blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

eight + six =