Του Δημήτρη Καναβαράκη
Αν ο Μελ Γκίμπσον τον είχε γνωρίσει μπορεί να έκανε ξανθό τον «πατριώτη» του. Ήταν Αμερικανός, όχι όμως προϊόν Αμερικανών. Ήταν επαναστάτης, περιέργως όμως ήρθε στην Ελλάδα την περίοδο της χούντας.
Άντεξε πολύ περισσότερο από δαύτη, πρωταγωνιστώντας στον ελληνικό εκδοτικό χώρο για 25 ολόκληρα χρόνια. Σύμβολο της ένδοξης εποχής των κόμικ, ο θρυλικός Μπλεκ ήταν τόσο must στις (προ)εφηβικές ηλικίες, όσο είναι σήμερα τα video games. Όποιος δεν διάβαζε Μπλεκ (ή έστω λοχαγό Μαρκ) ένιωθε περίπου όπως νιώθει σήμερα ένας ενήλικας που δεν βλέπει αμερικανικές σειρές. Κοινώς, έκπτωτος από πολλές συζητήσεις!
Για τους σημερινούς 40αρηδες (και βάλε) ο ξανθομάλλης γίγαντας με το γούνινο καπέλο και γιλέκο, το στενό κόκκινο παντελόνι και τις καστόρινες μπότες είναι μια από τις μορφές που ενώνουν νοσταλγικά το νήμα με τα χρόνια της νεανικής αθωότητας.
Για αυτούς δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Θυμούνται πρωτίστως ότι πρόκειται για έναν μυώδη άνδρα περίπου 25 ετών, που δρα στα τέλη του 18ου αιώνα, συμμετέχοντας στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των ΗΠΑ ενάντια στους Άγγλους. Ήταν οπλισμένος με μαχαίρι, πιστόλι και καραμπίνα, αλλά και τόσο παλικάρι ώστε να χρησιμοποιεί κατά κανόνα τις ατσάλινες γροθιές του ενάντια στους κατακτητές.
Το ωραίο με την περίπτωση του είναι ότι ούτε οι Αμερικάνοι, ούτε οι Άγγλοι, τους οποίους… έδερνε σωρηδόν, είχαν πρόσβαση στις περιπέτειες του. Απότοκος ιταλικού σπαγγέτι κόμικ, ο Μπλεκ δημιουργήθηκε από τρεις νεαρούς σκιτσογράφους της καλλιτεχνικής ομάδας «EsseGesse», αποτελούμενη από τους Τζον Σινκέτο, Ντάριο Γκουτσόν και Πιέτρο Σαρτόρι.
«Il Grande Blek Magigno», ήταν ο τίτλος του κόμικ, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις 3 Οκτωβρίου του 1954 και σύστησε τον ηρώα της αμερικανικής ανεξαρτησίας στους Ιταλούς αναγνώστες.
Στην Ελλάδα το περιοδικό εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στα περίπτερα της τον Ιούνιο του 1969, από τις εκδόσεις του Στέλιου Ανεμοδουρά, δημιουργό του «Μικρού Ήρωα». Στην πραγματικότητα, ο Μπλεκ ήταν κάτι σαν υποκατάστατο του «Μικρού Ήρωα», ο οποίος απαγορεύτηκε στην δικτατορία, λόγω του επαναστατικού του χαρακτήρα.
Τότε ο Ανεμοδουράς άρχισε τη νέα εκδοτική του δραστηριότητα. Αποφάσισε να εισαγάγει στην Ελλάδα τον χαρακτήρα, δημιουργώντας το θρυλικό ομώνυμο έντυπο. Η πρώτη κυκλοφορία πούλησε 428 τεύχη, σταδιακά όμως ο Μπλεκ εξελίχτηκε σε best seller. Αμέτρητες χιλιάδες πιτσιρίκια, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, έτρεχαν κάθε βδομάδα στα περίπτερα για να αγοράσουν και να διαβάσουν τις νέες περιπέτειες του.
Τα 100.000 αντίτυπα ήταν ένα νούμερο ρουτίνας, το ρεκόρ πωλήσeων κυμαινόταν στις 130.000. Μέχρι το Δεκέμβριο του 1975, το περιοδικό κυκλοφορούσε σε μικρή διάσταση και περιελάμβανε, εκτός της κύριας ιστορίας, τις περιπέτειες του Ρίνγκο, του Τομ και το Παιδί – Φάντασμα. Τα επόμενα χρόνια ωστόσο, η θεματολογία πολλαπλασιάστηκε.
Εκτός από την Ιταλία και την Ελλάδα, το περιοδικό κυκλοφόρησε σε Γιουγκοσλαβία, Τουρκία και Γαλλία, όπου σημείωσε επίσης μεγάλη επιτυχία.
Η εικονογράφηση είχε συνήθως φόντο τις πόλεις, τα δάση του αμερικανικού βορρά, τις ινδιάνικες φυλές, τους παράνομους και τα καπηλειά της εποχής.
Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι, ο Μπλεκ είχε μαζί σε όλες τις περιπέτειες του δύο αγαπημένα πρόσωπα. Ο καθηγητής Μυστήριος ήταν το μεγάλο μυαλό πίσω από τον ρωμαλέο επαναστάτη. Γνώριζε μεταξύ άλλων μαθηματικά, αστρονομία, νομική, ζωολογία, αν και ποτέ δεν προσδιορίστηκε τι είδους καθηγητής ήταν. Είναι αξέχαστος κυρίως για τις… εκνευριστικά επαναλαμβανόμενες και προβλέψιμες ατάκες του («Μα τους χίλιους κάστορες», «Μα τον αλλήθωρο ήλιο», «Μα τους χίλιους πλανήτες» κ.α.), που ξεστόμιζε όταν αιφνιδιαζόταν ή σκαρφιζόταν μια ενδιαφέρουσα ιδέα.
Πνευματώδης κατά τα άλλα και μετρ στα τεχνάσματα, τις ευρεσιτεχνίες και την παραπλάνηση, τα επιστράτευε την ώρα του κινδύνου, όντας πρόθυμος να δώσει και τη ζωή του για τον Μπλεκ και το νεαρό αγόρι. Έστω και αν όταν εκνευριζόταν αποκαλούσε αυτό το νεαρό αγόρι «Αμαθέστατον» ή «Αφελέστατον Παιδάριον».
Επρόκειτο για τον Ρόντι, ηλικίας μεταξύ 10-12 ετών, τον οποίο είχε σώσει ο Μπλεκ όταν το σπίτι του είχε καεί από τους Άγγλους και κείτονταν ημιθανής δίπλα στον νεκρό πατέρα του. Τον οδήγησε στην κατασκήνωση των κυνηγών – επαναστατών, όπου εκπαιδεύτηκε και έγινε προστατευόμενός του.
Για την πρότερη «ζωή» του Μπλεκ πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά, ενώ μολονότι λεβέντης περιοπής δεν είχε μάτια για το αντίθετο φύλο. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η επιτυχία της επανάστασης. Φυσικά οι περιπέτειες του κράτησαν πολύ περισσότερο από τον… αγώνα ανεξαρτησίας αυτόν καθ’ αυτόν, αφού ο πόλεμος ΗΠΑ – Αγγλίας διήρκεσε μία οχταετία (1975-1983).
Η κυκλοφορία του Μπλεκ στην Ελλάδα διακόπηκε τον Ιούνιο του 1994. Περίπου μια 20ετια μετά, Ιούλιο του 2015, επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Μικρός Ηρως» και διατίθεται έως και σήμερα στα περίπτερα.
Τίποτα όμως φυσικά δεν είναι ίδιο με το τότε. Η ψηφιακή τεχνολογία δεν αφήνει πια χώρο για χάρτινους ήρωες στη ζωή του νεαρόκοσμου. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι τίτλοι τέλους της πρώτης περιόδου έπεσαν την εποχή που έμπαινε μαζικά πια στα ελληνικά σπίτια το internet.
Πέραν αυτού όμως πόση απήχηση θα μπορούσε να έχει σήμερα ένας επαναστάτης που πρωτοήρθε στην Ελλάδα τον καιρό της δικτατορίας; Τι να τον κάνουν σήμερα οι νέοι ως πρότυπο έναν φλογερό, ρακένδυτο πατριώτη όταν η χώρα γέμισε από χρυσοποίκιλτους τέτοιους (με ή χωρίς γραβάτα) – πρόθυμους να μας διασώσουν ξανά και ξανά;