Η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού και του προσφυγικού συνεχίζουν να αποτελούν, αναμφίβολα, κύρια πρόκληση για την κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι. Στους πέντε μήνες διακυβέρνησης από τη συντηρητική συμμαχία των Αδελφών της Ιταλίας, της Λέγκα και της Φόρτσα Ιτάλια, παραμένει το ποιο ευαίσθητο και πολυσύνθετο θέμα της πολιτικής ατζέντας της χώρας. Τις δυο τελευταίες εβδομάδες, δε, μονοπώλησε -σχεδόν- το σύνολο της επικαιρότητας. Στις 26 Φεβρουαρίου, ένα καϊκι μήκους είκοσι μέτρων έσπασε στα δυο και βυθίστηκε μπροστά στις ακτές της Καλαβρίας. Οι διασώστες κατάφεραν να βοηθήσουν ογδόντα ανθρώπους, αλλά ο απολογισμός των θυμάτων ήταν βαρύτατος: ανασύρθηκαν νεκροί εβδομήντα τέσσερις μετανάστες και πρόσφυγες, ενώ οι αγνοούμενοι ξεπέρασαν τους σαράντα.
Το τραγικό αυτό συμβάν προκάλεσε τεράστια συγκίνηση και έδειξε, για μια ακόμη φορά, πόσο δύσκολη είναι η διαχείριση του όλου αυτού ζητήματος. Η ιταλική κυβέρνηση επέμεινε ότι η Frontex δεν την ειδοποίησε εγκαίρως ότι στο πλεούμενο υπήρχαν άνθρωποι που κινδύνευαν να χάσουν τη ζωή τους. Μέρος του τύπου, όμως, υποστήριξε ότι δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθούν ταχύπλοα της Οικονομικής Αστυνομίας, αλλά το Ιταλικό Λιμενικό, το οποίο διαθέτει πιο μεγάλα σκάφη, ειδικά εξοπλισμένα για επιχειρήσεις διάσωσης.
Τα μέσα ενημέρωσης υπογράμμισαν με έμφαση, επίσης, ότι οι δουλέμποροι συνεχίζουν να επιβιβάζουν «απελπισμένους της θάλασσας» σε βάρκες και αλιευτικά τα οποία ξεκινούν το ταξίδι τους από τα τουρκικά παράλια, παρά τη συμφωνία που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υπογράψει με την Τουρκία, με στόχο τον έλεγχο του μεταναστευτικού.
Ως γνωστόν, κατά την εκστρατεία της, πριν από τις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, η Μελόνι είχε αναφερθεί επανειλημμένα στη δυνατότητα να εγκριθεί ένα είδος ευρωπαϊκού ναυτικού μπλόκου, για τον περιορισμό της παράτυπης μετανάστευσης. Τα κόμματα της Κεντροαριστεράς ήταν κάθετα αντίθετα και είχαν απαντήσει ότι πρόκειται για κάτι το ανέφικτο, διότι η Ευρώπη δεν μπορεί να εμβολίζει πλοία με πολίτες οι οποίοι αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον.
Μετά το πρόσφατο ναυάγιο της Καλαβρίας, η Ιταλίδα πρωθυπουργός επανήλθε στο κύριας σημασίας αυτό θέμα, με μια σειρά μέτρων. Η κυβέρνησή της αποφάσισε ότι οι ποινές, για τους δουλεμπόρους που εκμεταλλεύονται τα «ταξίδια της απελπισίας», θα πρέπει να διπλασιαστούν: από τα μέχρι τώρα δεκαπέντε χρόνια φυλάκισης, η καταδίκη τους θα μπορεί να αγγίξει τα τριάντα, στις περιπτώσεις που -κατά τον διάπλου της Μεσογείου- χάνονται ανθρώπινες ζωές. Παράλληλα, η επικεφαλής της κυβέρνησης της Ρώμης ανακοίνωσε αύξηση των απελάσεων και των επαναπατρισμών, αλλά και καθορισμό επίσημων, νόμιμων ροών, για τους οικονομικούς μετανάστες που θέλουν να έρθουν στην Ιταλία, χωρίς τη βοήθεια δικτύων του οργανωμένου εγκλήματος.
Η νέα αυτή στρατηγική της κυβέρνησης Μελόνι βασίζεται, ουσιαστικά, σε δυο κύρια στοιχεία: από τη μία, στη συνεχή καταπολέμηση των δουλεμπόρων. Με εκστρατείες πληροφόρησης στην Ιταλία και στο εξωτερικό, ώστε να σταλεί ξεκάθαρο μήνυμα στους μετανάστες ότι «δεν συμφέρει να τους εμπιστεύονται και να θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους».
Από την άλλη -λόγω και των πιέσεων των βιομηχάνων, που χρειάζονται εργαζόμενους από το εξωτερικό- θα δοθεί έμφαση στην αύξηση των αδειών παραμονής για λόγους εργασίας, με ακριβή, προκαθορισμένο αριθμό, για κάθε τριετία. Στους τομείς της γεωργίας, του τουρισμού, όπως και σε πολλές βιομηχανίες της βόρειας Ιταλίας, υπάρχει μεγάλη ανάγκη εργατικού δυναμικού και ο στόχος είναι να δοθεί προτεραιότητα σε όποιον διαθέτει αναγνωρισμένη επαγγελματική κατάρτιση.
Πραγματοποιώντας μερική στροφή, σε σχέση με το παρελθόν, η σαρανταεξάχρονη Ιταλίδα πρωθυπουργός θέλει δείξει ότι «δεν επιθυμεί να καταπολεμήσει τους μετανάστες που σέβονται τον νόμο, αλλά τους διακινητές που εκμεταλλεύονται την ανάγκη και την απελπισία τους».
Την ίδια ώρα, όμως, παραμένει ανοικτό το θέμα των διασώσεων. Διότι, φυσικά είναι αδύνατον, από τη μία ημέρα στην άλλη, να σταματήσουν -από την Τουρκία και τη Βόρεια Αφρική- οι αναχωρήσεις των σαπιοκάραβων των διακινητών, τα οποία έχουν ως προορισμό τις ακτές της Καλαβρίας, της Απουλίας και της Σικελίας.
Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, μετά και το ναυάγιο της 26ης Φεβρουαρίου, η Μελόνι είπε ξεκάθαρα σε όλους τους υπουργούς της ότι προέχει η διάσωση κάθε ανθρώπινης ζωής, πέρα από οποιαδήποτε πολιτική διαφορά ή προσέγγιση.
Θα πρέπει να διαπιστωθεί, όμως, αν τα υπουργεία από τα οποία εξαρτώνται οι επιχειρήσεις αυτές θα καταφέρουν, από εδώ και στο εξής, να συντονίσουν τη δράση τους. Δεν είναι τόσο απλό: ο γραμματέας της Λέγκα, Ματέο Σαλβίνι (υποστηρικτής της πιο αδιάλλακτης, σκληρής γραμμής στο μεταναστευτικό) είναι επικεφαλής του υπουργείου Υποδομών, το οποίο ελέγχει την ακτοφυλακή. Στο υπουργείο Εσωτερικών βρίσκεται ο τεχνοκράτης, πρώην νομάρχης Ματέο Πιαντεντόζι, ενώ υπουργός αρμόδιος «για την Πολιτική Προστασία και τις πολιτικές της θάλασσας» είναι ο Νέλο Μουζουμέτσι, από το κόμμα της Μελόνι. Έως τώρα, η μεταξύ τους συνεννόηση δεν ήταν πάντα η καλύτερη δυνατή. Για να πετύχει μεγαλύτερη βοήθεια από την Ευρώπη- και με ουσιαστικότερη οικονομική στήριξη των βορειοαφρικανικών χωρών από την ΕΕ-, η κυβέρνηση της Ρώμης θα πρέπει να αποδείξει, πρώτα, ότι οι επιχειρήσεις διάσωσης ακολουθούν κοινή γραμμή και κριτήρια, χωρίς κανέναν δισταγμό ή παρέκκλιση.
Θεόδωρος Ανδρεάδης Συγγελλάκης