Ο Λοχαγός Κατούντας είναι ο όμορφος και ευγενής ιππότης που συναντάμε στις σελίδες των μυθιστορημάτων. Έχει μια ομορφιά και ευγένεια που πηγάζει από τις πατρογονικές καταβολές του, αποτυπώνεται στο γονιδίωμα και στην ψυχή και, τέλος, έχει μια ομορφιά και ευγένεια που αντικατοπτρίζονται ξεκάθαρα στο πρόσωπό του, στη συμπεριφορά και στις πράξεις του. Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για έναν υπέροχο άνδρα με αδαμάντινο χαρακτήρα, με πνευματική καλλιέργεια και ρομαντική ψυχοσύνθεση. Έναν άνδρα που προσωποποιεί το αρχέγονο πρότυπο του διαχρονικού προμάχου της μίας και ιδανικής αγαπημένης: της Πατρίδας.
Με βάση το χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του, ο Νικόλαος Κατούντας ήταν καταδικασμένος από τη μοίρα να ακολουθήσει το στρατιωτικό βίο. Ίσως γιατί μόνο εκεί μπορούσε να αναζητήσει το Πεδίο Τιμής που αισθανόταν ότι του αρμόζει για να ζει. Κυρίως, όμως, γιατί βαθιά μέσα στη ψυχή του ήξερε ότι εκεί τον καλούσε το πεπρωμένο του. Άνδρες σαν τον Κατούντα αποτελούν σημείο αναφοράς για την υπόσταση του Ελληνισμού, γιατί αποτελούν τις αυταπόδεικτες αλήθειες που τεκμηριώνουν τις προαιώνιες και πανανθρώπινες ελληνικές αρετές και αξίες. Και όπως οι αυταπόδεικτες αλήθειες στις οποίες βασίζεται η τεκμηρίωση της μαθηματικής επιστήμης ονομάζονται αξιώματα, έτσι και ο Κατούντας νομοτελειακά προορίζονταν να γίνει Αξιωματικός, δίνοντας με την προσωπικότητά του την ατμοσφαιρική διάσταση που αρμόζει στην έννοια του Έλληνα Αξιωματικού.
Από τη στιγμή που εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων ξεχώρισε αμέσως. Η υπηρεσιακή διαδρομή και εξέλιξή του ήταν καταπληκτική και πολυσύνθετη. Μέσα στο γκρίζο και μουντό στρατιωτικό κατεστημένο της εποχής, το κατάφορτο από ημιάγριες κραυγές και ναφθαλίνη, ο Κατούντας συνοδεύονταν από φως, από ζωντανά χρώματα, από μελωδικούς ήχους και ευωδιαστό αέρα. Δεν ήταν οι στρατιωτικές ικανότητες και τα σωματικά του προσόντα αυτά που τον έκαναν άριστο αξιωματικό και δεινό καταδρομέα. Ούτε η αποφοίτησή του από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου ήταν αυτό που τον έκανε καλλιεργημένο άνθρωπο. Ήταν ο συνολικός ψυχισμός του αυτός που ανέδυε μια διαπεραστική και γοητευτική αύρα. Μια αύρα που μαρτυρούσε ότι δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο Αξιωματικό, αλλά για ένα χαρισματικό ηγέτη, έναν αυθεντικό κάτοχο της τέχνης του πολέμου, έναν ιεροδιάκονο του ιπποτισμού και της γενναιοφροσύνης.
Όσοι γνώρισαν τον Κατούντα αισθάνθηκαν θαυμασμό. Ο θαυμασμός ενός ανθρώπου για κάποιον άλλον, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, προκαλεί συμπάθεια που καταλήγει στην αγάπη, ακόμα και στα όρια της λατρείας. Υπάρχει όμως και ένα ποσοστό ανθρώπων, απολύτως ρηχών και βαθιά συμπλεγματικών, που ο θαυμασμός για κάποιον άλλον τους προκαλεί συντριβή. Και αυτός ο συντετριμμένος θαυμασμός είναι ο ορισμός του φθόνου. Ο Κατούντας αναπόφευκτα γνώρισε και τα δύο: Την αγάπη από τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, αλλά και το φθόνο από μικρή μερίδα σκοτεινών συναδέλφων του. Αλλά αυτή ακριβώς είναι και η μοίρα των όμορφων και ευγενικών ιπποτών στα μυθιστορήματα: Τους λατρεύουν όλοι και τους φθονούν οι σκοτεινοί βασιλιάδες και οι κακοί μάγοι…
Η μετάθεση του Λοχαγού Κατούντα στην Κύπρο επιβεβαίωνε μια αξιοζήλευτη πορεία. Είχε ήδη μια εντυπωσιακή σταδιοδρομία, δημιουργούσε μια υπέροχη οικογένεια και ένα λαμπρό μέλλον διαγραφόταν μπροστά του. Το λαμπρό μέλλον του Κατούντα, όμως, διασταυρωνόταν πλέον με το θολερό μέλλον της Κύπρου. Η μαρτυρική νήσος βρισκόταν ανάμεσα στις συμπληγάδες της ψυχροπολεμικής διεθνούς διπλωματίας, στα πάγια συμφέροντα του βρετανικού στέμματος, στις αδιάκοπες αρπακτικές βλέψεις της Τουρκίας αλλά και στην αδελφοκτόνο σύγκρουση ανάμεσα στην ελλαδική χούντα των συνταγματαρχών και την κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Ο Κατούντας τοποθετήθηκε στην 33η Μοίρα Καταδρομών, μια από τις καλύτερες Μοίρες Καταδρομών του νησιού, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση του 31ου Λόχου Κρούσεως. Πολύ γρήγορα ο Λόχος υπό τη διοίκησή του ξεπέρασε κάθε προηγούμενο επιχειρησιακής αξιολόγησης και έγινε η αιχμή του δόρατος της άμυνας του νησιού. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό: Η προσωπική ακτινοβολία και η φήμη του Λοχαγού, τον οποίο οι προϊστάμενοί του σέβονταν και οι υφιστάμενοί του λάτρευαν. Και μόνο στη θωριά του Λοχαγού τους, οι άνδρες του Λόχου του μετατρέπονταν σε Μυρμιδόνες του Αχιλλέα, σε Λακεδαιμόνιους του Λεωνίδα, σε Μακεδόνες του Αλεξάνδρου, σε Μοραΐτες του Νικηταρά. Γιατί ήξεραν ότι ο Λοχαγός τους θα ηγηθεί με παράστημα και καρδιά λέοντα στη φωτιά της μάχης, ότι τα χνάρια του θα τους δείξουν το δρόμο για τη δόξα. Γιατί έβλεπαν καθημερινά ότι ο Λοχαγός τους είναι ένα αμάλγαμα από τη στόφα του Αχιλλέα, του Λεωνίδα, του Αλεξάνδρου και του Νικηταρά.
Εκείνη την εποχή, όμως, εξυφαίνονταν και τα σχέδια πολιτικής εκτροπής από σκοτεινούς κύκλους, εντός και εκτός νησιού. Μια πολιτική εκτροπή που οδήγησε στην τουρκική εισβολή και την προδοσία της Κύπρου. Ο Κατούντας άντεξε πεισματικά στη μέγγενη των σκοτεινών αυτών κύκλων και των αδίστακτων μηχανισμών τους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Αν είχε υποκύψει στα δολερά κελεύσματά τους, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος θα είχε εξοντωθεί και ο Κατούντας θα ζούσε σήμερα με ασφάλεια ανάμεσά μας. Κάτι τέτοιο, όμως, ήταν δομικά αντίθετο με την ιπποτική φυσιογνωμία του Κατούντα. Γι’ αυτό και εισέπραξε το μένος αυτών των μηχανισμών. Ένα μένος που το πλήρωσε τελικά πανάκριβα ο ίδιος και συνεχίζει να το πληρώνει μέχρι σήμερα, εξίσου πανάκριβα, η οικογένειά του. Πάνω απ’ όλα, όμως, πρόκειται για ένα μένος που το πλήρωσε πανάκριβα η Κύπρος και ο Ελληνισμός.
Η πορεία του Κατούντα προς τη θυσία δεν ξεκίνησε το πρωινό της 20ης Ιουλίου 1974 και με την τουρκική εισβολή. Είχε ξεκινήσει πριν την εκτροπή της 15ης Ιουλίου 1974, όταν οι σκοτεινοί μηχανισμοί – ένθεν κακείθεν – άρχισαν την καταδολίευση της στρατιωτικής άμυνας του νησιού και την υπονόμευση των δυνατοτήτων των στρατιωτικών Μονάδων και Τμημάτων όσων Αξιωματικών δεν συμμετείχαν στην εκτροπή. Παρά την υπονόμευση, όμως, που υπέστη ο ίδιος και ο Λόχος του, ο Κατούντας έδωσε εμφατικά το παρόν στη χαραυγή της τουρκικής απόβασης. Αντιλαμβανόμενος την επαμφοτερίζουσα στάση του συνόλου της στρατιωτικής Ιεραρχίας, εισηγήθηκε σθεναρά και πεισματικά την εφαρμογή των πολεμικών σχεδίων πριν ακόμα εκδηλωθεί η απόβαση των θρασύδειλων εισβολέων. Δεν εισακούσθηκε. Αλλά και όταν άρχισε η απόβαση, ο λεοντόκαρδος Λοχαγός επέμεινε στην άμεση και δυναμική απάντηση της ιταμής πρόκλησης. Κι ας είχε εικόνα των προθέσεων της Ιεραρχίας του, των ακατανόητων διαταγών, των αδειανών αποθηκών επιστρατεύσεως, των αχρηστευθέντων βαρέων όπλων και ασυρμάτων, των κατεστραμμένων οχημάτων και πυρομαχικών. Μπήκε αγέρωχα μπροστά και ας ψυχανεμιζόταν την τραγική αλήθεια. Βάδισε συνειδητά προς το Εκούσιο Πάθος, ακριβώς όπως και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος…
Η πολεμική δράση του Κατούντα κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο είναι στην κυριολεξία κινηματογραφική. Η λόγχη του άστραψε και βρόντηξε εκκωφαντικά. Όταν τα πάντα κατέρρεαν, οι καταδρομείς του 31ου Λόχου Κρούσεως αποτέλεσαν φωτεινό παράδειγμα αξιόμαχου τμήματος, πολεμώντας στο πλάι του Λοχαγού τους συντεταγμένα, με απαράμιλλο θάρρος, χαλύβδινο σθένος και ακλόνητη πίστη για τη νίκη. Η πλέον κομβική, όμως, από τις μάχες που έδωσε ο Κατούντας με τους καταδρομείς του, υπήρξε αυτή του υψώματος του Αγίου Ιλαρίωνα. Γιατί εκεί του στέρησαν μια καθοριστική νίκη. Αν τον άφηναν να κρατήσει το ύψωμα, γιατί ουσιαστικά το είχε καταλάβει όταν διατάχθηκε να απαγκιστρωθεί, τότε η έκβαση της εισβολής θα ήταν τελείως διαφορετική. Αντιθέτως, τον απομάκρυναν από τον Αντικειμενικό Σκοπό που είχαν οι καταδρομείς και τον απέστειλαν σε αποστολή πεζικού, χωρίς υποστήριξη πυροβολικού και βαρέων όπλων. Τον απέστειλαν δηλαδή ως πρόβατο επί σφαγή. Ίσως γιατί οι σκοτεινοί κύκλοι αυτό επεδίωκαν από την αρχή.
Από νικητής στον Άγιο Ιλαρίωνα, ο Κατούντας διατάχθηκε να συμπτυχθεί και ακολούθως να αναπτυχθεί σε ανοικτό πεδίο, για να συγκρατήσει την πλημμυρίδα των εισβολέων, που είχαν ήδη πετύχει να δημιουργήσουν το πρώτο προγεφύρωμα στην Κερύνεια. Ο Κατούντας ανέπτυξε τους Καταδρομείς του με το βέλτιστο δυνατό τρόπο, προσπαθώντας να απαγορεύσει τη διαπλάτυνση του εχθρικού προγεφυρώματος, ελπίζοντας σε ενισχύσεις με βαρέα όπλα και άρματα. Όταν αντελήφθη ότι όχι μόνο δεν θα έρθουν ενισχύσεις αλλά και ότι ο εχθρός τον έχει περικυκλώσει με σημαντικό αριθμό αρμάτων, τότε συνειδητοποίησε την παγίδα που είχε στηθεί σε βάρος του. Και όχι με αποκλειστική υπαιτιότητα των Τούρκων. Παρά τις απώλειες, κατάφερε να απαγκιστρώσει το Λόχο του μέσα από ορυμαγδό εχθρικών πυρών και να συμπτυχθεί απολύτως συντεταγμένα σε έναν ελαιώνα νότια της Κερύνειας.
Στο σημείο αυτό, ο Κατούντας έζησε την προσωπική του Γεσθημανή. Είναι η τελική δοκιμασία που επιφυλάσσει η Θεία Πρόνοια σε όσους έχει επιλέξει να υπερβούν την ανθρώπινη υπόστασή τους. Την εικόνα την έχουν περιγράψει με συγκλονιστικό τρόπο οι συμπολεμιστές του. Ο Λόχος έχει ανασυνταχθεί σε έναν ελαιώνα νότια της Κερύνειας και προσπαθούν να ξαποστάσουν για λίγο. Ο Λοχαγός βρίσκεται καθισμένος καταγής, με το όπλο του να ακουμπά τη γη ανάμεσα στα πόδια του και την κάνη να στηρίζεται στον ώμο του. Σκέφτεται την ιδέα ενεργείας που πρέπει να ακολουθήσουν. Μπροστά του υπάρχουν δύο δρόμοι. Ο ένας, ο ασφαλής και εύκολος, είναι να ξεκόψουν στο δρόμο για Λευκωσία και να γλυτώσουν. Ο άλλος, ο επικίνδυνος και δύσκολος, είναι να κάνουν μια απέλπιδα προσπάθεια να συγκρατήσουν την κατευθυνόμενη προς νότο προέλαση των Τούρκων, επιβραδύνοντας τη συνένωση των εισβολέων με τους Τουρκοκυπριακούς θυλάκους του Κιόνελι, καλύπτοντας παράλληλα τα διαλυμένα τμήματα των Ελληνικών Μονάδων που υποχωρούσαν άτακτα και δίνοντας χρόνο στις Ελληνικές δυνάμεις να οργανώσουν την αντεπίθεσή τους, εξασφαλίζοντας τη διάβαση της Λευκωσίας. Εξαιρετικά τολμηρό!
Μέσα του αντιπαλεύουν δύο φωνές. Η μία φωνή, της λογικής, του λέει να αποσυρθεί με ασφάλεια. Κανείς δεν θα μπορεί να τον κατηγορήσει ότι δεν έκανε το καθήκον του. Ταυτόχρονα, τον περιμένει η μικρή πρωτότοκη κόρη του και η σύζυγός του που είναι έτοιμη να γεννήσει το δεύτερο παιδί τους. Είναι η φωνή της ανθρώπινης φύσης του Χριστού που λέει «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο». Η άλλη φωνή, όμως, είναι της καρδιάς του ιππότη. Τον προστάζει να προστατέψει την Πατρίδα αλλά και τους τσακισμένους συναδέλφους του. Είναι η φωνή του Χριστού που λέει τα υπόλοιπα λόγια της συνταρακτικής προσευχής Του «…πλην ουχί ως εγώ θέλω, αλλ’ ως Συ». Όπως ο Χριστός στους πρόποδες του Όρους των Ελαιών, στον κήπο της Γεσθημανή, που στα εβραϊκά σημαίνει ελαιοτριβείο, έτσι και ο Κατούντας, στον ελαιώνα της Κερύνειας ακολουθεί τη φωνή του Χρέους. Σηκώνει το βλέμμα του. Είναι μια χαράδρα μπροστά του. Ξέρει ότι πρέπει να τη διαβεί και να βουτηχτεί στο αίμα για να περάσει αντίπερα, όπως ο Χριστός αποφάσισε να διαβεί το Γολγοθά και να βουτηχτεί στο αίμα για να κάνει το καθήκον Του.
Ο 31ος Λόχος Κρούσεως εισέρχεται στη χαράδρα συντεταγμένα. Και τότε ξεσπά η κόλαση. Καταιγιστικά και διασταυρούμενα υπερκείμενα πυρά πέφτουν πάνω στους Καταδρομείς από παντού, οι οποίοι προσπαθώντας να προφυλαχτούν και να ανταποδώσουν βρίσκουν παντού μπροστά τους παγιδευμένα συρματοπλέγματα με εκρηκτικά και χειροβομβίδες. Μέσα στο χαλασμό, ακούγεται διαρκώς η στεντόρεια φωνή του Κατούντα, που ενώ έχει ήδη τραυματιστεί στο πόδι, πυροβολεί αδιάκοπα τον εχθρό και ταυτόχρονα φωνάζει στους καταδρομείς του «Θάρρος παιδιά!».
Η κατάσταση είναι τραγική, οι απώλειες αυξάνονται, τα πυρομαχικά τελειώνουν. Καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να ολοκληρώσει το σχέδιό του. Αγαπά όμως τους άνδρες του και ξέρει ότι πρέπει να τους κρατήσει ζωντανούς, για να δώσουν την αποφασιστική μάχη στη Λευκωσία. Αποφασίζει να διασπάσει τον κλοιό για να διασωθούν. Αυτός όμως μένει πίσω μόνος του και καλύπτει με πυρά τη διαφυγή, συνεχίζοντας να φωνάζει «Θάρρος παιδιά!». Όταν βγαίνει και ο τελευταίος καταδρομέας από τη χαράδρα, ο Κατούντας μένει μόνος του πίσω και μάχεται λυσσωδώς. Η σκηνή είναι επική, καθώς μέσα στους καπνούς και στην αντάρα της μάχης ο Λοχαγός μάχεται μονάχος, σα να σηκώνει στις πλάτες του την τιμή του Ελληνισμού, σα να προσπαθεί με τη θυσία του να άρει τις αμαρτίες του κόσμου. Το πεπρωμένο τού γνέφει…
Από εκείνο το μεσημέρι, ο Λοχαγός Νικόλαος Κατούντας αγνοείται. Κανείς δεν γνωρίζει πια πού βρίσκεται. Οι σπαρακτικές προσπάθειες που καταβάλλουν επί χρόνια η σύζυγος και οι κόρες του για να τον βρουν, έχουν αποβεί άκαρπες. Γιατί η επίσημη πολιτεία όχι μόνο δεν έχει συνδράμει ουσιαστικά στην προσπάθεια, αλλά έχει σταθεί ενεργητικά εχθρική και στην ιδέα ακόμα του εντοπισμού του. Ίσως γιατί και νεκρό ακόμα τον φοβούνται. Γιατί η ιστορία του Λοχαγού Κατούντα, του προδομένου ιππότη, ταυτίζεται με την ιστορία του προδομένου Ελληνισμού της Κύπρου. Οι σκοτεινοί κύκλοι που επεδίωκαν τη διχοτόμηση του νησιού ήξεραν ότι οι Μοίρες Καταδρομών έπρεπε να εξοντωθούν γρήγορα και να μη συμπτυχθούν στη Λευκωσία. Γιατί με τους καταδρομείς ζωντανούς να μάχονται μέσα στους δρόμους και στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, ο Αττίλας δεν θα μπορούσε να θέσει πόδα στην πρωτεύουσα του νησιού και να βαδίσει προς Αμμόχωστο. Αν αναλογιστεί κανείς την πιθανότητα να κατάφερνε ο Κατούντας να συμπτυχθεί με το Λόχο του στη Λευκωσία και να ενισχύονταν με τους καταδρομείς που ήρθαν ως εφεδρεία με την επιχείρηση «Νίκη», θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο η Λευκωσία δεν θα έπεφτε, αλλά θα ήταν ακόμα εκεί και θα πολεμούσαν μέχρι σήμερα!
Γνωρίζοντας την ιστορία του Κατούντα, μπορώ να καταλάβω γιατί δεν μπορούμε να τον εντοπίσουμε. Γιατί ο Λοχαγός Νικόλαος Κατούντας βρίσκεται εκεί που φυτρώνουν τα παράσημα! Αν γνωρίζαμε που βρίσκεται αυτό το μέρος, ο Ελληνισμός ίσως να είχε στερηθεί από αιώνων τους ημίθεούς του. Αλλά και αν βρίσκαμε το μέρος, είναι πάλι αμφίβολο αν θα μπορούσαμε να το εξερευνήσουμε. Γιατί δεν αρκεί να σε φέρει η μοίρα μπροστά στις ηφαιστιογενείς πύλες που οδηγούν στα Φλεγραία Πεδία των Ηρώων. Πρέπει να έχεις και την καρδιά να τις διαβείς…
Ο Ελληνισμός δεν γνωρίζει πού είναι ο τάφος του Αχιλλέα, του Λεωνίδα, του Αλεξάνδρου, του Παλαιολόγου, του Νικηταρά. Δεν το έχει ανάγκη, γιατί όλοι τους βρίσκονται στην ψυχή του ανώνυμου Έλληνα. Όπως βρίσκεται και ο Κατούντας, ο τελευταίος ήρωας του Ελληνισμού σε εθνικούς πολέμους. Στέκει κι αυτός αμίλητος στη χορεία των Εθνικών Ηρώων, μας κοιτά ήρεμα και μας ανδροκαλεί σε μια αδιάκοπη αναμέτρηση με το πεπρωμένο μας. Είναι αμίλητος, αλλά ο ήχος της φωνής του αντηχεί στεντόρεια από εκείνη τη χαράδρα στους ελαιώνες της Κερύνειας: «Θάρρος παιδιά»!!!
Ο μύθος θέλει τη γοργόνα, την αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, να γυρνά αιώνια στις θάλασσες και να ρωτά «Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος»; Από το μεσημέρι της 22ας Ιουλίου 1974, η σύζυγος και οι κόρες του Λοχαγού Κατούντα ρωτούν το ίδιο σπαρακτικά «Ζει ο Λοχαγός Κατούντας»; Η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο «Ναι». Γιατί όπως ο Βασιλιάς Αλέξανδρος ζει παντοτινά στο Γρανικό, στην Ισσό και στα Γαυγάμηλα, έτσι και ο Λοχαγός Κατούντας ζει παντοτινά στην Κερύνεια, στον Άγιο Ιλαρίωνα και σ’ εκείνη τη χαράδρα του ελαιώνα. Γιατί οι όμορφοι και ευγενικοί ιππότες δεν πεθαίνουν ποτέ…
* Απόσπασμα από το βιβλίο «Νικόλαος Κατούντας – Ο Λεωνίδας της Κερύνειας», από το κεφάλαιο «Είπαν για τον Νικόλαο… οι εν όπλοις συνάδελφοί του», σελ. 171, εκδ. Ινφογνώμων, Αθήνα 2019