Στην Καστοριά βρίσκεται ο συμπατριώτης μας, Μυλοποταμίτης, Δημήτρης Ζερβός ο οποίος επισκέφθηκε πριν λίγο το περίφημο σπήλαιο Δράκου. Μετά την επίσκεψή του ανήρτησε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook δύο φωτογραφίες από το σπήλαιο, στη μία από τις οποίες απεικονίζεται πίνακας ενημέρωσης ο οποίος ενημερώνει για τα ανοιχτά σπήλαια σε όλη την Ελλάδα που μπορούν να ξεναγηθούν Έλληνες και ξένοι τουρίστες. Συνοδεύει την ανάρτησή του με το εξής σχόλιο:
«Επισκεφθήκαμε σήμερα το αξιόλογο σπήλαιο του Δράκου στην Καστοριά. Στην έξοδο του υπάρχει πίνακας με τα επισκέψιμα σπήλαια της Ελλάδας. Σ’ αυτόν αναφέρεται πρώτο και αυτό της Αγίας Σοφίας των Κυθήρων. Θα ενημερώσει υπεύθυνα κάποιος αρμόδιος γιατί το σπήλαιο παραμένει κλειστό;»
Η φωτογραφία με την ενημέρωση παρατίθεται παρακάτω και όπως θα καταλάβετε λειτουργεί ως μέσο παρότρυνσης στους τουρίστες να επισκεφτούν τα σπήλαια της Ελλάδας. Βέβαια ακόμη δεν είναι γνωστό τι θα αντικρίσουν οι τουρίστες που θα επισκεφτούν τα Κύθηρα και γι’ αυτό το λόγο, αλλά είναι ευχής έργον η άμεση επαναλειτουργία του Σπηλαίου Αγίας Σοφίας, ενός από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του νησιού που επισκέπτονταν περί τις 6.000 άτομα σε ετήσια βάση.
Η ιστορία του σπηλαίου Δράκου
Στις γραπτές μαρτυρίες από την εποχή της τουρκοκρατίας, δεν υπάρχει καμία αναφορά στο σπήλαιο, αλλά ούτε και σε προγενέστερες. Πιθανολογείται ότι η ύπαρξη του σπηλαίου ήταν άγνωστη αφού η είσοδος του δεν ήταν ιδιαίτερα εμφανής λόγω μορφολογίας, αλλά και επειδή η παραλίμνια διαδρομή δεν ήταν προσβάσιμη και η προσέγγιση του σημείου μπορούσε να γίνει μόνο μέσα από την λίμνη.
Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε τυχαία από ντόπιους τη δεκαετία του 1940 όταν και διανοίχτηκε ο παραλίμνιος δρόμος από τον στρατηγό Σουγγαρίδη, στον οποίο αποδόθηκε και το όνομα της παραλίμνιας οδού. Αργότερα (1954) ο Σουηδός εξερευνητής Linberg αφού περιηγήθηκε στο σπήλαιο, ενημέρωσε την τοπική κοινωνία για τον πλούσιο και αξιοθαύμαστο εσωτερικό του διάκοσμο.
Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια ανάδειξης του σπηλαίου έγινε από τον Τζώνη Ζερβουδάκη σε συνεργασία με την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία (ΕΣΕ) το 1963 οπότε και δόθηκε η πρώτη αδρή χαρτογράφηση καθώς και οι πρώτες φωτογραφίες από το εσωτερικό του. Η έρευνα κλιμακώθηκε το 1966 και ολοκληρώθηκε το 1969 από κλιμάκιο της ΕΣΕ που καταχώρησε το σπήλαιο στο επίσημο ετήσιο Δελτίο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. Παράλληλα ο επικεφαλής των ερευνών κ.Παλληκαρόπουλος εκπόνησε μια προμελέτη για την τουριστική αξιοποίηση του σπηλαίου.
Οι συνεχείς δημοσιεύσεις από τους τοπικούς φορείς καθώς και η διενέργεια αλλεπάλληλων εξερευνήσεων είχαν καταλυτική επίδραση. Σαν αποτέλεσμα, αρμόδιοι υπάλληλοι της Εφορείας Σπηλαιολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού, προσκεκλημένοι από το Δήμο, και σε συνεργασία με το Σύλλογο Φίλων Περιβάλλοντος υπέβαλαν επίσημο πόρισμα (1995) για την καταλληλόλητα και τις δυνατότητες αξιοποίησης του σπηλαίου.
Ακολούθως, ο Δήμος Καστοριάς στράφηκε στην αναζήτηση χρηματοδότησης για την ανάθεση και εκπόνηση της οριστικής μελέτης. Οι πόροι εξασφαλίστηκαν από το Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης και οι προσπάθειες ξεκίνησαν (1998) από ομάδα Καστοριανών μελετητών και επιβλέποντες της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου. Στη συνέχεια το έργο «Αξιοποίηση Σπηλαίου Δράκου Καστοριάς» εντάχθηκε στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα (ΠΕΠ) Δυτικής Μακεδονίας.
Μόλις στα τέλη του 2009 (13 Δεκεμβρίου) το σπήλαιο άνοιξε τις πύλες του για το κοινό. Πρόκειται για ένα από τα πιο σύγχρονα και εντυπωσιακά σπήλαια των Βαλκανίων, εξοπλισμένο με ιδιαίτερα εξελιγμένες εγκαταστάσεις και σύστημα ανακύκλωσης αέρα που επιτρέπει τη διατήρηση της φυσικής κατάστασης του σπηλαίου ενώ ταυτόχρονα αποτρέπει τη διάβρωση στο εσωτερικό του.