Η έκφραση “serial killer” στην ελληνική της έκδοση και μάλιστα γένους θηλυκού, ενσαρκώθηκε πίσω στα “χρόνια της αθωότητας” στο πρόσωπο της Αικατερίνης Δημητρέα, σε ένα μικρό χωριό της Μάνης, τη Στούπα.
Σε διάστημα περίπου τεσσάρων μηνών, η Δημητρέα διέπραξε τέσσερις φόνους, ξεκληρίζοντας σχεδόν την οικογένεια της με την χρήση παραθείου και αναγκάζοντας διεθνή μέσα όπως η Mineapolis Sunday Times να κάνει γνωστή την ιστορία της στα πέρατα του κόσμου.
Στα 42 της χρόνια η «δράκαινα» της Μάνης, όπως την αποκάλεσαν αργότερα τα μέσα ενημέρωσης, ήταν διαζευγμένη και έπασχε από ημιπληγία στην αριστερή της πλευρά. Για την μικρή, κλειστή, επαρχιακή κοινωνία ήταν δαχτυλοδειχτούμενη. Ζούσε μαζί με την κόρη της σε ένα χαμόσπιτο του χωριού και προσπαθούσαν να ζήσουν με το μηνιαίο της επίδομα, της τάξεως τον 200 δραχμών από την κρατική πρόνοια. Η ζωή της δίπλα στην 10χρονη Στέλλα κυλούσε δύσκολα, αλλά ήρεμα. Ή τουλάχιστον αυτό φαινόταν στην τοπική κοινωνία.
Τι μπορεί να συνέβη μέσα στο μυαλό της Αικατερίνης Δημητρέα το πρωινό της 27 Μαϊου 1962, κανείς δεν μπόρεσε να μάθει, τουλάχιστον όχι μέχρι την στιγμή που αναγκάστηκε να λογοδοτήσει για τις πράξεις της. Εκείνη την ημέρα, ο Δημητρέα βρισκόταν στο σπίτι της κάνοντας καθημερινές δουλειές. Η πόρτα χτύπησε. Ήταν η μητέρα της. Είχε έρθει να την επισκεφθεί. Η 42χρονη θα την φιλέψει ένα πιάτο μακαρόνια.
Η 80χρονη Στεφούλα Λουκαρέα δεν θα αντιληφθεί ποτέ ότι το «κέρασμα» ήταν πασπαλισμένο με παραθείο. Θα τελειώσει το φαγητό της και λίγη ώρα αργότερα θα βρεθεί στο πάτωμα με φοβερούς πόνους. Ο γιατρός Σακελαρίδης που κλήθηκε εσπευσμένα στο σπίτι πιστοποίησε τον θάνατο της γυναίκας από εμβολή καρδιάς, γεγονός που θεωρήθηκε φυσιολογικό αφού ήταν γνωστό ότι αντιμετώπιζε καρδιολογικά προβλήματα.
Η Δημητρέα θα συνεχίσει για τον επόμενο 1,5 μήνα κανονικά την ζωή της. Είχε γλιτώσει, κανείς δεν ανακάλυψε τι είχε συμβεί. Όμως το «μικρόβιο» είχε μπει πλέον μέσα της και στις 19 Ιουλίου καλεί την εξαδέλφη της Ποτούλα Τσιλιγονέα για καφέ στο σπίτι. Οι δυο γυναίκες συνομίλησαν αρκετή ώρα, ενώ η εξαδέλφη απολάμβανε τον καφέ που της είχε προσφερθεί. Όταν σωριάστηκε στο πάτωμα και λίγη ώρα αργότερα ξεψύχησε, κανείς δεν υποπτεύθηκε κάτι, αφού κατά την πτώση υπέστη κάταγμα κρανίου και σε αυτό αποδόθηκε και ο θάνατός της. Η Δημητρέα ήταν και πάλι ασφαλής.
Η μέχρι εκείνη την ώρα επιτυχία της, την οδήγησε έπειτα από λίγες ημέρες στο να προσφέρει καφέ και στον αδελφό της Κωνσταντίνο Λουκαρέα. Αμέριμνος και εκείνος, ήπιε τον καφέ με την αδελφή του και έφυγε από το σπίτι. Ωστόσο, καθώς περπατούσε στο δρόμο ένιωσε έντονους πόνους στο στομάχι και λιποθύμησε. Μόλις τον είδαν οι συγχωριανοί του, τον μετέφεραν αμέσως στο νοσοκομείο, όπου του έγινε πλύση στομάχου. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι αντιμετώπιζε προβλήματα με την χολή του. Η Δημητρέα δεν πέτυχε το στόχο της, όμως κατάφερε για ακόμη μια φορά να μην αποκαλυφθεί.
Το σχέδιο της είχε πάει λίγο πίσω, αλλά πλέον εκείνη ήθελε να προχωρήσει με γοργούς ρυθμούς. Μόλις ο αδελφός της πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο, η Δημητρέα βρήκε την ευκαιρία για να πραγματοποιήσει τον στόχο της. Στις 3 Αυγούστου τον κάλεσε στο σπίτι της για να τον περιποιηθεί. Αυτή τη φορά το μενού είχε αβγά. Βέβαια, προκειμένου να είναι σίγουρη για το αποτέλεσμα, το παραέκανε με την ποσότητα παραθείου που έριξε μέσα, με αποτέλεσμα ο αδελφός της να ξεψυχήσει λίγα λεπτά αργότερα στο πάτωμα του σπιτιού.
«Ο θάνατος επήλθε συνεπεία καρδιακής προσβολής εξαιτίας μιας οξείας κρίσης χολής» θα συμπεράνει ο γιατρός Σακελαρίδης, που μέσα σε δύο μήνες είχε εξετάσει τρία πτώματα από την ίδια οικογένεια. Στο χωριό είχαν ήδη αρχίσει να μιλούν για κάποια σκοτεινή κατάρα που είχε πέσει στην οικογένεια, αφού δεν υπήρχε τρόπος να δικαιολογήσουν τόσους θανάτους σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Το μοιραίο λάθος της Δημητρέα έγινε στις 6 Σεπτεμβρίου, όταν προσέφερε ένα λουκούμι στον 5χρονο ανιψιό της. Ο μικρός Ηλίας πήρε με μεγάλη χαρά από την θεία του γλυκό και απήλαυσε κάθε δαγκωματιά. Λίγα λεπτά αργότερα, λιποθύμησε βγάζοντας αφρούς από το στόμα. Ο πατέρας του μικρούλη επιχείρησε να τον πάει στο νοσοκομείο, αλλά πριν ακόμη φτάσει, το αγοράκι είχε «φύγει».
Όμως αυτή τη φορά, δεν υπήρχε κάποια ασθένεια στο θύμα. Ούτε προβλήματα καρδιάς, ούτε ζητήματα χολής, ούτε και πτώση που να δικαιολογεί τον θάνατο. Το χωριό άρχισε και πάλι να μιλά, αφού οι πρώτες υποψίες είχαν πλέον γεννηθεί. Όλα τα θύματα είχαν προηγουμένως επισκεφθεί την Δημητρέα, ενώ το πόρισμα Σακελαρίδη ήταν σαφές. Δηλητηρίαση. Η εντολή για μεταφορά της σωρού στο νοσοκομείο Καλαμάτας ήταν άμεση. Από την νεκροτομή αποκαλύφθηκε ότι το 5χρονο αγόρι είχε στα σπλάχνα του ίχνη παραθείου. Οι πρώτες έρευνες αποκάλυψαν ότι εκείνο το πρωί η Δημητρέα είχε διαπληκτιστεί με την μητέρα του Ηλία. Την ίδια στιγμή, μάρτυρας ανέφερε ότι είχε δει την 42χρονη να προσφέρει ένα λουκούμι στο ανιψάκι της.
«Έπρεπε να πεθάνουν γιατί με κακομεταχειρίζονταν. Δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανέναν, παρά μόνο στον αδελφό μου» θα ομολογήσει στις 10 Σεπτεμβρίου στον πρόεδρο της κοινότητας. Την σκυτάλη θα πάρει η χωροφυλακή, την οποία θα οδηγήσει σε ένα εκκλησάκι, μισό χιλιόμετρο έξω από το χωριό. Εκεί έκρυβε την φιάλη με το παραθείο και ένα μπουκάλι υδράργυρο, το οποίο είχε προμηθευτεί αρχικά για να εκτελέσει το σχέδιο της. Στον ανακριτή θα αποκαλύψει ότι είχε προσπαθήσει να δηλητηριάσει δύο ακόμη συγγενείς της. Κάποιους μήνες νωρίτερα είχε προσφέρει «πειραγμένο» κοτόπουλο στην γυναίκα του άλλου της αδελφού, ενώ την ημέρα που δηλητηρίασε τον μικρό Ηλία, είχε προσφέρει στην 4χρονη Ανθούλα Θωμέα δηλητηριασμένο ρόδι. Για καλή τους τύχη και τα δύο υποψήφια θύματα είχαν αρνηθεί την προσφορά της.
“Έριξα παραθείο στα μακαρόνια της μάνας μου για να γίνουν πιο… νόστιμα. Στα αυγά του αδελφού μου έβαλα δηλητήριο για να δει πόσο… καλή μαγείρισσα είμαι! Η μητέρα μου με βασάνιζε και ήθελε να με βγάλει από το σπίτι, το ίδιο και ο αδελφός μου. Όσο για την Τσιλιγονέα, έβαζε λόγια να με διώξουν, να με αφήσουν να πεθάνω της πείνας και εγώ και η κόρη μου. Γιατί ο γιατρός που τους εξέτασε, δεν βρήκε τίποτα;” είπε στους δημοσιογράφους που την περίμεναν έξω από την χωροφυλακή της Καρδαμύλης.
Στις 12 Σεπτεμβρίου το χωριό θα παρακολουθήσει την εκταφή των υπολοίπων τριών θυμάτων, προκειμένου να τους γίνει εξέταση και να διαπιστωθεί ο θάνατος από παραθείο. Το επόμενο πρωί η 42χρονη θα περάσει το κατώφλι του ανακριτή στην Καλαμάτα. Θα την μεταφέρουν με λεωφορείο της γραμμής και υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Θα επαναλάβει όσα είπε και στους δημοσιογράφους τις προηγούμενες ημέρες, προσθέτοντας μόνο ότι θέλησε να σκοτώσει την 4χρονη Ανθούλα για να εκδικηθεί τον πατέρα της που ήταν φίλος με τον αδελφό της και του “έβαζε λόγια” για να την διώξει από το σπίτι.
«Θέλαν όλοι το κακό μου»
«Η μητέρα μου με βασάνιζε συνεχώς. Ο αδελφός μου με απόπαιρνε, με έδερνε. Ήμουν μια φτωχή γυναίκα που την εγκατέλειψε ο άνδρας της και έπρεπε να ζήσω το μικρό μου κοριτσάκι, τη Στέλλα. Αλλά, μου φερόντουσαν όλοι εχθρικά. Και περισσότερο η μάνα μου και ο αδελφός μου. Με πίεζαν να κάνω όλες τις δουλειές αν και ήξεραν πως είμαι άρρωστη κι έπασχα από την καρδιά μου. Κάθε ώρα μου έλεγαν να φύγω από το σπίτι. Γι αυτό κι εγώ τους εκδικήθηκα. Με μισούσαν όλοι. Θέλαν το κακό μου» έλεγε η ίδια όταν την ρωτούσαν για ποιό λόγο ωθήθηκε στις πράξεις της.
Βέβαια η αστυνομία είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στόχος της ήταν η περιουσία της οικογένειάς της, από την στιγμή που έμαθε ότι η μητέρα της άφηνε στην διαθήκη της το οικογενειακό σπίτι στον αδελφό της. Όμως, μια δήλωση της την έστειλε λίγες ημέρες αργότερα στο Δαφνί. Η Δημητρέα αποκάλυψε ότι σκόπευε στα «σαράντα» του αδελφού της, να βάλει στα κόλλυβα παραθείο, σε τέτοια ποσότητα που θα ξεκλήριζε όλο το χωριό.
Τον Μάιο του 1963 η γραμμή που θα ακολουθήσει κατά την δίκη της στο Κακουργιοδικείο Ναυπλίου είναι αυτή της «παραφροσύνης». Μάλιστα, κατά την αρχική τοποθέτησή της στο ακροατήριο, όταν ερωτήθηκε επί της ενοχή της για τα εγκλήματα, απάντησε πως δεν θυμάται. Η γνωμάτευση της Δ’ Ψυχιατρικής Κλινικής της Αθήνας, που αναγνώσθηκε στο δικαστήριο, θα αναφερθεί σε χαμηλό επίπεδο νοημοσύνης, χωρίς όμως να εμφανίζει κάποιο είδος ψύχωσης, αλλά «αι σωματικαί παθήσεις της και εν γένει αι άθλιαι συνθήκαι υφ’ ας έζη κατά τα τελευταία έτη, ασφαλώς επέδρασαν εν συνδυασμώ και προς την συναισθηματική της ανωριμότητα εις την διαμόρφωσιν του ανωμάλου χαρακτήρος και πιθανώς ερμηνεύουν, εις τινά βαθμόν, τας αντικειμενικάς αντιδράσεις της».
Ο εισαγγελέας θα την χαρακτηρίσει «ύαινα της κόλασης», υποστηρίζοντας πως έχει «απολύτως σώας τας φρένας της». Οι ένορκοι ήταν αμείλικτοί και το δικαστήριο θα την καταδικάσει στις 8 Μαΐου 1963 τετράκις στην ποινή του θανάτου και σε 15ετή κάθειρξη για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Τα ξημερώματα της 10 Απριλίου 1965, η «δηλητηριάστρια της Μάνης» θα γραφτεί στην ιστορία ως η πρώτη Ελληνίδα serial killer και θα εκτελεστεί στο Γουδί στις 05.30 το πρωί.