Περίμενα τους 42°C, τη δεύτερη σειρά μυθοπλασίας της Cosmote TV μετά τη μεταφορά του Έτερος Εγώ στη μικρή οθόνη, απ’ όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματά τους στην Κέρκυρα το καλοκαίρι του 2020. Οι αιτίες ήταν πολλές. Καταρχάς ο δρόμος που φαίνεται να χαράζει η Cosmote TV στις παραγωγές της στη μυθοπλασία. Είναι ο ίδιος που κάποτε καθιέρωσε το αμερικανικό HBO στα τέλη των ‘90s.

Κάποια ευθεία σύγκριση βέβαια θα ήταν παράλογη. Εν μέρει άδικη κιόλας για τους Έλληνες παραγωγούς που λειτουργούν σε μία βιομηχανία με άλλη μεθοδολογία. Χωρίς πολλαπλούς σεναριογράφους συνήθως, χωρίς πάνω από έναν σκηνοθέτη, χωρίς το μπάτζετ των Sopranos. Τα μεγέθη είναι διαφορετικά, όμως ο κεντρικός άξονας είναι ο εξής και είναι κοινός: Οι ιστορίες στην Cosmote TV όπως οι 42°C και το Έτερος Εγώ πριν από αυτούς, έχουν αρχή/μέση/τέλος που έχουν οριστεί ήδη ως πυξίδα πριν καν ανοίξουν οι κάμερες, και οι δημιουργοί έχουν την ελευθερία και τη στήριξη να τις υλοποιήσουν σύμφωνα με το όραμά τους. Χοντρά-χοντρά μιλάμε δηλαδή για μία κινηματογραφικών αναφορών λογική που πλέον, μαζί με τον παράγοντα του binge-watching που έχει αλλάξει το παιχνίδι δραματικά παγκοσμίως, ως πάροχος θέλει να επενδύει σε αφηγήσεις που θα κολλήσουν το κοινό στην οθόνη του, και σε ελληνικά ταλέντα κι ιστορίες που δε θα έβρισκαν απαραιτήτως χώρο στα ελεύθερα κανάλια.

Οι «42°C» πυροδοτούνται από ένα έγκλημα που εκτελείται κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο του νησιού. Τον απροσδόκητο θάνατο μίας έφηβης κοπέλας που κλονίζει την τοπική κοινωνία και την οικογένειά της. Η ημέρα θανάτου του κοριτσιού συμπίπτει κιόλας με την ημέρα επιστροφής της αδελφής της, Λένας (Ναταλία Swift), που θα βρεθεί αντιμέτωπη με το εξής τραγικό συμβάν: Η αδερφή της βρίσκεται νεκρή στην ίδια τοποθεσία όπου είχε εντοπιστεί η σωρός της μητέρας της έξι χρόνια πριν. Πρόκειται για σύμπτωση ή προμελετημένη πράξη;

Όπως ανέφερε η Κατερίνα Λέχου σε συνάντησή μας, η σειρά «αφορά τη δομή της ελληνικής οικογένειας που αποκαθηλώνεται και τις παθογένειές της, δηλαδή το να μην πολυσυζητάμε τα πράγματα». Ο χαρακτήρας της ηθοποιού, η μία από τις δύο θείες της Λένας, ανήκει στη μεγαλύτερη γενιά της οικογένειας όπου εντοπίζονται οι ρίζες των παθογενειών αυτών, και ως βασικό κίνητρο έχει το ξέπλυμα και τη συγκάλυψη των κακώς κειμένων της ξεπεσμένης οικονομικά, αλλά επιφανούς στο νησί φαμίλιας της.

Η εικόνα της αγίας οικογένειας εδώ είναι διάτρητη. Η νοσηρότητα στάζει μέσ’ απ’ τις αμυχές της. Η Κάλλια Παπαδάκη, η νικήτρια του Ευρωπαϊκού Βραβείου Λογοτεχνίας για το βιβλίο «Δενδρίτες» το 2017, μαζί με τον Σέργιο Κωνσταντινίδη που γράφουν μαζί το σενάριο, στήνει έναν μικρόκοσμο αποκομμένο από την πραγματικότητα έξω από το αρχοντικό της οικογένειας και εγκλωβίζει τους πάντες μέσα του. Η ανάμειξή της με το πρότζεκτ ήταν και αυτή μία από τις πιο πολλά υποσχόμενες ενδείξεις ότι οι «42°C» μπορούσαν να κάνουν πραγματικά τη διαφορά στη νέα τηλεοπτική σεζόν. Όπως συμβαίνει με τα βιβλία της ή το σενάριο που έγραψε για την ταινία «September» που είδαμε το 2013, οι διεργασίες των ηρώων της είναι κυρίως εσωτερικές και οι λιγοστοί διάλογοι αφήνουν το περιθώριο στους θεατές να συμπληρώνουν τα κενά χωρίς να τους παίρνει από το χέρι.

Οι πάντες στη σειρά έχουν μυστικά και κανείς δε λέει ποτέ την απόλυτη αλήθεια. Είναι παγιωμένο στοιχείο της νεο-νουάρ τηλεόρασης αυτό και συνήθως – σε όσες σειρές είναι νορδικής ή βρετανικής προέλευσης – συνοδεύεται από ένα έγκλημα, κάποια μικρή κοινότητα που νοσεί, και ένα σαθρό κοινωνικό σύστημα. Στην περίπτωση των 42°C, το σύστημα στο στόχαστρο είναι η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια – που μόνο παραδοσιακή δεν είναι – το μουντό όμως, ψυχρό κλίμα αντικαθιστάται εδώ από το ελληνικό, ιδρωμένο καλοκαίρι που δίνει στη σειρά μέρος της ελληνικής της ταυτότητας.

Ο βραβευμένος Γιώργος Παπαβασιλείου που αυτό τον καιρό ετοιμάζει επίσης το «Καρτ Ποστάλ» της Βικτόρια Χίσλοπ για την ΕΡΤ, σκηνοθετεί με ζωντάνια και υπονοούμενα το summer in Greece και το μεσογειακό σκηνικό. Μπορείς εύκολα να δεις το δημιούργημά του σε αγορές του εξωτερικού, χωρίς όμως να στερείται αναγνωρίσιμα στοιχεία, συνδεδεμένα με τη χώρα μας. Είναι ένα διαφορετικό δηλαδή εγχείρημα σε σχέση με τη μεταφορά κάποιου βιβλίου μυστηρίου του Harlan Coben ας πούμε, όπου η τοποθεσία στην αρχική πηγή είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά σε τηλεοπτικές του διασκευές έχουν μετατραπεί στο Μάντσεστερ (The Stranger) ή στη Βαρσοβία (The Woods) χωρίς να αλλάζει τίποτα ουσιαστικό στο DNA της ιστορίας.

Οι 42°C έχουν τοπικότητα και δεν την οφείλουν μόνο στα τζιτζίκια που ακούς σε πολλές από τις σκηνές τους.

Σε αυτό διαφέρουν από το Έτερος Εγώ που λειτουργεί σε ένα δικό του σύμπαν με αγνώριστες, για παράδειγμα, ελληνικές φυλακές, ή από τον εναλλάξιμο μικρόκοσμο του Σιωπηλού Δρόμου που θα μπορούσε να κοπεί από τον χάρτη και να μπει δίπλα σε ένα Borderliner ή ένα Defending Jacob. Είναι πιο κοντά σε ένα Sharp Objects που ανάβρυζε την υγρασία του νοτιοανατολικού Μιζούρι, ή σε ένα Mare of Easttown που ενσωματώνει τη σκοτεινιά των προαστίων της Φιλαδέλφεια και την κρίση οπιοειδών που θερίζει την περιοχή. Εκείνοι οι κάτοικοι αναγνώρισαν τον τόπο τους σε αυτές τις σειρές, όπως κάνουμε και εμείς τώρα με τους 42°C όταν βλέπουμε την πρωταγωνίστρια να πλένεται με το λάστιχο μετά την παραλία και να γεμίζει το σαλόνι με νερά. Όταν η μητριάρχης της οικογένειας ανάβει ένα κερί ντυμένη στα μαύρα. Όταν η Λένα ξυπνάει από τον θόρυβο στο κατάστρωμα του πλοίου της γραμμής. Όταν ο Χρήστος Λούλης στον ρόλο του αστυνομικού βαράει τον ανεμιστήρα για να πάρει μπρος.

Η σειρά δεν προσαρμόζει την ιδέα της σε εικόνες ξένων παραγωγών που την έχουν εμπνεύσει. Την ενσωματώνει σε ένα δοκιμασμένο φορμάτ με υψηλές προδιαγραφές παραγωγής, κατασκευάζοντας μία ξεκάθαρα ελληνική ταυτότητα. Ήταν καιρός.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

thirteen − six =