Το «Ζιλ και Τζιμ», ταινία σταθμός της γαλλικής νουβέλ βαγκ, γιορτάζει φέτος την 60η επέτειό της. Το κλασικό αριστούργημα του Φρανσουά Τρυφό έκανε πρεμιέρα στα γαλλικά σινεμά στις 23 Ιανουαρίου 1962 και στην Ελλάδα ήρθε στις 9 Απριλίου εκείνης της χρονιάς (αρχικά με τον σεξιστικό τίτλο «Απολαύστε το κορμί μου»). Και έκτοτε αποτελεί πρότυπο για τους κινηματογραφιστές και αντικείμενο μελέτης για τους ιστορικούς του κινηματογράφου.

Οι ριζοσπαστικές τεχνικές του σκηνοθέτη, με την κάμερα στο χέρι και τη συνεχή κίνησή της, τα μεγάλης διάρκειας πλάνα, τα γυρίσματα σε εξωτερικούς χώρους με φυσικό φωτισμό, τα γρήγορα κοψίματα στο μοντάζ, το αδυσώπητο σπικάζ (voice over), μαζί με την υπέροχη μουσική του Ζορζ Ντελερί, είναι τόσο συναρπαστικές και εφευρετικές που, όπως αναφέρει στο BBC.com ο Γκρέγκορι Γουέικμαν, ο Μάρτιν Σκορσέζε παραδέχτηκε αργότερα ότι τα «Καλά Παιδιά» (1990), το «Casino» (1995) και ο «Λύκος της Wall Street» (2013) ήταν οι προσπάθειές του να αναπαραγάγει αυτήν την παράτολμη κινηματογραφική ελευθερία.

Το «Ζιλ και Τζιμ» διαθέτει ουσία και στυλ εξίσου, μιλώντας για το σεξ, τη φιλία, την αγάπη, την αρρενωπότητα, τον πόλεμο και το Παρίσι, με έναν ποιητικό και συχνά σπαρακτικό τρόπο, ενώ περιστρέφεται γύρω από το πιο φιλικό ménage à trois στην ιστορία του κινηματογράφου.

«Είναι μια ρομαντική ταινία, χωρίς να γίνεται ρομαντική κωμωδία ή συμβατικό ρομαντικό μελόδραμα», εξηγεί στο BBC ο δρ Ρίτσαρντ Νόιπερτ, ειδικός στον γαλλικό κινηματογράφο και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια, στην πόλη Αθενς, στις ΗΠΑ. «Είναι απλώς πολύ ανοιχτόμυαλη και καθόλου επικριτική», λέει. Η πλοκή αρχίζει πριν από τον Παγκόσμιο Πόλεμο και ολοκληρώνεται 25 χρόνια αργότερα.

Ταυτισμένοι με τις μορφές των Οσκαρ Βέρνερ, Ανρί Σερ και Ζαν Μορό, οι Ζιλ, Τζιμ και Κατρίν αντίστοιχα, είναι οι ήρωες του μυθιστορήματος του Ανρί-Πιέρ Ροσέ «Ζιλ και Τζιμ» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη), στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη ταινία του Φρανσουά Τριφό. Ευαίσθητοι διανοούμενοι, ο μεν Ζιλ Αυστριακός και πιο ντροπαλός, ο δε Τζιμ Γάλλος εξωστρεφής, είναι και οι δύο καταγοητευμένοι από τον αυθορμητισμό και το κέφι της Κατρίν για ζωή.

Όταν ο Ζιλ και η Κατρίν μετακομίζουν στα αυστριακά βουνά, παντρεύονται και αποκτούν μια μικρή κόρη, ο Τζιμ διακρίνει αμέσως ότι είναι δυστυχισμένη. Σύντομα, ο Τζιμ και η Κατρίν δεν μπορούν να αγνοήσουν τα συναισθήματα που γεννιούνται ανάμεσά τους. Και ο Ζιλ, αντί να θυμώσει, ανησυχεί τόσο πολύ μήπως η Κατρίν φύγει για πάντα από τη ζωή του, που δίνει την ευλογία του στο ζευγάρι. Για ένα διάστημα μένουν όλοι μαζί, ωστόσο οι προσπάθειες του Τζιμ και της Κατρίν να μείνει έγκυος, προκαλούν ψυχική και συναισθηματική αγωνία.

Οπως ανακάλυψε πρόσφατα η ηρωίδα της σειράς του Netflix, «Η Εμιλι στο Παρίσι», την οποία υποδύεται η Λίλι Κόλινς, η σχέση τους μπορεί να στηρίζεται στην στοργή και την αγάπη αλλά είναι και εξίσου τραγική. Στο τέταρτο επεισόδιο της δεύτερης σεζόν της σειράς, η Έμιλι πηγαίνει στο διάσημο παριζιάνικο σινεμά Le Champo για να δει το «Ζιλ και Τζιμ». Ομως, ενώ ο συνάδελφός της Λικ αποκαλεί το τέλος του όμορφο, γιατί κάνει τον έρωτά τους «αιώνιο», για την Εμιλι υπερισχύει το πόσο τραγικό είναι.

Υπάρχει, βέβαια, ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο η παλιά γαλλική ταινία προκαλεί τόση ένταση στην Εμιλι. Η νεαρή Αμερικανίδα, που έχει μετακομίσει στο Παρίσι, είναι ερωτευμένη με τον Γκαμπριέλ, γείτονά της και αγόρι της Καμίλ, της μοναδικής γαλλίδας φίλης της Εμιλι. Αυτό της προκαλεί εσωτερική σύγκρουση, καταστρέφει επίσης τη φιλία της με την Καμίλ ενώ περιπλέκει και τα συναισθήματά της για τον Γκαμπριέλ. Ωστόσο, η αντίδραση της Εμιλι όταν βλέπει το «Ζιλ και Τζιμ»  είναι απολύτως λογική.

Μια καλή ταινία με θέμα το ερωτικό τρίγωνο θα πρέπει να κάνει τους θεατές να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους για το σεξ, τις σχέσεις και την αγάπη, γράφει ο Γκρέγκορι Γουέικμαν στο BBC. Και βέβαια δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που είδαμε ερωτικό τρίγωνο στο σινεμά. Πρόκειται για βασικό πυλώνα του κινηματογράφου και της τηλεόρασης από τότε που εφευρέθηκαν, και ιστορίες γεμάτες δράματα και συγκρούσεις θα συνεχίσουν να προβάλλονται στο μέλλον.

Ωστόσο, η παρακαταθήκη της σειράς «Η Εμιλι στο Παρίσι» στην ποπ-κουλτούρα θα είναι μάλλον ασήμαντη, ενώ δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για τον αντίκτυπο του «Ζιλ και Τζιμ». Ακόμη και τώρα, 60 χρόνια μετά την πρώτη της προβολή, η άποψη της ταινίας για το ménage à trois –και η καθόλου επικριτική στάση του Τριφό για τη σχέση του των Ζιλ, Ζιμ και Κατρίν– εξακολουθεί να είναι πρωτοποριακή. Ερωτικοί πειραματισμοί με στυλ «Εχει μια πολύ ασυνήθιστη ειλικρίνεια σε σχέση με αυτό το είδος σχέσης», εξηγεί ο δρ Ρίτσαρντ Νόιπερτ.

«Ο Τριφό ήθελε πολύ να κάνει κάτι που θα το αποδεχόταν ο κόσμος. Ηθελε, όμως, επίσης να το κάνει στο πνεύμα του γαλλικού Νέου Κύματος. Παίζει με πολλές διαφορετικές παραδόσεις, επιρροές και στυλ κινηματογραφικής δημιουργίας. Γι’ αυτό έβαλε στην ταινία του στιλιστικές επινοήσεις, όπως τα παγωμένα καρέ. Ηθελε να στέκεται ισάξια δίπλα σε μια ταινία του Γκοντάρ και ταυτόχρονα να είναι διαχρονική», λέει ο αμερικανός καθηγητής. Πέρα από την πρωτοποριακή προσέγγιση του θέματος, ωστόσο, η δύναμη και οι συναισθηματικές αποχρώσεις των τριών χαρακτήρων χάρισαν στην ταινία καθολική αποδοχή: «Λυπάσαι για κάθε έναν από τους χαρακτήρες σε διαφορετικές στιγμές», προσθέτει Νόιπερτ.

«Είναι και οι τρεις εύθραυστοι και ευάλωτοι. Αλλά, ταυτόχρονα, είναι αφοσιωμένοι παντοτινά. Δεν μπορούν να σταματήσουν τον εαυτό τους. Είναι μια πραγματική αντίφαση». Ακόμη, αντί να βιώνουν συνεχώς δραματικές καταστάσεις και ένταση επειδή αγαπούν ο ένας τον άλλο εξίσου, ο Ζιλ, ο Τζιμ και η Κατρίν είναι σε θέση να συζητούν τα συναισθήματα και τα κίνητρά τους με έναν τρομερά ειλικρινή και διανοητικά αναζωογονητικό τρόπο. Αυτό ξεχώρισε αμέσως το «Ζιλ και Τζιμ» από τις περισσότερες άλλες ταινίες που περιστρέφονται γύρω από ερωτικά τρίγωνα.

«Η δομή του “Ζιλ και Τζιμ” είναι πολύ διαφορετική από τις ταινίες με ερωτικά τρίγωνα, που απεικονίζουν μια ηρωίδα με ανταγωνιστικά ανδρικά ερωτικά ενδιαφέροντα», λέει η δρ Μισέλ Μικ, επίκουρη καθηγήτρια κινηματογραφικών σπουδών στο Bridgewater State University της Μασαχουσέτης. «Οι περισσότερες ταινίες ερωτικού τριγώνου είναι κάτι σαν ετεροφυλόφιλη γυναικεία φαντασίωση. Συνήθως, η ηρωίδα έχει πολλούς μνηστήρες για να διαλέξει. Ο ένας είναι σεξουαλικά πολύ δυναμικός και ο άλλος μια πιο πρακτική επιλογή. Ποτέ δεν συναντούν κάποιους που είναι και οι δύο σεξουαλικά δυναμικοί και καλοί σύντροφοι», προσθέτει.

Η αμερικανίδα καθηγήτρια δίνει για παράδειγμα τις ταινίες «Κοινωνικά σκάνδαλα» («The Philadelphia Story, 1940), «Γλυκιά μου Σαμπρίνα» (1954), «Είναι μπερδεμένο» («It’s Complicated», 2009) και το «Ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς» (2001) με γυναικείους χαρακτήρες, που διαπραγματεύονται, και στη συνέχεια επιλέγουν τον σύντροφό τους. Δεν είναι οι μοναδικές ταινίες από την οπτική γωνία μιας γυναίκας, αλλά η Μισέλ Μικ υπογραμμίζει τα κοινά σημεία στις ιστορίες τους: τους τρόπους με τους οποίους «δρουν, επιλέγουν και εξερευνούν τι είναι σημαντικό για αυτές σε έναν σύντροφο».

Για την Μικ, ωστόσο, «το “Ζιλ και Ζιμ” είναι το αντίθετο. Είναι ο εφιάλτης του να μην αισθάνεσαι ποτέ ικανοποίηση, να μην ευχαριστιέσαι ποτέ την αγάπη ή το σεξ». Η επιρροή του «Ζιλ και Τζιμ» είναι, εξάλλου, φανερή σε ταινίες όπως «Ο χορός των διεφθαρμένων» («Les Valseuses», 1974) του Μπερνάρ Μπλιέ, «Θέλω τη μαμά μου» («Y Tu Mamá También», 2001) του Αλφόνσο Κουαρόν και «Οι Ονειροπόλοι» (2003) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, για να αναφέρουμε μόνο μερικές. Η κύρια διαφορά τους, όμως, είναι ότι αυτές οι ταινίες εξερευνούν τη σεξουαλικότητα των χαρακτήρων τους με έναν πολύ πιο σαφή τρόπο. Και ο σκοπός των σεξουαλικών σκηνών τους είναι να σηματοδοτήσουν ότι οι συμμετέχοντες είτε βρίσκονται είτε φτάνουν γρήγορα στο ναδίρ τους.

«Στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, δεν θεωρείται πλέον παραβατικό οι χαρακτήρες να κάνουν σεξ ή να έχουν σχέσεις εκτός γάμου. Αυτά τα εμπόδια έχουν ξεπεραστεί. Αλλά, για κάποιον λόγο, ένα έχει διατηρηθεί πιο σταθερό από ποτέ», λέει η Μικ και προσθέτει: «Τελικά το ερωτικό τρίγωνο δεν θεωρείται βιώσιμη λύση για μια σχέση. Μπορεί να παρουσιαστεί με θετικό τρόπο για λίγο. Αλλά πιο συχνά εμφανίζεται σαν κάτι που εξελίσσεται πολύ ανησυχητικά». Στο «Ζιλ και Τζιμ», την πρώτη ώρα, η σχέση της τριάδας είναι ειδυλλιακή. Η κοινωνία δεν τους αποφεύγει, οι μποέμ φίλοι τους, εξάλλου, είναι μπλεγμένοι σε παρόμοια ειδύλλια. Ο Ζιλ έχει επίσημη σχέση με την Κατρίν και ο Τζιμ την ερωτεύεται. Αλλά η αμοιβαία αγάπη και ο σεβασμός του Τζιμ για τον Ζιλ, τον κάνει να είναι επιφυλακτικός στο να εμπλακεί και με την Κατρίν.

«Στην πραγματικότητα το “Ζιλ και Τζιμ” είναι μάλλον μια τραγική ιστορία αγάπης μεταξύ των δύο ανδρών παρά μια παραδοσιακή ταινία ερωτικού τριγώνου», υποστηρίζει η Μικ. «Ο τίτλος, στο κάτω κάτω είναι τα ονόματά τους, είναι η ιστορία τους. Η Κατρίν διαταράσσει και τελικά καταστρέφει της ευτυχισμένη σχέση τους». Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες πτυχές της ταινίας, αναμφισβήτητα προβληματικές αν τις δούμε μέσα από έναν σύγχρονο φακό. Ειδικά όταν πρόκειται για την Κατρίν, η οποία, αφού παντρεύτηκε και απέκτησε ένα παιδί με τον Ζιλ, έχει για μεγάλο διάστημα σχέση με τον Αλμπέρ (Σερζ Ρεζιανί). Στη συνέχεια αποφασίζει να ηρεμήσει και να προσπαθήσει να κάνει ένα μωρό με τον Τζιμ. Αλλά όταν εκείνος αρχίζει να απομακρύνεται, η Κατρίν γίνεται όλο και πιο δυστυχής και παράλογη: «Η ταινία είναι σαν να λέει: “Οι γυναίκες θα παίζουν με τους ίδιους κανόνες με τους άντρες. Αλλά δεν φαίνεται να είναι πραγματικά φτιαγμένες γι’ αυτό”», παρατηρεί η αμερικανίδα καθηγήτρια.

Και προσθέτει: «Η ταινία απεικονίζει την αναποφασιστικότητα της Κατρίν απέναντι στους άντρες ως ένδειξη της ψυχικής της αστάθειας και της αίσθησης του ακόρεστου, που την διακατέχει, κάτι που είναι ιδιαίτερα περίπλοκο και σεξιστικό δεδομένου ότι την αποκαλούν “πραγματική γυναίκα”» («Η Κατρίν δεν είναι ιδιαίτερα όμορφη, ούτε έξυπνη ή ειλικρινής αλλά είναι πραγματική γυναίκα», λέει κάποια στιγμή ο Ζιλ). Ωστόσο, τα ελαττώματα και η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά της Κατρίν κάνουν την ερμηνεία της Ζαν Μορό ακόμα πιο εντυπωσιακή. Οχι μόνο «αρνείται να ενταχθεί σε οποιαδήποτε από τις απλοποιημένες υποθέσεις για το τι θα έπρεπε να κάνει», λέει στο BBC ο Ρίτσαρντ Νόιπερτ, αλλά είναι ένας απελευθερωμένος γυναικείος χαρακτήρας, κάτι εξαιρετικά σπάνιο για τον κινηματογράφο εκείνη την εποχή.

Να σημειωθεί ότι εκτός από την ερμηνεία της, η Μορό συνέβαλε και στο σενάριο, βοηθώντας τον Τριφό με τους διαλόγους και τους χαρακτήρες. Εχει ειπωθεί μάλιστα ότι, στη μέση της παραγωγής, η πραγματική ζωή άρχισε να μιμείται την τέχνη: η Μορό συνδέθηκε ερωτικά με τον Τριφό την ίδια στιγμή που αναζωπυρώθηκε το ειδύλλιό της με τον πρώτο της σύζυγο, Ζαν-Λουί Ρισάρ: «Προφανώς, υπήρχε ένταση στο πλατό. Σχεδόν όλοι οι άντρες είχαν εμμονή μαζί της», λέει ο Νόιπερτ. «Αυτό απλώς πρόσθεσε ένα πραγματικό και προσωπικό επίπεδο στην ταινία».

Εξήντα χρόνια αργότερα, γράφει ο Γκρέγκορι Γουέικμαν στο BBC, ο συνδυασμός του έμφυτου μαγνητισμού της Ζαν Μορό και του σκηνοθετικού ταλέντου του Τριφό κάνει το «Ζιλ και Ζιμ» να φαίνεται πάντα τόσο δημιουργικό, πρωτότυπο και εμπνευσμένο όσο κανένα άλλο φιλμ, που έχει κυκλοφορήσει έκτοτε. Ωστόσο, η δημοτικότητα της ταινίας μπορεί να αποδοθεί και στο θέμα της. Ο έρωτας, ο ενθουσιασμός, η ζήλια, η απογοήτευση και η προδοσία του ερωτικού τριγώνου κάνουν το «Ζιλ και Ζιμ» μια ταινία τόσο συναρπαστική, αλλά και με τόσο πολλές λεπτές αποχρώσεις στα νοήματά της.

Της Κικής Τριανταφύλλη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

2 × 3 =