Ο Τριαρίδης υπήρξε ένα αληθινό φαινόμενο: στην προσπάθειά του να μην αφήσει κανέναν χωρίς εξέταση, έβαζε εθελοντικά εξωτερικά ιατρεία το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ και παρά το γεγονός ότι λόγω της ασθένειας του, μπορούσε να πάρει ατέλειωτες άδειες, εκείνος όχι απλά δεν το έκανε αλλά αντίθετα, πολλαπλασίαζε τις ώρες της δουλειάς του.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν πως τα περί ασθένειάς του ήταν ψέματα ή υπερβολές. Λογικό: έμοιαζε αδύνατο να υπάρχει άνθρωπος που να αντέχει να βγάζει αυτό το πρόγραμμα μετά από μια χημειοθεραπεία. Η λογική ωστόσο δεν λειτουργούσε στην περίπτωσή του. Ήταν κάποιος που κόντρα σε κάθε αδυναμία του σώματος αντιπαρέβαλε την θέληση του νου, στεκόταν δίπλα σε κάθε ασθενή του με τεράστιο ποσοστό αλληλεγγύης και ανθρωπιάς και δίχως να διανοηθεί ποτέ να ζητήσει οποιοδήποτε αντάλλαγμα ή να εξαργυρώσει την όλη φήμη του με άλλον τρόπο.
Είναι χαρακτηριστικό πως όταν του φέρνανε διάφορα δώρα ευγνωμοσύνης, εκείνος απλά τα μοίραζε γελώντας στις νοσηλεύτριες ή σε άλλους ασθενείς που τα είχαν περισσότερο ανάγκη.
Ο Τριαρίδης άντεξε δέκα χρόνια κόντρα στον καρκίνο. Πέθανε στις 12 Δεκεμβρίου του 2013 σε ηλικία 45 χρονών. Αλλά όπως θα λεγόταν και σε μια υπερηρωική ταινία: οι ιδέες δεν πεθαίνουν ποτέ. Οι φορείς τους ίσως, οι ίδιες οι ιδέες όχι.
Διαβάστε τι έγραψε για εκείνον ο φίλος του Λευτέρης Μαυρίκος:
Το πιο σημαντικό του όμως χαρακτηριστικό ήταν το χιούμορ του, ο αυτοσαρκασμός και η μόνιμη διάθεση να κάνει πλάκα και να δεχτεί την πλάκα. Έχουμε περάσει ατέλειωτες ώρες διάφοροι φίλοι να πειράζουμε ό ένας τον άλλον, με πειράγματα που άλλοι θα τα θεωρούσαν χοντράδες. Ειδικά τα χρόνια της αρρώστιας, είχαμε φτιάξει την «πλάκα φάρμακο». Στις καφετέριες της Τούμπας, γιατί δεν μπορούσε να πάει πιο μακριά, ανάμεσα σε ποτά στην αρχή και σόδες αργότερα, αντιμετωπίζαμε με αστεία την αρρώστια.
Στον πρώτο καρκίνο στους λεμφαδένες του έλεγα ότι έβγαλε γυναικείο καρκίνο στα β…. Στον δεύτερο στον πνεύμονα, του έλεγα «Πόσο απατεώνας είσαι ρε γιατρέ; Πήγες και έβγαλες καρκίνο άλλοθι για τα τσιγάρα». «Επιτέλους» έλεγε αυτός «τώρα θα σταματήσουν να με πρήζουν για το κάπνισμα».
Στον καρκίνο στον εγκέφαλο όταν έκανε τις ακτινοβολίες του έλεγα ότι θα τον παίρνω μαζί μου στο κάμπινγκ για φακό και αυτός έλεγε ότι τώρα θα κάνει το καλύτερο πυροφάνι της καριέρας του σαν ψαράς, επειδή το κεφάλι του θα λαμπυρίζει από την ακτινοβολία. «Άσε που θα γίνεις πανέξυπνος και θα γράψεις και κανέναν βιβλίο σαν τον Θανασάκη» του έλεγα εγώ. «Λές ρε σύ;» μου έλεγε «να γίνω και εγώ συγγραφέας; Θα γίνω φίρμα. Τώρα όταν χτυπάω Θανάσης Τριαρίδης στο google βγάζει δέκα σελίδες για τον μικρό και μία για μένα».
Αυτό συνεχίστηκε μέχρι την ύστατη ώρα. Λίγες μέρες πρίν φύγει, όντας νοσηλευόμενος στο Θεαγένειο, τον είδα σε μια πολύ άβολη και άχαρη στάση και άρχισα τα γνωστά: «Τι στάση είναι αυτή ρε τουμπιώτης άνθρωπος; Θα σε βγάλω φωτογραφία και θα σε εκβιάζω για να κερνάς μπύρες σε όλη σου την ζωή». Χαμογέλασε με εκείνο το χαρακτηριστικό χαμόγελο του τελευταίου καιρού πιο πολύ με τα μάτια και μου είπε «Χε χε σιγά μην πάρεις μπύρες από μένα»!
Ήταν σκληρό και μερικές φορές επώδυνο όλο αυτό το πράγμα αλλά έμαθα ότι πρέπει να βγάζεις την γλώσσα στον φόβο. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να δείξεις ότι φοβάσαι γιατί τότε θα σταματήσεις να αγωνίζεσαι. Δεν ξέρω αν φοβόταν (ο μόνος ίσως άνθρωπος που το ξέρει είναι η γυναίκα του η Ναταλία) αλλά δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία εντέλει γιατί ούτε μια στιγμή δεν έδειξε κάτι τέτοιο, ούτε μια στιγμή δεν σταμάτησε να αγωνίζεται Αγωνίστηκε όσο κανένας άλλος. Ίσως να μην υπάρχει άλλος άνθρωπος στα χρονικά που να άντεξε σχεδόν έξι χρόνια συνεχούς χημειοθεραπείας.
Ο Θανάσης, ο Μιχάλης, ο Γιάννης και κάποιοι λίγοι ακόμα είναι φίλοι πολύτιμοι, φίλοι μια ζωή. Ζήσαμε, συζητήσαμε, ονειρευτήκαμε, πραγματοποιήσαμε κάποια από τα σχέδια μας, ενώ κάποια άλλα τα αφήσαμε και μείναν σχέδια (όπως το Π.Π.Π Μιχάλη.)
Η όποια ποιότητα έχω σαν άνθρωπος, είναι η ποιότητα των ονείρων, των συζητήσεων των μικρών και μεγάλων στιγμών που ζήσαμε κλεισμένοι στο ασανσέρ στο σπίτι του Θανάση, σε μια παραλία να μιλάμε για τον Μπρεχτ, στο κρεβάτι του Θεαγένειου, πρώτα εγώ και μετά ο Θανάσης, οι μουσικές στο σπίτι του Γιάννη, η ωδή στην ξεχασμένη ένα απόγευμα στην Σαντορίνη… Τώρα που ο πρώτος από εμάς έφυγε, θέλω να σας ευχαριστήσω όλους για ό,τι μου προσφέρατε.
Από τον Θανάση διαλέγω να κρατήσω μία φράση, όπως την κατέγραψε ο συνονόματός του Θανάσ(ακ)ης Τριαρίδης. Την χρειάζομαι για τα δύσκολα χρόνια που έρχονται.
«…..δεν είναι κακό να φοβάσαι. Αλλά μην σταματήσεις ούτε στιγμή να βάζεις κόντρα…»
Γράφει για τον Θανάση, ο ξάδελφός του και συνονόματος συγγραφέας, εκδότης και αρθρογράφος:
Αν ζούσε ο Θανάσης, σήμερα θα γινόταν πενήντα τεσσάρων χρονών. Θα το γιορτάζαμε φυσικά στη Μακραφού (πού αλλού;), φίλοι παλιοί και φίλοι καινούριοι, όλοι μαζί – όπως πάντοτε.
Θα ήμασταν στην θάλασσα από το δειλινό μέχρι το ξημέρωμα, θα καπνίζαμε τρομερά τσιγάρα, θα χορεύαμε ακούγοντας δαιμονικές μουσικές, Ραμόνες και Τζόι Ντιβίζιον και Κλας και Κουήν και άλλα πολλά. Και εκείνος θα στροβιλίζονταν με το τσιγάρο στο ένα χέρι και το ποτό στο άλλο, στο κέντρο του υπέροχου πανηγυριού που έστηνε διαρκώς για να αυξήσει την επικράτεια της ζωής μας.
Ο γιατρός Θανάσης Τριαρίδης, ο αγαπημένος μου ξάδελφος με τον οποίο είχαμε το ίδιο όνομα, γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου του 1966 και πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου του 2013.
Όλο και περισσότεροι στη Θεσσαλονίκη λένε την ίδια ιστορία, κάτι σαν έναν αλλόκοτο αστικό θρύλο: ένας καρκινοπαθής γιατρός που επί εννιά χρόνια έβγαινε από τις πιο σκληρές χημειοθεραπείες και έμπαινε κατευθείαν στα χειρουργεία των ασθενών του, τα οποία έβαζε έξτρα και απολύτως εθελοντικά ενάντια σε κάθε λογική και κάθε φυσική αντοχή.
Και το απογεύματα έβαζε έξτρα και εθελοντικά εξωτερικά ιατρεία, για ΌΛΟΥΣ, χωρίς βιβλιάριο, χωρίς ραντεβού…
Πριν από λίγο καιρό, γνώρισα στο τρένο μια γυναίκα, κοντά στα πενήντα, παντρεμένη, με μεγάλα παιδιά.Ο Θανάσης είχε χειρουργήσει τον πατέρα της.
«Όλοι οι συγγενείς των ασθενών ξέραμε την ιστορία του και τον λογαριάζαμε για άγιο ή για τον Σούπερμαν… Τον γνώρισα μόλις για λίγες μέρες – κι όμως ακόμη και μιλάω μαζί του, σαν είναι κάποιος πολύ δικός μου… Όποτε θέλω να βρω νόημα, τον σκέφτομαι… Ντρέπομαι που σας το λέω, αλλά αισθάνομαι σαν ερωτευμένη…» Χαμογέλασα: «Να μην ντρέπεστε καθόλου… Όλοι ήμασταν ερωτευμένοι με τον Θανάση…»
Τη φωτογραφία μου την έστειλε η Αλέκα Ν. λίγους μήνες μετά τη φυγή του. Είναι, βέβαια, στη Μακραφού, στο πράσινο σπίτι, στην καρδιά του οργιαστικού καλοκαιριού, κάπου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 – ίσως 1986, ίσως 1987. Οι πετσέτες του μπάνιου στεγνώνουν στα κάγκελα. Λίγο παραδίπλα στον κήπο θα ήταν ο Ντίνος με το λάστιχο στο χέρι να ποτίζει.
Ο καφές θα έμενε ατέλειωτος. Σε λίγο ο Θανάσης θα σηκώνονταν και θα μου έλεγε «ξάδελφε, φύγαμε…», φράση που σήμαινε πως οι ώρες της σκιάς τέλειωσαν, πως επιτέλους έπρεπε να πάμε να μαζέψουμε χταπόδια.
Μα τώρα δεν υπάρχει πια χρόνος, ούτε και θάνατος, υπάρχει μονάχα αυτό το κάτι στα μάτια του, στην άκρη των χειλιών του.