Στα 36 χρόνια του ο Κρις Γουάτς ήταν ένας άνδρας που φαινόταν ότι τα είχε όλα: μία όμορφη, ευτυχισμένη οικογένεια, ένα ωραίο σπίτι στα προάστια του Κολοράντο, μία τακτοποιημένη ζωή. Στην πραγματικότητα όμως ήταν ένας ψυχοπαθής.
Το γνώριζε η 34χρονη σύζυγός του Σάνον Γουάτς; Ποτέ δεν θα μάθουμε. Το βέβαιο είναι ότι αυτή η διαταραχή (του) ήταν η αιτία για ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα στην ιστορία των ΗΠΑ. Πρόκειται για την τριπλή δολοφονία του Κολοράντο που συντάραξε την αμερικανική κοινή γνώμη το 2018 και σύντομα θα «αναβιώσει» μέσα από ντοκιμαντέρ του Netflix με τον τίτλο «American Murder: The Family Next Door».
Η υπόθεση έχει κάποια κοινά στοιχεία με το έγκλημα στα Γλυκά Νερά και αναμφίβολα οι λεπτομέρειές της αναλύθηκαν από τις ελληνικές Αρχές πολύ προτού εξιχνιαστεί η δολοφονία της 20χρονης Καρολάιν. Και σε αυτή την περίπτωση υπήρξε ένας συζυγοκτόνος άνδρας που δοκίμασε τις υποκριτικές ικανότητές του προκειμένου να ξεγελάσει την αστυνομία. Σε εκείνη την περίπτωση βέβαια η φρίκη ξεπέρασε ακόμα και την πιο νοσηρή φαντασία. Μαζί με τη Σάνον Γουάτς είχαν εξαφανιστεί και οι δύο κορούλες της, 3 και 4 ετών. Κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει, αλλά τελικά ο Κρις Γουάτς τα ομολόγησε όλα: είχε στραγγαλίσει και τις τρεις ή μάλλον και τους… τέσσερις, καθώς η σύζυγός του ήταν 15 εβδομάδων έγκυος. Ο λόγος; Ο αρρωστημένος έρωτάς του για μία συνάδελφό του.
Για να καταστεί εφικτό το εν λόγω ντοκιμαντέρ, η δημιουργός του Jenny Popplewell έλαβε την απαραίτητη άδεια από τους γονείς της άτυχης μητέρας για τη δημοσιοποίηση του βιντεοσκοπημένου υλικού. Η Σάνον είχε τη συνήθεια να καταγράφει σημαντικές στιγμές της ζωής της σε βίντεο στο κινητό της, αλλά και μέσω live στο Facebook.
Τα ξημερώματα της 13ης Αυγούστου 2018 η Σάνον επέστρεψε σπίτι της από ένα επαγγελματικό ταξίδι, όμως το πρωί δεν εμφανίστηκε στο ραντεβού με το γυναικολόγο της.
Όταν η φίλη της, Νικόλ Άτκινσον, συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να την βρει και ότι το κινητό τηλέφωνό της είναι κλειστό, κάτι που δεν συνέβαινε ποτέ με τη Σάνον, κάλεσε την αστυνομία.
Μετά από έρευνα στο σπίτι της οικογένειας και από κάμερα ασφαλείας του γειτονικού σπιτιού, η αστυνομία παρατήρησε ότι ο μόνος που εθεάθη να βγαίνει από το σπίτι εκείνη την ημέρα ήταν ο Γουάτς, ο οποίος φόρτωνε κάτι στο αυτοκίνητό του.
Η Σάνον με τις κόρες της δηλώνονται αγνοούμενες, ενώ ο Γουάτς απευθύνει έκκληση στα Μ.Μ.Ε. ζητώντας από όποιον ξέρει οτιδήποτε να βοηθήσει για τον εντοπισμό τους.
Οι βασικές υποψίες των Αρχών βέβαια έχουν πέσει από την αρχή επάνω του. Κατά την πολύωρη ανάκριση ο Γουάτς επιμένει ότι δεν έχει καμία σχέση με την εξαφάνιση της οικογένειάς του, δεν πείθει όμως κανέναν. Ο λόγος; Έχει υποπέσει από την αρχή σε ένα «ασυγχώρητο» λάθος. Μιλάει για τη σύζυγό και τις κόρες του σε αόριστο χρόνο, σαν να είναι νεκρές.
Παράλληλα οι ερευνητές δεν αργούν να ανακαλύψουν την εξωσυζυγική σχέση του με τη συνάδελφό του, Νικόλ Κέσινγκερ. Όταν πια ο Γουάτς απέτυχε και στον ανιχνευτή ψεύδους, συνειδητοποίησε ότι ήταν ανώφελο να επιμένει στην ίδια τακτική. Προκειμένου να αποφύγει τη θανατική ποινή, ομολόγησε τους τρεις φόνους, αποκάλυψε όλη την αλήθεια στους αστυνομικούς και υπέδειξε το σημείο που είχε κρύψει τις σορούς. Οι σοροί των δύο άτυχων κοριτσιών βρέθηκαν μέσα σε δεξαμενές πετρελαίου, στην περιοχή όπου εργαζόταν ο Γουάτς, ενώ η Σάνον ήταν θαμμένη πλησίον αυτών.
Το ντοκιμαντέρ, παράλληλα με τις έρευνες για την εξαφάνιση, κάνει flashback από τις στιγμές του γάμου του ζευγαριού έξι χρόνια πριν, μέχρι την ώρα που η Σάνον ανακοίνωσε στο σύζυγό της ότι είναι έγκυος και έχει μέσα της ένα αγοράκι, μέχρι και τις πολύ κρίσιμες τελευταίες εβδομάδες.
Τα γεγονότα αποκαλύπτονται σταδιακά μέσω των sms και της επικοινωνίας που είχε η Σάνον τόσο με τον Κρις όσο και με τις φίλες της. Το τελευταίο 20λεπτο του ντοκιμαντέρ σε κρατά αποσβολωμένο από τον τρόπο που έδρασε ο συζυγοκτόνος και παιδοκτόνος, προκειμένου όπως ομολόγησε να μπορέσει να ζήσει, ανεμπόδιστα, με την ερωμένη του. Σύμφωνα με την εξομολόγηση του, μέσα από τη φυλακή στη συγγραφέα, Τσέριλ Κραντλ για το βιβλίο της «Επιστολές από τον Κρίστοφερ», η ερωμένη του, τού είχε πει ότι θα μπορούσε να είναι μαζί της, εάν «ξεφορτωνόταν» την οικογένειά του και ότι θα του χάριζε ένα γιο.
Ο 36χρονος ήταν τόσο ερωτευμένος που πριν από τις δολοφονίες προσπάθησε να οδηγήσει τη γυναίκα του σε αποβολή, δίνοντάς της ένα ισχυρό ηρεμιστικό που προκαλεί αποβολές. Ήταν δε και τόσο ψυχασθενής, που ενώ είχε περίπου μία ώρα να μετανιώσει για τη δολοφονία της γυναίκας του, προτίμησε να κλείσει για πάντα τα στόματα και των δύο κορών του, τις οποίες έβαλε στο αυτοκίνητο για να μεταφέρει στην περιοχή που εργαζόταν.
Ο δράστης καταδικάστηκε σε πεντάκις ισόβια, χωρίς τη δυνατότητα έφεσης και επιπλέον 28 χρόνια.