Τα Κύθηρα, στη διασταύρωση Ιονίου, Αιγαίου και Κρητικού πελάγους, έχουν πλούσιο ιστορικό και πολιτισμικό παρελθόν, που συνδέεται περισσότερο με τις ακτές της Πελοποννήσου και με την Κρήτη παρά με τα υπόλοιπα Επτάνησα, τα οποία ενώθηκαν τον 19ο αι. Η γεωγραφική θέση του νησιού, σε καίριο σημείο του θαλάσσιου δρόμου που ενώνει ανατολή και δύση , ήταν καθοριστική για τις ιστορικές τύχες του, από την αρχαιότητα έως τα νεότερα χρόνια.
Στα πρώιμα χριστιανικά χρόνια, με τη γένεση του βυζαντινού κράτους (324 μ .Χ), εντάσσονται στο Ανατολικό Ιλλυρικό και ανήκουν διοικητικά στην επαρχία της Αχαΐας. Ο σημαντικότερος οικισμός παλαιοχριστιανικών χρόνων έχει εντοπιστεί στην περιοχή της Παλαιόπολης και πιθανότατα δημιουργήθηκε με την εγκατάσταση αποίκων από τη Λακωνία. Άλλωστε, πελοποννησιακής καταγωγής είναι και οι δύο από τους κατ’ εξοχήν τιμώμενους τοπικούς αγίους, η αγία Ελέσσα (4ος αι.) και ο άγιος Θεόδωρος (10ος αι.). Στη διάρκεια του 7ου-9ου αι. το νησί υπέφερε πιθανώς από τις σλαβικές και κυρίως τις αραβικές επιδρομές, χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο, λόγω της απομονωμένης θέσης του, με αποτέλεσμα να έχουμε περιόδους εγκατάλειψης και ερήμωσης. Στη μεταβυζαντινή περίοδο (10ος-12ος αι.), τα Κύθηρα βρίσκονται πρώτα κάτω από την επιρροή της Σπάρτης και μετά της Μονεμβασίας, απ’ όπου προέρχονται και οι διοικητές τους από το 12ο αι, ο Γεώργιος Παχύς, με έδρα τα Μητάτα, και οι Ευδαιμονονιάννηδες οι τελευταίοι ίδρυσαν πιθανότατα τη βυζαντινή πόλη του Αγίου Δημητρίου, τη σημερινή Παλιόχωρα, σπουδαίο μεσαιωνικό οικισμό, που καταστράφηκε το 1537 από το ναύαρχο του τουρκικού στόλου, Μπαρμπαρόσα.
Το 13ο αι, αν και αρχικά περνούν στα χέρια του βενετικού οίκου των Venier, παραμένουν στην ουσία από τις μακροβιότερες ακριτικές βυζαντινές κτήσεις, αφού εξακολουθούν να διοικούνται από Μονεμβασιώτες, τις ισχυρές οικογένειες των Ευδαιμονογιάννηδων και, προς το τέλος, των Νοταράδων. Από το 1363 υπάγονται πλέον οριστικά και για πέντε περίπου αιώνες στη Γαληνότατη Δημοκρατία ως Βενετοί, με μια μικρή διακοπή τουρκικής κατοχής μεταξύ 1715-1718. Οι Βενετοί φρόντισαν να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού με την κατασκευή ισχυρών κάστρων στη θέση παλαιότερων (κάστρα Χώρας και Μυλοποτάμου), καθώς και άλλων μικρότερων σε καίριες θέσεις στα παράλια (Kαστέλλι Αυλέμονα ).
Η αποτίναξη του ζυγού της Γαληνότατης το 1797 έγινε κάτω από το βλέμμα των δημοκρατικών Γάλλων. Το τέλος της ξενοκρατίας όμως δεν είχε ακόμη σημάνει, αφού περνούν διαδοχικά κάτω από την κατοχή Ρώσων με συμμάχους Τούρκους και πάλι Γάλλων. Τέλος, οι Άγγλοι, μετά από μισό περίπου αιώνα κατοχής παραδίδουν τα Κύθηρα, όπως και τα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου, στο Ελληνικό Κράτος, το 1864.
Εκκλησιαστικά τα Κύθηρα, όπως άλλωστε και οι περισσότερες περιοχές του Ανατολικού Ιλλυρικού έως ων 8ο αιώνα, υπάγονται στον Πάπα της Ρώμης. Στη συνέχεια τίθενται υπό το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και, σύμφωνα με τις πηγές, δεν πρέπει να απέκτησαν έδρα επισκόπου πριν από ων 11ο αιώνα, λόγω του περιορισμένου αριθμού των κατοίκων και της κατά διαστήματα ερήμωσης εξαιτίας των επιδρομών. Από τον 13ο αιώνα η Επισκοπή Κυθήρων τίθεται υπό τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας. Στη διάρκεια της λατινοκρατίας, δεν φαίνεται να δημιουργούνται σοβαρές αντιθέσεις ανάμεσα σε Ορθόδοξους και Λατίνους. Στο β’ μισό του 140υ αι. το νησί Βρίσκεται κάτω από την εκκλησιαστική αρχή του Πρωτόπαπα, θεσμός που επικρατεί και σε άλλες λατινοκρατούμενες περιοχές. Το 16ο αι. ο Επίσκοπος Κυθήρων εμφανίζεται ενισχυμένος , αφού αποκτά το προνόμιο να χειροτονεί τον ορθόδοξο κλήρο της Κρήτης, δεδομένου ότι η Βενετία απαγορεύει την ύπαρξη ορθόδοξων επισκόπων στη Μεγαλόνησο. Τα επόμενα χρόνια της ξενοκρατίας, μέχρι την Ένωση με την Ελλάδα το 1864, δεν επηρεάστηκε η πνευματική κυριαρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στα Κύθηρα. Σε τούτο συνετέλεσαν φωτισμένοι και λόγιοι ιεράρχες, που ανέβηκαν στον επισκοπικό θρόνο, ανάμεσα στους οποίους εξέχουσα θέση κατέχουν οι Μάξιμος Μαργούνιος, Διονύσιος Κατηλιανός, Αθανάσιος Βαλεριανός.
Σημείωση: Σύμφωνα με τη “Notitia 3”, πρωτόκολλο εκκλησιαστικής εθιμοτυπίας που καταγράφει τις μητροπολιτικές, αρχιεπισκοπικές και επισκοπικές έδρες, και χρονολογείται στον 8ο αιώνα, μνημονεύεται ως επίσκοπος “ο Κυθυεράς νήσου” [: ο Κυθέρειας νήσου;]. Αυτή η πρωιμότερη καταγεγραμμένη επισκοπή Κυθήρων υπάγεται στη μητρόπολη Κορίνθου της επαρχίας Πελοποννήσου.