Οι ήρωες που έχουν κατά καιρούς αναλάβει δράση στα μυθιστορήματα της Ιωάννας Καρυστιάνη ανήκουν σε ένα πολύπτυχο που εκπροσωπεί τις πιο διαφορετικές στάσεις ζωής, όντας ικανό να αποτυπώσει ένα ιδιαιτέρως ευρύ φάσμα επιλογών, χαρακτήρων και νοοτροπιών. Έτοιμοι να ριχτούν στους πλέον απρόσμενους δρόμους, πρόθυμοι να αναμετρηθούν με την καταστροφή, τη δική τους και των άλλων, αφημένοι στα χέρια μιας βάσκανης μοίρας, ενεργούμενα μιας βίας που υπερβαίνει τη θέλησή τους, για να τους παρασύρει στην τυφλή σύγκρουση και εντέλει στον αφανισμό, οι ήρωες της Καρυστιάνη οδηγούνται συχνά στα όρια της ατομικής τους ύπαρξης, παρασύροντας μαζί τους μια κοινωνία τραυματισμένη σε χίλιους τόπους ή βάζοντας σε δοκιμασία έναν εξωτερικό κόσμο ο οποίος αδυνατεί να επιστρατεύσει οποιοδήποτε φρένο προστασίας για τον τρομώδη κλονισμό τους. Και από την άλλη πλευρά, η Καρυστιάνη έχει σκιαγραφήσει και φιλοτεχνήσει πρωταγωνιστές που μοιάζουν με αγαθοποιά πνεύματα, που ανοίγουν λυτρωτικές διόδους μέσα στο κενό και στον πανικό ή που απελευθερώνουν κύματα ευρυχωρίας και ανοχής, αγκαλιάζοντας και συμπεριλαμβάνοντας στο ορμητικό τους ρεύμα ακόμα κι όσους διστάζουν ή φοβούνται να υιοθετήσουν την αποφασιστικότητα και τη δύναμή τους να βγαίνουν πάνω από τις αναρίθμητες αντιξοότητες της καθημερινότητας.
Ο Μιχάλης Τσιούλης, τον οποίο παρακολουθούμε σε ηλικία 53 ετών (με παροντικό χρόνο της αφήγησης το 2005) στο καινούργιο μυθιστόρημα της Καρυστιάνη, που μόλις κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο «Ψιλά γράμματα» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, δεν πορεύεται σε καμία περίπτωση προς τη διάλυση και τον αφανισμό, δίχως, όμως, την ίδια ώρα να αποτελεί μια πηγή ανεξάντλητης αισιοδοξίας και ενθάρρυνσης. Ο Μιχάλης είναι ένας γκρίζος, κάπως διστακτικός και σίγουρα μελαγχολικός ήρωας, που έχει κρατηθεί επιμελώς στη σκιά των πάντων: στη σκιά του αδελφού του, που ακολουθεί καριέρα διπλωμάτη και έχει άπειρες φιλοδοξίες (αν και παραμένουν μέχρι το τέλος με κομμένα τα φτερά), στη σκιά του δάσκαλου πατέρα του, που τον θεωρεί πάντοτε ένα αδιάφορο «υπόλοιπο», στη σκιά και του θείου του Φώντα, ο οποίος έκλεψε τον πόνο και τη δόξα της οικογένειας με τον σκοτωμό του στον Εμφύλιο.
Το μόνο που καταφέρνει ο Μιχάλης είναι να διασώσει τη μνήμη του, αξιοποιώντας από τα αποθέματά της όχι μόνο τα σπουδαία και τα μεγάλα, μα και τα «ψιλά γράμματα», τις αφανείς λεπτομέρειες, που παρά το πεπερασμένο τους μέγεθος ή και τη μηδαμινότητά τους είναι σε θέση να αθροίσουν ένα κεφάλαιο, μια πολύτιμη παρακαταθήκη, ακριβώς λόγω του λειψού (πλην πολύτιμου για τη χαμηλόφωνη ανθρωπιά του) βάρους του.
Ποιο είναι άραγε αυτό το βάρος; Μα, η ικανότητα του Μιχάλη να δώσει νόημα και περιεχόμενο στον άσκοπο, ακόμα και άκαιρο βίο του, που κρατιέται στην επιφάνεια από το τίποτε, που μπορεί να ανακαλύψει μια κρυμμένη σπίθα στα κάρβουνα των τριμμάτων τα οποία τον απειλούν κάθε τόσο. Εναλλάσσοντας το πρώτο, υποκειμενικό πρόσωπο της αφήγησης με την τριτοπρόσωπη, αντικειμενική εξιστόρηση, η Καρυστιάνη συγκεντρώνει προσεκτικά τα τρίμματα του Μιχάλη για να μετατρέψει το περαστικό σε μόνιμο και το ανούσιο σε ουσιώδες. Ο Μιχάλης λατρεύει τις πτήσεις και τα αεροπλάνα, όπως και ο αδελφός του Κίμων, αλλά σπουδάζει μηχανικός αεροσκαφών και δουλεύει εφ’ όρου ζωής στην Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία. Και αν δεν θα ταξιδέψει ποτέ στους τόπους για τους οποίους διαβάζει στα βιβλία και στο διαδίκτυο, κι αν δεν θα πετάξει ποτέ σαν τον αδελφό του, του αρκούν τα ονόματα και οι εικόνες τους, του φτάνουν και του περισσεύουν τα όνειρά του για νιώσει τη χαρά της πτήσης και του ταξιδιού στους αιθέρες, για να μεταμορφώσει τη γήινη, τη χθόνια περπατησιά του σε βήμα σωτήριας υπέρβασης.
Επινοώντας καταλόγους με τύπους πολιτικών και στρατιωτικών αεροπλάνων, με γνωστά ή λιγότερο γνωστά πολεμικά συμβάντα, με συνηθισμένες αλλά και εξωτικές, περίπου μυθικές τοποθεσίες ή με μικροπληροφορίες για τα μηχανικά μέρη των αεροσκαφών και για τη λειτουργία τους, η Καρυστιάνη ξεδιπλώνει δεξιοτεχνικά το πεδίο στο οποίο κινούνται τόσο η πραγματικότητα όσο και οι ονειροφαντασίες του Μιχάλη. Και δίπλα στους καταλόγους της η συγγραφέας ξανοίγεται σε μια αλυσίδα πολιτικών και ιστορικών συμβάντων της ελληνικής και της διεθνούς σκηνής. Το διεθνές πλαίσιο βασίζεται στα διαβάσματα και τις ηλεκτρονικές περιηγήσεις του ήρωα, που είναι σαν να ξεφυλλίζει εγκυκλοπαίδεια, αλλά με ένα ξεφύλλισμα το οποίο του προσφέρει μια εσώτερη ανάσα και θέαση. Τα ελληνικά πολιτικά γεγονότα πάλι δείχνουν το ξυστό πέρασμα του Μιχάλη από το σύνολο της μεταπολεμικής και της μεταπολιτευτικής ιστορίας: όσα έζησε, για άλλη μια φορά, στη σκιά και το περιθώριο, όσα τον έκαναν έναν «μικροσκοπικό άνθρωπο», που πάντως δεν έπαψε στιγμή να βιώνει, έστω και εν απολύτω αδρανεία, τη μεγάλη εικόνα, όντας ένα ελάχιστο ψηφίο της. Ένα ελάχιστο ψηφίο αντιπροσωπεύουν άλλωστε και οι έρωτες του Μιχάλη: μικροί, χθαμαλοί, φευγαλέοι, αδιάφοροι, θρεμμένοι εκ νέου με μια υπεραναπληρωτική φαντασία, καθώς και με τη σπασμένη αναδρομική μνήμη του, που συγχέει πρόσωπα και εποχές δίχως να παραβλάπτει επί της ουσίας τις ενθυμήσεις του, παρά τον φόβο του σε κάποια φάση για την πιθανή απώλειά τους.
Το μυθιστόρημα της Καρυστιάνη δεν φοβάται γενικότερα τις απώλειες και τα παραφερνάλιά τους. Ξέρει, όμως, όχι μόνο να μη μας επιτρέψει να νιώσουμε απώθηση για λογαριασμό τους, αλλά και να μας δείξει πώς να αντλήσουμε από αυτές τρόπους για να συνεχίσουμε τουλάχιστον εν μέρει αλώβητοι τη διαδρομή μας – αν όχι και ενισχυμένοι με το όπλο ενός αισιόδοξου πεσιμισμού για το παρόν και για το μέλλον. Η συγγραφέας έχει επίσης χτίσει για τα «Ψιλά γράμματα» μια στιβαρή και θερμά εκφραστική γλώσσα, που χωρίς να βασίζεται στα παιχνίδια και στην επίδειξη του πλούτου της, κερδίζει την προσοχή κι εξασφαλίζει τη συγκίνησή μας χάρη στην ακρίβεια, την επινοητικότητα και το βάθος της διείσδυσής στις ανεξερεύνητες πτυχές του εγώ.