Kythira agios giorgis

Πολιτισμική Κληρονομιά και Οικονομική Ανάπτυξη: πρόταση για τη δημιουργία «ζωντανών» Αρχαιολογικών Πάρκων στους Αρχαιολογικούς Χώρους της Ελλάδας, με παράδειγμα εφαρμογής τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα

Άρης Τσαραβόπουλος
Έφεδρος Αρχαιολόγος της ΚΣΤ’ ΕΠΚΑ, aristsaravopoulos@hotmail.com

Γκέλυ Φράγκου
Αρχαιολόγος, gelyfragoy11@hotmail.com

Περίληψη

Στο κείμενο που ακολουθεί προτείνεται ένας τρόπος αναβίωσης των «ξεχασμένων» αρχαιολογικών χώρων χωρίς κρατικές ή άλλες δημόσιες δαπάνες, ένας τρόπος που θα τους αναδείξει, θα τους κάνει προσβάσιμους, ενώ ταυτόχρονα θα αυξήσει τις θέσεις εργασίας (χωρίς καθόλου έξοδα στον προϋπολογισμό), και θα συμβάλει στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου στις περιοχές στις οποίες βρίσκονται.

Η πρόταση συνίσταται στη δημιουργία ενός ζωντανού, να τονιστεί, ζωντανού Αρχαιολογικού Πάρκου, στο οποίο οι επισκέπτες θα έχουν τη δυνατότητα να δραστηριοποιούνται και, από απλοί θεατές θα μετατρέπονται σε δρώντα υποκείμενα.

Η δραστηριότητα αυτή εντάσσεται στα γενικά πλαίσια ενός προγράμματος εναλλακτικού τουρισμού. Οι ενδιαφερόμενοι επισκέπτες-τουρίστες θα έρχονται, όχι για απλή επίσκεψη, αλλά για να συμμετάσχουν στη διαδικασία της αποκάλυψης και της δημιουργίας του αρχαιολογικού χώρου. Θα εργάζονται δηλαδή ως «εργατικό» προσωπικό. Υπάρχει η δυνατότητα να απευθυνθούμε στους τουρίστες που αναζητούν έναν εναλλακτικό τρόπο διακοπών και οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν, πληρώνοντας, εθελοντική εργασία σε έναν αρχαιολογικό χώρο.

Σε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους στο εξωτερικό πολλές ανασκαφές διεξάγονται με τον τρόπο αυτό και εξασφαλίζεται έτσι η χρηματοδότησή τους. Με την παρακάτω πρόταση επιτυγχάνονται στόχοι οι οποίοι, ενώ δεν απαιτούν κανένα δημόσιο έξοδο εντάσσονται σε μια αυτοχρηματοδοτούμενη διαδικασία  ανασκαφής, διαμόρφωσης, ανάδειξης και προστασίας του αρχαιολογικού χώρου.

Λέξεις κλειδιά: αειφόρος οικονομική ανάπτυξη, αρχαιολογία, πολιτιστική κληρονομιά, Κύθηρα, Αντικύθηρα

Εισαγωγή

Σε πολλούς ελληνικούς αρχαιολογικούς χώρους, η απήχηση των οποίων ξεπερνάει τα όρια της χώρας, όπως είναι η Ακρόπολη, οι Μυκήνες, η Ολυμπία, οι Δελφοί, η Κνωσός, η Βεργίνα και μερικοί άλλοι, η μεγάλη προσέλευση επισκεπτών σχεδόν όλη τη διάρκεια του έτους, δίνει την οικονομική δυνατότητα της συνεχούς συντήρησης, βελτίωσης και προβολής τους και είναι εμφανής η συμβολή τους στην εθνική, αλλά και την τοπική οικονομία.

Πολλοί επίσης από τους αρχαιολογικούς χώρους, που βρίσκονται έξω από τα «τουριστικά κυκλώματα» και είναι χαμηλότερης αναγνωρισιμότητας, όπως είναι για παράδειγμα1 ο Εμπορειός της Χίου (Archontidou-Argyri et al, 2003), τα Ψαρά, το Παλαμάρι στη Σκύρο (Παρλαμά, 2006), το Παλιομονάστηρο στο Ρίο, η «Μικρή Δοξηπάρα» στον Έβρο (www.mikridoxipara-zoni.gr), η Καρθαία της Κέας2 (Mendoni, 2004; Σημαντώνη-Μπουρνιά κ. αλ, 2006) και πολλοί άλλοι, διαμορφωμένοι με πολλά έξοδα εθνικά ή κοινοτικά (ΚΠΣ, ΕΣΠΑ κ.α.),  έχουν τόσο λίγους επισκέπτες που, ακόμα και έμμεσα μέσω της τουριστικής έλξης που μπορεί να δημιουργούν (αφού στους περισσότερους δεν υπάρχει εισιτήριο), δεν φαίνεται να αποσβέσουν ποτέ τα χρήματα που δαπανήθηκαν για τη συντήρηση και την ανάδειξή τους.

Υπάρχουν όμως και πάρα πολλοί αρχαιολογικοί χώροι – και αυτοί είναι οι περισσότεροι – που παραμένουν ανεξερεύνητοι, σκεπασμένοι από τις προσχώσεις και τη βλάστηση, και οι οποίοι δεν προσφέρουν στον επίμονο επισκέπτη ούτε καν δείγματα του αρχαιολογικού πλούτου που κρύβουν. Αυτοί είναι που ένας-ένας χωριστά, σκορπισμένοι σε όλα τα σημεία του ελλαδικού χώρου, αποτελούν τον πραγματικό πλούτο της χώρας, είναι η πρώτη ύλη της «βαριάς βιομηχανίας» της Ελλάδας η οποία δύο ολόκληρους αιώνες από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους ακόμα δεν έχει αξιοποιηθεί. Αν βέβαια προσπαθήσουμε να συντηρήσουμε και να αναδείξουμε τους χώρους αυτούς με τον τρόπο που ακολουθήθηκε στις παραπάνω περιπτώσεις θα είχαμε τα ίδια «χρηματοβόρα» αποτελέσματα: τεράστια έξοδα συντήρησης, διαμόρφωσης και προβολής (τα οποία ασφαλώς στη σημερινή οικονομική κατάσταση της χώρας θα ήταν αστείο ακόμα και να το σκεφτεί κανείς) με πενιχρά αποτελέσματα άμεσης ή έμμεσης απόσβεσης σε διάρκεια αιώνων.

Στόχοι

Στο κείμενο που ακολουθεί προτείνεται ένας τρόπος αναβίωσης των «ξεχασμένων» αρχαιολογικών χώρων χωρίς κρατικές ή άλλες δημόσιες δαπάνες, ένας τρόπος που θα τους αναδείξει και θα τους κάνει προσβάσιμους. Οι εργασίες θα ξεκινήσουν με ανθρώπους οι οποίοι θα δουλεύουν και ταυτόχρονα θα πληρώνουν για την συμμετοχή τους. Αυτό θα φέρει ζωή στον τόπο γιατί δεν θα πρόκειται πλέον για έναν «νεκρό» αρχαιολογικό χώρο ο οποίος είναι επισκέψιμος μόνο συγκεκριμένες εποχές του χρόνου. Ταυτόχρονα, η πρόταση αυτή θα αυξήσει τις θέσεις εργασίας αρχαιολόγων, συντηρητών και ντόπιων (καθώς θα αυξηθούν οι ανάγκες στέγασης και σίτισης). Το επιστημονικό προσωπικό δεν θα πληρώνεται από το κράτος, αλλά από τα έσοδα που θα προκύπτουν από τους συμμετέχοντες-εθελοντές-τουρίστες στο πρόγραμμα. Όλα τα παραπάνω θα συμβάλουν στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου στις περιοχές στις οποίες βρίσκονται οι αρχαιολογικοί χώροι, γιατί οι προτεινόμενες εργασίες προγραμματίζονται να διαρκούν από το τέλος της άνοιξης έως τις αρχές του φθινοπώρου, για 6-7 μήνες. Ως συγκεκριμένα παραδείγματα εφαρμογής της πρότασης (case studies) παρουσιάζονται δυο αρχαιολογικοί χώροι στα νησιά των Κυθήρων και Αντικυθήρων. Οι αρχαιολογικοί αυτοί χώροι είναι το «Παλαιόκαστρο» στα Κύθηρα και το «Κάστρο» στα Αντικύθηρα. Ο πρώτος από τους συγγραφείς του άρθρου αυτού, εργάζεται στα δύο αυτά νησιά για περισσότερο από είκοσι χρόνια ως υπεύθυνος υπάλληλος της αρχαιολογικής υπηρεσίας (Τσαραβόπουλος 2006; Τσαραβόπουλος 2009α; Τσαραβόπουλος 2009β).

Προσπάθεια δημιουργίας «ζωντανών» αρχαιολογικών πάρκων: αρχαιολογικοί χώροι ως πηγές αειφόρου ανάπτυξης

Η πρόταση συνίσταται στη δημιουργία ενός ζωντανού, να τονιστεί, ζωντανού Αρχαιολογικού Πάρκου, στο οποίο οι επισκέπτες θα έχουν τη δυνατότητα να δραστηριοποιούνται και, από απλοί θεατές θα μετατρέπονται σε δρώντα υποκείμενα. Η διαφορά είναι ότι τον απλό Αρχαιολογικό Χώρο, ο επισκέπτης τον εξαντλεί με μια, το πολύ με δυο, αν είναι πολύ επιμελής, ημερήσιες επισκέψεις ενώ, όπως προτείνεται, στο «Ζωντανό Αρχαιολογικό Πάρκο» ο επισκέπτης θα συμμετέχει και στην αποκάλυψη αρχαιοτήτων, αλλά και στη διαμόρφωση και παρουσίαση του χώρου. Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στη νότια, οι μέρες ηλιοφάνειας που επιτρέπουν υπαίθρια εργασία αρχίζουν από τα μέσα Μαρτίου και τελειώνουν αργά το Νοέμβριο. Αυτό δίνει τη δυνατότητα να προγραμματίζεται αρχαιολογική δραστηριότητα όλη αυτή την περίοδο.

Η δραστηριότητα αυτή εντάσσεται στα γενικά πλαίσια ενός προγράμματος εναλλακτικού τουρισμού. Οι ενδιαφερόμενοι επισκέπτες-τουρίστες θα έρχονται, όχι για απλή επίσκεψη αλλά, όπως αναφέρεται παραπάνω, για να συμμετάσχουν στη διαδικασία της αποκάλυψης και της δημιουργίας του αρχαιολογικού χώρου. Θα εργάζονται δηλαδή ως «εργατικό» προσωπικό, και θα διδάσκονται ταυτόχρονα, την ανασκαφική διαδικασία, αλλά και όλες τις άλλες δραστηριότητες που απαιτούνται για την δημιουργία και τη λειτουργία ενός Αρχαιολογικού Πάρκου, όπως είναι η αποκάλυψη των αρχαιοτήτων και η αποκατάστασή τους, η δημιουργία μονοπατιών προς τους χώρους ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, η ξενάγηση στον χώρο ενώ ταυτόχρονα, τα απογεύματα, θα τους παραδίδονται μαθήματα (1) ιστορίας του αρχαιολογικού χώρου, (2) του τρόπου με τον οποίο εξάγονται τα ιστορικά συμπεράσματα από τα ανασκαφικά δεδομένα, αλλά και (3) μαθήματα για τους στόχους της αρχαιολογικής έρευνας, (4) μαθήματα άμεσης συντήρησης και σχεδίου κινητών και ακίνητων ευρημάτων, καθώς και (5) των τρόπων προβολής του «αρχαίου» στο ευρύτερο κοινό.

Πρέπει βέβαια να ξεπεραστεί η «αδημονία» της γρήγορης εξαγωγής αρχαιολογικών συμπερασμάτων και οι υπεύθυνοι της ανασκαφής θα πρέπει να προσπαθούν να λειτουργούν περισσότερο ως «διδάσκοντες» και λιγότερο ως «βιαστικοί» ερευνητές. Η διαδικασία αυτή, ωστόσο, δίνει τη δυνατότητα μιας συνεχούς ζωντάνιας στον αρχαιολογικό χώρο, αφού συνέχεια θα αλλάζουν τα δεδομένα των ευρημάτων και των χώρων που θα αποκαλύπτονται. Οι «επισκέπτες-εργαζόμενοι» στον χώρο θα έχουν τη δυνατότητα να διαπιστώνουν την πρόοδο της αποκάλυψης, αλλά και τη συναγωγή των συμπερασμάτων από τα αποτελέσματα της ανασκαφής στην οποία οι ίδιοι θα συμμετέχουν. Από την ίδια ομάδα θα επιλέγονται και αυτοί που θα ξεναγούν τους τυχαίους επισκέπτες, οι οποίοι θα παρακολουθούν και  αυτοί ζωντανά τη διαδικασία της ανασκαφής. Οι δυο αρχαιολογικοί χώροι στου οποίους επικεντρώνουμε την πρόταση έχουν ενταχθεί από τη Δημοτική Κυθήρων και Αντικυθήρων, σε δίκτυο μονοπατιών.

Υπάρχει δηλαδή η δυνατότητα να απευθυνθούμε στους τουρίστες που αναζητούν έναν εναλλακτικό τρόπο διακοπών και οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν, πληρώνοντας, εθελοντική εργασία σε έναν αρχαιολογικό χώρο.3 Σε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους στο εξωτερικό, στην Ισπανία (www.archaeospain.com), τη Γαλλία (www.culture.gouv.fr), αλλά και τη Ρουμανία και αλλού, πολλές ανασκαφές διεξάγονται με τον τρόπο αυτό και εξασφαλίζεται έτσι η χρηματοδότησή τους. Η ουσιαστική διαφορά της πρότασής μας με τις παραπάνω περιπτώσεις έγκειται στο γεγονός ότι ο κύριος στόχος τους είναι το επιστημονικό αποτέλεσμα και για τον λόγο αυτό η διάρκειά τους είναι μικρή, ενώ προχωρούν με ταχύτητα για τη συναγωγή όσο το δυνατόν περισσότερων επιστημονικών συμπερασμάτων σε όσο το δυνατόν πιο περιορισμένο χρονικό διάστημα. Η πρότασή μας θέτει ως κύριο στόχο τη λειτουργία του χώρου, τη διδασκαλία των συμμετεχόντων χωρίς βέβαια να παραβλέπει το επιστημονικό αποτέλεσμα το οποίο όμως δεν θα επισκιάζει τις πρώτες δυο λειτουργίες, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στην ένταξη του αρχαίου στην κοινοτική ζωή. Το τελευταίο θα πραγματοποιείται ως εξής: κατά τις περιόδους χαμηλής τουριστικής κίνησης, όταν η παραγωγή και η οικονομική δραστηριότητα είναι ανύπαρκτες σε κάποιες περιοχές και οι άνθρωποι περιμένουν να ζήσουν από τους τουρίστες κατά τους θερινούς μήνες, η λειτουργία του αρχαιολογικού χώρου με τον τρόπο που προτείνεται παραπάνω θα συμβάλει στην ενίσχυση της οικονομικής ζωής αυτών των περιοχών. Οι ιδιοκτήτες ενοικιαζόμενων εστιών και εστιατορίων θα καλούνται να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των επαγγελματιών και τουριστών – εργατών που θα συμμετέχουν στο πρόγραμμα για μεγάλες χρονικές περιόδους. Έτσι, θα έχουν έσοδα. Η οικονομική ανάπτυξη θα δώσει την ευκαιρία στους ντόπιους να μένουν στον τόπο τους αντιλαμβανόμενοι ότι οι αρχαιότητες  του τόπου τους μπορούν να αποτελέσουν και πηγή οικονομικών εσόδων.

Με την παραπάνω πρόταση επιτυγχάνονται τρεις στόχοι οι οποίοι, ενώ δεν απαιτούν κανένα δημόσιο έξοδο, εντάσσονται σε μια αυτοχρηματοδοτούμενη διαδικασία ανασκαφής, διαμόρφωσης, ανάδειξης και προστασίας του αρχαιολογικού χώρου. Ο πρώτος στόχος είναι η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου, με την αποκάλυψη των λειτουργικών του τμημάτων, με εξασφάλιση της παρουσίας προσωπικού και ξενάγησης των επισκεπτών σε όλη τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου η οποία μπορεί να αρχίζει από τον Απρίλη-Μάη και να διαρκεί έως τον Νοέμβρη. Ο στόχος αυτός βρίσκεται στις άμεσες επιδιώξεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας όπως ορίζεται στον Αρχαιολογικό Νόμο του Ελληνικού Κράτους.4 Η διαρκής παρουσία ομάδας που θα ασχολείται στον χώρο θα βοηθήσει στη διατήρηση και στη συντήρηση των αρχαιοτήτων και των μονοπατιών επίσκεψης, ώστε να μην εμφανίζεται η εικόνα εγκατάλειψης που έχουν σήμερα οι περισσότεροι αρχαιολογικοί χώροι.

Ο δεύτερος στόχος είναι η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου που θα συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής στην οποία βρίσκονται. Ταυτόχρονα, οι κάτοικοι θα έρχονται σε επαφή με την πολιτιστική τους κληρονομιά. Η άμεση επαφή με την κοινότητα θα επιτρέπει σε πολλούς κατοίκους να έρθουν σε επαφή με τις εργασίες που διενεργούνται εκεί. Η οργάνωση της πρότασής μας θα έχει τοπικό χαρακτήρα και θα είναι μια συνεργασία των τοπικών αρχών και των κατοίκων με την υπεύθυνη αρχαιολογική υπηρεσία και μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που θα αποτελείται από τους παραπάνω. Όλα αυτά τα μέλη θα αποφασίζουν για τους συμμετέχοντες στο πρόγραμμα, την ακριβή περίοδο των αρχαιολογικών εργασιών και σε συνεργασία με τους αρχαιολόγους που θα δουλεύουν στο πρόγραμμα θα αποφασίζουν για τις περιοχές που θα ανασκάπτονται κάθε χρόνο. Οι κάτοικοι των γειτονικών κοινοτήτων θα ενθαρρύνουν πολλούς απλούς τουρίστες να επισκέπτονται τους χώρους. Πολλοί από τους κατοίκους έχουν υποστεί την ταλαιπωρία της καθυστέρησης επιχειρώντας να οικοδομήσουν στην έγγεια ιδιοκτησία τους, είτε για τον απλό έλεγχο των εκσκαφών είτε για την ανασκαφή των αρχαιοτήτων που υπήρχαν εκεί και θα μπορούν να δουν ότι η θυσία τους έχει άμεσο αποτέλεσμα στην αποκάλυψη και την ερμηνεία της ιστορίας του τόπου τους και, πιθανόν, θα πάψουν να αντιμετωπίζουν τους αρχαιολόγους ως «επικίνδυνα όντα» που στόχο έχουν, για «κάποιο δικό τους ψώνιο» να τους εμποδίζουν να κτίσουν.5

Ένας τρίτος στόχος είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας (να τονιστεί πάλι: όχι με δαπάνες του δημοσίου) σε αρχαιολόγους, συντηρητές αρχαιοτήτων και σχεδιαστές αρχαιοτήτων και, έμμεσα, σε όλα τα επαγγέλματα τα οποία θα εξυπηρετούν τη δράση αυτή. Μια ομάδα 30-35 συμμετεχόντων (επισκεπτών-εργατών) θα χρειάζεται τουλάχιστον 5 αρχαιολόγους υπεύθυνους ομάδων για τουλάχιστον 8 μήνες στον κάθε χώρο, τουλάχιστον έναν σχεδιαστή και έναν συντηρητή αρχαιοτήτων. Όλοι οι παραπάνω θα πληρώνονται από τους συμμετέχοντες (επισκέπτες-εργαζόμενους) στο πρόγραμμα. Η επιλογή του επιστημονικού προσωπικού θα είναι η γνώση και η εμπειρία στο χώρο, και κάθε χρόνο το επιστημονικό προσωπικό θα αξιολογείται από τους συμμετέχοντες εθελοντές- “πελάτες”.

Επιπλέον, νέες θέσεις εργασίας θα προκύψουν για τους ντόπιους για την εξυπηρέτηση των αναγκών φιλοξενίας και διατροφής όλων των συμμετεχόντων.6

Ταυτόχρονα, οι συμμετέχοντες εθελοντικά (οι «εναλλακτικοί τουρίστες») στις εργασίες ανασκαφής, αποκατάστασης και διαμόρφωσης του χώρου, εργασίες οι οποίες, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, προβλέπεται να διαρκέσουν πολλές δεκαετίες, μετατρέπονται σε ζωντανούς διαφημιστές του αρχαιολογικού χώρου προσελκύοντας πολύ περισσότερους επισκέπτες. Από την έως τώρα εμπειρία στους χώρους για τους οποίους θα γίνει λόγος παρακάτω διαπιστώνεται ότι παρόλες τις δυσκολίες διαβίωσης και εργασίας οι εθελοντές επανέρχονται ζητώντας να συμμετάσχουν και τις επόμενες χρονιές στην ανασκαφή, ενώ συνεχώς νέοι εθελοντές εκφράζουν την επιθυμία συμμετοχής.

Όπως διαγράφεται παραπάνω, οι αρχαιολογικοί χώροι αντί να κλείνουν για το κοινό «λόγω ανασκαφής», όπως συμβαίνει στην πλειοψηφία των συστηματικών, αλλά και των σωστικών ανασκαφών που διενεργούνται στους αρχαιολογικούς χώρους της χώρας μας, θα «ανοίγουν» για τον ίδιο ακριβώς λόγο κάνοντας επισκέψιμη την ίδια τη διαδικασία της ανασκαφής.

Παλαιόκαστρο Κυθήρων

Το νησί των Κυθήρων βρίσκεται στη συνέχεια της ανατολικής χερσονήσου της Πελοποννήσου, απέναντι από το ακρωτήριο του Μαλέα και ελέγχει το θαλάσσιο πέρασμα από το Αιγαίο προς τη Δυτική Μεσόγειο. Από την αρχαιότητα είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο ως το «θείο νησί της Αφροδίτης » χαρακτηριστικό το οποίο είναι ισχυρό στοιχείο έλξης για επισκέπτες, αλλά και υποψήφιους να συμμετέχουν στην ανασκαφή.

Ο μεγαλύτερος, οχυρωμένος οικισμός του νησιού βρισκόταν στον αρχαιολογικό χώρο του «Παλαιοκάστρου» στο κέντρο του νησιού σε απόσταση περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων από την παραλία της Παλαιόπολης στην οποία λειτουργούσε το επίνειό της η Σκάνδεια (Coldstream & Huxley, 1972: 37-40; Πετρόχειλος, 1984: 64-87). Η οχυρωμένη αρχαία πόλη καταλαμβάνει μια έκταση μεγαλύτερη των 600 000 m2. Τα τείχη της σε μεγάλο ποσοστό καλύπτονται από βλάστηση και δεν είναι ορατά, ενώ σε πολλά σημεία έχουν καταστραφεί από τις αγροτικές εργασίες και τις διαμορφώσεις των τελευταίων δέκα αιώνων. Στο «Παλαιοκάστρο» σώζονται ορατά (το ένα μετά από ανασκαφή) δυο αρχαία ιερά, το πρώτο μεγάλης θηλυκής θεότητας (πιθανότατα της Αφροδίτης, αν και δεν υπάρχει κανένα επιγραφικό επιβεβαιωτικό τεκμήριο) στην κορυφή του λόφου (Πετρόχειλος, 2003; 2007; 2009). Ο δεύτερος ναός ανήκει στους Διόσκορους, πιθανότατα και ιερό, στον χώρο στον οποίο λειτουργεί σήμερα ο χριστιανικός ναός των Αγίων Αναργύρων (Κοσμά και Δαμιανού) (Εικ. 1, 2).  Η αρχαία πόλη έχει οχυρωθεί τουλάχιστον δυο φορές, την πρώτη στα αρχαϊκά χρόνια και τη δεύτερη μετά την κατάληψη του νησιού από τον Κόνωνα, το 393 π.Χ. (Ξενοφών, Ελληνικά 4.8.7). Με τη σωστική ανασκαφή που διενεργήθηκε το 2010 και το 2011 αποκαλύφθηκαν τμήματα του κατοικημένου χώρου των ύστερων ελληνιστικών χρόνων και των πρώτων αιώνων της Ρωμαϊκής κυριαρχίας αν και, όπως φαίνεται από τα κινητά ευρήματα, η κατοίκηση στον χώρο είχε αρχίσει από τους υστερογεωμετρικούς χρόνους. Σε άλλο σημείο της ίδιας σωστικής ανασκαφής βρέθηκε ένας τάφος των ύστερων αρχαϊκών χρόνων.

Η μοναδική αρχαιολογική εργασία στο χώρο ήταν μιας μικρής κλίμακας συστηματική ανασκαφή στην κορυφή του λόφου που διενεργήθηκε από τον καθηγητή Ι. Πετρόχειλο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ο οποίος αποκάλυψε το προ αναφερθέν ιερό αφιερωμένο στη θηλυκή θεότητα. Τα τελευταία δύο χρόνια (2010, 2011) μετά από αίτηση του Δήμου και της Μητρόπολης Κυθήρων για την διάνοιξη μονοπατιού προς τον ναό των Αγ. Αναργύρων, ξεκίνησε μιας μικρής κλίμακας σωστική ανασκαφή, η οποία αποκάλυψε τις αρχαιότητες που περιγράφονται παραπάνω (Εικ. 1, 2). Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε με την συμμετοχή εθελοντών – φοιτητών κ.α. υπό την επίβλεψη της ΚΣΤ’ ΕΠΚΑ, την οποία εκπροσωπούσε τότε στο νησί ο πρώτος εκ των συγγραφέων του άρθρου αυτού, και την οικονομική υποστήριξη του Kytherian Research Group που ιδρύθηκε από Κυθήριους-Αυστραλούς για αυτόν τον σκοπό.

Ο αρχαιολογικός χώρος δεν είναι προσβάσιμος εξαιτίας της βλάστησης. Αρχικά, θα πρέπει να αποψιλωθεί ο χώρος. Η μεγάλη έκταση που καλύπτει θα έχει σαν αποτέλεσμα οι εργασίες εκεί να διαρκούν για 8-9 μήνες κάθε χρόνο, για 50-60 χρόνια κατά τα οποία θα εφαρμόζεται η πρόταση του ζωντανού αρχαιολογικού πάρκου, όπως συζητήθηκε παραπάνω. Υπάρχουν 4 σύγχρονοι οικισμοί γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο του «Παλαιοκάστρου» οι κοινότητες των οποίων θα συμμετέχουν στην μη κερδοσκοπική οργάνωση για την λειτουργία του αρχαιολογικού πάρκου. Σε αυτούς τους οικισμούς υπάρχουν εστίες που μπορούν να εξασφαλίσουν τη διαμονή και διατροφή των συμμετεχόντων.

Αρχαία Αιγιλία, Αντικύθηρα

Η περίπτωση των Αντικυθήρων είναι τελείως διαφορετική. Το νησί, πολύ μικρότερο σε έκταση, βρίσκεται στη μέση της απόστασης Κυθήρων – Κρήτης, με ένα λιμάνι ανοικτό στους βόρειους ανέμους, που εμποδίζουν τον ασφαλή απόπλου μικρών πλοίων, αλλά και την είσοδο των μεγαλύτερων. Το νησί έχει σήμερα μόνο 25 μόνιμους κατοίκους (από τους 700 περίπου που ήταν πριν από 80 χρόνια) με μια σταθερή πορεία ερήμωσης, αφού δεν διαγράφεται καμιά προοπτική στον, στενά χαρακτηρισμένο, παραγωγικό τομέα.

Στο νησί, το οποίο δεν διαθέτει καλές παραλίες, δεν υπάρχουν παραδοσιακοί οικισμοί και ο επισκέπτης δεν έχει πολλά να δει και να κάνει, εάν μείνει περισσότερο από δύο ή τρεις μέρες. Σώζεται όμως εκεί μια ολόκληρη τειχισμένη αρχαία πόλη της οποίας η ιστορία μπορεί να αποτελέσει έναν ισχυρό πόλο έλξης επισκεπτών από όλον τον κόσμο για να γίνει δυνατή η «αναβίωση» του.

Από τις επιγραφές και τα αρχαιολογικά δεδομένα φαίνεται ότι το νησί οχυρώθηκε με την χρηματοδότηση της Περσικής Αυτοκρατορίας, στην προσπάθειά της τελευταίας να επιτεθεί, το β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., από τα μετόπισθεν στον Μ. Αλέξανδρο. Ιδρύθηκε δηλαδή τα χρόνια της μεγάλης σύγκρουσης που κατέληξε με την κατάλυση της Περσικής αυτοκρατορίας και την εμφάνιση των Ελληνιστικών Βασιλείων, αλλάζοντας εκ βάθρων την ελληνική αλλά και την παγκόσμια ιστορία. Κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου το νησί συμμετείχε στην πειρατική δραστηριότητα των Κρητικών πόλεων και, με την καίρια θέση που είχε στις θαλάσσιες διαδρομές εμπορικών και πολεμικών πλοίων, έγινε στόχος πολλών δυνάμεων (Ροδίων, Μακεδόνων, Σπαρτιατών, κ.α.) που ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο του Αιγαιακού χώρου. Κατά τη διάρκεια της «Κρητικής Επανάστασης» κατά των Ρωμαίων το μικρό νησί, που ανήκε στην Κρητική πόλη Φαλάσαρνα, αποτέλεσε τον πρώτο στόχο της επίθεσης των Ρωμαίων που κατέληξε με την καταστροφή της μεγαλονήσου και την τελική υποδούλωσή της (69-67 π.Χ.). Τότε σταμάτησε και η ζωή της αρχαίας πόλης των Αντικυθήρων (Sekunda, 2009; Τσαραβόπουλος, 2009γ).

Η οχύρωση της αρχαίας πόλης των Αντικυθήρων, που ονομαζόταν τα αρχαία χρόνια Αιγιλία, σώζεται σε όλο το μήκος της και καλύπτει έκταση 300 περίπου στρεμμάτων εντός των οποίων σώζονται ιερά, στρατιωτικές εγκαταστάσεις, υπολείμματα οικιών, δεξαμενές και άλλα αρχιτεκτονικά λείψανα. Η μεγάλη έκταση που καλύπτει και η ολοκλήρωση αποκάλυψης απαιτεί εργασία που θα διαρκέσει για πολλές δεκαετίες. Η «πειρατική» δραστηριότητα που προκύπτει από τις πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα μπορεί να λειτουργήσει ως έλξη για όσους επιθυμήσουν την εναλλακτική αυτή μορφή τουρισμού (Jacopi, 1932: 169-170; Segre, 1933: 452-461).

Εξαιτίας της ραγδαίας μείωσης του πληθυσμού η Κοινότητα Αντικυθήρων – η οποία σήμερα εκπροσωπείται από τον Δήμο Κυθήρων και Αντικυθήρων – ζήτησε την δημιουργία αρχαιολογικού πάρκου στο νησί, αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας άλλου πόλου έλξης για τους επισκέπτες. Κάθε καλοκαίρι από το 2000 η 26η ΕΠΚΑ υπό την επίβλεψη του πρώτου συντάκτη αυτού του άρθρου οργανώνει ανασκαφές στον χώρο. Η οικονομική υποστήριξη παρέχεται από την Κοινότητα Αντικυθήρων, την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών και τέλος το Kytherian Research Group.

Δημιουργία «ζωντανών» αρχαιολογικών πάρκων στο «Παλαιόκαστρο» Κυθήρων και «Κάστρο» Αντικυθήρων

Στην περίπτωση του «Παλαιοκάστρου» στα Κύθηρα, η μεγάλη έκταση του χώρου δίνει τη δυνατότητα της εφαρμογής του προγράμματος που προτείνουμε για πολλές δεκαετίες. Το «Παλαιόκαστρο» είναι ο κύριος αρχαίος οικισμός του νησιού και η ανασκαφή του θα φωτίζει συνέχεια την ιστορία των Κυθήρων. Η θέση του «Παλαιοκάστρου» στο κέντρο σχεδόν του νησιού την κάνει εύκολα προσβάσιμη από τους χώρους διαμονής των Κυθήρων, τα Μητάτα, τα Αρωνιάδικα, το Λιβάδι, και τα παραθεριστικά Παλαιόπολη, Αυλέμονας και Διακόφτι. Στα πλαίσια του προγράμματος εργασιών, που θα διαρκεί για κάθε ομάδα εργασίας δύο ή τρεις εβδομάδες, το πρωί θα γίνονται οι εργασίες πεδίου που θα συμπεριλαμβάνουν ανασκαφική εργασία, καθαρισμούς και διαμορφώσεις διαδρομών και χώρων. Η ημέρα εργασίας θα έχει κυμαινόμενο ωράριο που θα εξαρτάται από την ανατολή του ήλιου, αλλά δεν θα διαρκεί περισσότερο από 5 ώρες. Το απόγευμα οι δράσεις θα συμπεριλαμβάνουν πλύσιμο και καταγραφή των κινητών ευρημάτων, ανάγνωση και συζήτηση του ημερολογίου ανασκαφής, καθώς και διαλέξεις-μαθήματα που θα περιλαμβάνουν την ιστορία της Ελλάδας, την ιστορία των Κυθήρων ενταγμένη στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου, των Επτανήσων και της Κρήτης, όπως επίσης και τη σύνδεση των ευρημάτων  της ανασκαφής με τους σταθμούς της ιστορίας του νησιού. Τις Κυριακές θα διοργανώνονται εκδρομές στους υπόλοιπους αρχαιολογικούς χώρους του νησιού. Στα Κύθηρα, οι εστίες διαμονής επιτρέπουν τις αρχαιολογικές εργασίες από τα μέσα Μαρτίου έως τον Νοέμβριο.

Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν μια ξεκάθαρη παραδοχή: ότι η ανασκαπτόμενη κάθε χρόνο επιφάνεια δεν θα είναι ούτε μεγάλη σε έκταση ούτε θα προχωράει σε μεγάλο βάθος γιατί ο πρώτος στόχος της ανασκαφικής διαδικασίας θα είναι διδακτικός και ύστερα ερευνητικός. Ο χώρος της ανασκαφής, όπως συμβαίνει σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους της χώρας, έχει εξαιρετικά πολλά κινητά ευρήματα, τα οποία ανακύπτουν σχεδόν μόλις «ξύσει» κανείς το έδαφος, ώστε να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως αντικείμενα διδασκαλίας των συμμετεχόντων ακόμα και με την περιορισμένης έκτασης ανασκαφική διαδικασία.

Στην περίπτωση της αρχαίας Αιγιλίας των Αντικυθήρων, η πρόταση για τη δημιουργία ενός ζωντανού Αρχαιολογικού Πάρκου, θα μπορούσε να δώσει στο νησί μια νέα ευκαιρία να αναβιώσει. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο επισκέπτης εξαντλεί τον αρχαιολογικό χώρο με μια ή το πολύ δύο, αν είναι πολύ επιμελής, ημερήσιες επισκέψεις, ενώ το υπόλοιπο νησί εξαντλείται σε άλλες δυο μέρες. Οι ερχόμενοι όμως στα Αντικύθηρα είναι υποχρεωμένοι, από τα αραιά δρομολόγια του πλοίου της γραμμής, να παραμένουν περισσότερες μέρες γεγονός που αποτρέπει ακόμα και την σκέψη της δοκιμαστικής επίσκεψης. Με την πρότασή μας όμως, υπάρχει η δυνατότητα της δημιουργίας ενδιαφέροντος των επισκεπτών για την παραμονή τους στο νησί δυο ή και τρεις εβδομάδες.

Έως τώρα, ανταποκρινόμενοι στην επιθυμία της Κοινότητας Αντικυθήρων για την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου, ως μέλη της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων, είχαμε προχωρήσει σε καθαρισμούς και μικρές αποκαλύψεις του τείχους της αρχαίας πόλης και των αρχιτεκτονικών λειψάνων του ναού του Απόλλωνα στη ρίζα του λόφου του οχυρού.

Το νησί βέβαια, με μόνο 25 μόνιμους κατοίκους, δεν διαθέτει υποδομές διαμονής, αλλά ούτε και άνετες υπηρεσίες εστίασης γεγονός που δυσκολεύει την παρουσία μιας μεγάλης ομάδας όλους τους μήνες από τον Μάρτη έως τον Νοέμβρη.

Η διαμονή γίνεται σε αντίσκηνα στο προαύλιο του Σχολείου το οποίο εδώ και 20 χρόνια έχει πάψει να λειτουργεί. Οι δυνατότητες λουτρού είναι περιορισμένες και μόνο στον κυρίως οικισμό, τον Ποταμό, περίπου τρία χιλιόμετρα από τον χώρο διαμονής. Η εστίαση γίνεται το μεσημέρι στον Ποταμό και το βράδυ στο σχολείο που διαθέτει εγκαταστάσεις μαγειρέματος. Οι συνθήκες διαβίωσης της ομάδας που εργάζεται στα Αντικύθηρα είναι δύσκολες.

Στη διαδικασία της ανασκαφής συμμετέχουν συνεχώς από το 2000, πολλοί εθελοντές, φοιτητές και άλλοι, πολλών επαγγελμάτων και ειδικοτήτων. Από την εμπειρία των ετών αυτών φάνηκε ότι ο εθελοντισμός, ακόμα και αυτός κατά τον οποίο δεν εξασφαλίζονται η διαμονή ή η διατροφή, έχει μεγάλη απήχηση όχι μόνο σε όσους έχουν σχέση με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, αλλά σε μεγάλο βαθμό και σε πολλούς συνανθρώπους μας των οποίων τα επαγγέλματα και η απασχόληση είναι τελείως διαφορετικά.

Σε αυτό το πλαίσιο, και εδώ, όπως και στα Κύθηρα, η κάθε ομάδα θα εργάζεται 2 ή 3 εβδομάδες, από τον Μάη έως και τον Σεπτέμβρη τα πρώτα χρόνια του προγράμματος, με προοπτική, εάν δημιουργηθούν εγκαταστάσεις διαμονής, να επεκταθεί η περίοδος από τον Απρίλη έως τον Οκτώβρη-Νοέμβριο . Όπως και στα Κύθηρα, η ημέρα εργασίας αρχίζει με την ανατολή του ήλιου και διαρκεί 5 ώρες. Οι εργαζόμενοι μπορούν, μετά την εργασία, να κολυμπήσουν στην γειτονική της ανασκαφής παραλία και ύστερα να μεταβούν, είτε με αυτοκίνητο είτε με τα πόδια στον κύριο οικισμό όπου υπάρχει το ντους και τα δυο εστιατόρια. Το απόγευμα, στον χώρο του σχολείου, θα γίνεται η πλύση και η καταγραφή των κινητών ευρημάτων, η ανάγνωση των ημερολογίων και θα δίνονται μαθήματα ιστορίας και αρχαιολογικής μεθοδολογίας.

Στα Αντικύθηρα με την παραπάνω πρόταση επιτυγχάνονται οι τρεις στόχοι που αναφέρθηκαν στην αρχή του κειμένου αυτού, αλλά πιστεύουμε ότι με την εφαρμογή του προγράμματος θα υπάρξει και ουσιαστική συμβολή στην ανατροπή της διαδικασίας ερήμωσης του νησιού, αφού η παρουσία μιας πολυάριθμης ομάδας, όχι μόνο κατά τους μήνες που θα διαρκεί η ανασκαφική διαδικασία, αλλά και τον υπόλοιπο χρόνο, όταν θα εργάζονται τα συνεργεία συντήρησης των ευρημάτων για τη δημιουργία μουσειακού χώρου10, θα οδηγήσει στον «επαναπατρισμό» κατοίκων του νησιού για τους οποίους πλέον θα υπάρχει προσφορά εργασίας στο νησί. Ένας από τους λόγους ερήμωσης του νησιού είναι εξαιτίας της έλλειψης θέσεων εργασίας. Δηλαδή, η λειτουργία, με αυτόν τον τρόπο, του Αρχαιολογικού Χώρου, θα επιτρέψει να δημιουργηθούν άλλες θέσεις εργασίας στο νησί για την εξυπηρέτηση των εργαζομένων, με αμοιβή ή εθελοντικά, στον αρχαιολογικό χώρο (Τσαραβόπουλος, 2009δ; 2010).

Στον χώρο των αρχαιολόγων θα εξασφαλίσει τουλάχιστον έξι θέσεις εργασίας (αρχαιολόγων και συντηρητών) για περισσότερο από 5 μήνες τον χρόνο στο νησί11. Η συνειδητοποίηση από τους κατοίκους ότι οι αρχαιολογικές εργασίες μπορούν να δώσουν πνοή στο νησί έχει ήδη φανεί και η δυσπιστία που αντιμετώπισε η ανασκαφική ομάδα όταν πρωτοεμφανίστηκε στο νησί, και παρά την αμέριστη συμπαράσταση που είχε από την Κοινοτική Αρχή, τελευταία έχει τελείως υποχωρήσει και τώρα το σύνολο των μόνιμων κατοίκων υποστηρίζει τις ανασκαφικές εργασίες.

Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι οι έως τώρα συμμετέχοντες εθελοντικά στις εργασίες ανασκαφής έχουν μετατραπεί σε ζωντανούς διαφημιστές του νησιού και επανέρχονται ή στέλνουν πολλούς γνωστούς και φίλους στο νησί παρ’ όλες τις δυσκολίες διαβίωσης.

Για να ολοκληρώσουμε την πρόταση θα επαναλάβουμε την διαπίστωση ότι ο αρχαιολογικός χώρος αντί να κλείνει για το κοινό «λόγω ανασκαφής», θα «ανοίγει» για τον ίδιο ακριβώς λόγο κάνοντας επισκέψιμη την ίδια τη διαδικασία της ανασκαφής.

Προβλήματα και Περιορισμοί: ο ρόλος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας

Και οι δύο αρχαιολογικοί χώροι είναι «κηρυγμένοι» και προστατεύονται από τον Αρχαιολογικό Νόμο. Ωστόσο, κάποια γη παραμένει ιδιωτική, και θα πρέπει είτε να γίνει απαλλοτρίωση (που σημαίνει κρατική δαπάνη) είτε να γίνει ανταλλαγή με δημόσια γη12.

Τίθεται ασφαλώς το ερώτημα πώς μια τέτοια πρόταση θα μπορούσε να υλοποιηθεί. Είναι βέβαιο ότι όλα θα πρέπει να γίνουν υπό τον συνεχή έλεγχο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού.

Είναι ένα σοβαρό πρόβλημα γιατί θα μπορούσε να πέσει στην αδράνεια στην οποία πέφτουν, μετά έναν πρώτο ενθουσιασμό, πολλές παρόμοιες πρωτοβουλίες. Ο φορέας θα πρέπει να λειτουργεί ανεξάρτητα από τους συμμετέχοντες στην ανασκαφική και ερευνητική δραστηριότητα και να διαχειρίζεται τα οικονομικά καθ’όλη τη διάρκεια του έτους για να μπορούν οι εργαζόμενοι, αρχαιολόγοι, συντηρητές, σχεδιαστές, αλλά και λογιστές και φροντιστές, να προσβλέπουν στο πρόγραμμα ως έναν μόνιμο χώρο εργασίας ο οποίος θα τους εξασφαλίζει για σχετικά πολλά χρόνια τη δυνατότητα εργασίας. Ως πιθανή λύση, χωρίς να είναι μοναδική, βλέπουμε την συνεταιριστική οργάνωση της ομάδας η οποία, σε άμεση επαφή με την Αρχαιολογική Υπηρεσία και υπό τον έλεγχό της, θα αναλαμβάνει την οργάνωση και λειτουργία του προγράμματος.

Βέβαια, για να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο ένας αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα πρέπει πρώτ’ απ’ όλα, να ξεπεραστούν τα γραφειοκρατικά εμπόδια που είναι στενά συνδεδεμένα με την οργάνωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, καθώς και με τη συντηρητική νοοτροπία των μελών της. Η νοοτροπία αυτή δεν είναι άσχετη με την γενικότερη οργάνωση και λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης στην Ελλάδα. Γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, φόβος μπροστά στο καινούριο και τις ευθύνες που δημιουργεί, αδράνεια, συνδυασμένα με την βαθιά ριζωμένη κρατικοδίαιτη μηχανή εμποδίζουν πολύ συχνά κάθε αποδοχή προτάσεων που ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα. Σε κάθε νέα πρόταση που γίνεται ο γραφειοκρατικός μηχανισμός «ανακαλύπτει» δεκάδες τυπικά «αξεπέραστα» εμπόδια, τα οποία εύκολα ξεπερνιούνται και βρίσκονται και ευφυέστατες λύσεις όταν κάποιο «ισχυρό» πρόσωπο δείχνει το ανάλογο ενδιαφέρον13.

Υπάρχει η βάσιμη ελπίδα, λόγω της αναδιάρθρωσης της Δημόσιας Διοίκησης και της αλλαγής νοοτροπίας και λειτουργίας της, που επιβάλλονται για το ξεπέρασμα της κρίσης στην οποία έχει περιέλθει το Ελληνικό κράτος, ότι η πρόταση αυτή θα γίνει αποδεκτή και θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί αποδεικνύοντας στην πράξη ότι τα αρχαία, όταν προβάλλονται σωστά, είναι δυνατόν να συμβάλουν αποτελεσματικά στη βιώσιμη ανάπτυξη ενός τόπου. Θα ήταν δυνατό να αρχίσει πρώτα πιλοτικά στα δυο νησιά και αν φανεί ότι έχει επιτυχία να επεκταθεί και σε άλλους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας.14

Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης φαίνεται ότι ποτέ δεν θα διατεθούν πόροι για τους αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται έξω από τα «τουριστικά κυκλώματα». Η πρόταση αυτή θα βοηθήσει στην ανάδειξη των αρχαιολογικών χώρων και τη διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς και ταυτόχρονα θα αποτελέσει ένα βασικό στοιχείο της αειφόρου ανάπτυξης.

Επίλογος

Συμπερασματικά, η πρόταση αυτή «εκμεταλλεύεται» τον τεράστιο αρχαιολογικό πλούτο της Ελλάδας για την ανάπτυξη της, την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς και την καλύτερη τεκμηρίωση της ιστορίας της χωρίς την ανάγκη επένδυσης από το Ελληνικό κράτος. Η περίπτωση του «Παλαιοκάστρου» στα Κύθηρα είναι σχεδόν άγνωστη αρχαιολογικά και ιστορικά. Τα Κύθηρα είναι ένα νησί με τουριστική ανάπτυξη, αλλά από την άλλη πλευρά ο αρχαιολογικός χώρος είναι ολοκληρωτικά μη προσβάσιμος. Τα Αντικύθηρα από την άλλη πλευρά είναι ένα νησί του οποίου ο πληθυσμός παρουσιάζει ραγδαία μείωση και η μόνη προοπτική για ανάπτυξη είναι η δημιουργία ενός «ζωντανού» αρχαιολογικού πάρκου.  Και οι δύο αρχαιολογικοί χώροι έχουν ένα διαφορετικό χαρακτηριστικό έλξης. Τα Κύθηρα είναι το νησί της Αφροδίτης και το διαφημιστικό σύνθημα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες του προγράμματος είναι «ανασκαφές στο νησί της Αφροδίτης», ενώ το «ελκυστικό» σύνθημα για τα Αντικύθηρα θα μπορούσε να είναι «ανασκαφές στο νησί των πειρατών».

Σημειώσεις

  1. Εδώ αναφέρονται μόνο μερικοί από τους διαμορφωμένους χώρους για τους οποίους έχουν δαπανηθεί τεράστια ποσά από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους για τη διαμόρφωσή τους, ενώ η επισκεψιμότητά τους είναι ελάχιστη.
  2. Για τη διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου της «Καρθαίας» (που εντάχθηκε στα προγράμματα του ΤΔΠΕΑΕ λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος της γενικής γραμματέως του Υπουργείου Πολιτισμού, όπως και πολλές άλλες θέσεις που επιλέχθηκαν λόγω των ιδιαίτερων σχέσεων των επικεφαλής αρχαιολόγων με την ΓΓ) έχουν ξοδευτεί πολλά χρήματα τις τελευταίες δυο δεκαετίες αλλά ακόμα δεν είναι προσβάσιμη από τη στεριά. Πρέπει να είναι κανείς ιδιοκτήτης πλεούμενου ή να νοικιάσει ευκαιριακό πλεούμενο!
  3. Ένα άλλο target group είναι η παγκόσμια κοινότητα των φοιτητών αρχαιολογίας οι οποίοι αναζητούν αρχαιολογικούς χώρους για να αποκτήσουν ανασκαφική εμπειρία. Τα έξοδά τους εξασφαλίζονται συχνότατα από τα πανεπιστήμια στα οποία φοιτούν.
  4. Πρόκειται για τον Αρχαιολογικό Νόμο 3028, ΦΕΚ Α’ 153/28-6-2002, «για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» και ιδιαίτερα το άρθρο 3 στο οποίο ορίζεται το «Περιεχόμενο της προστασίας». (Αρχαιολογικός Νόμος 3028/2002, αρ. 3)
  5. Για τους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν την πραγματικότητα στην Ελλάδα, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι σε πάρα πολλές περιοχές της, πριν από κάθε επέμβαση στο υπέδαφος, είτε για οικοδόμηση, είτε για εργασίες υποδομής (διάνοιξη δρόμων, δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης κ.α.) απαιτείται πρώτα απ’όλα η παρακολούθηση τους από την Αρχαιολογική υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, ενώ εάν βρεθούν αρχαιότητες επιβάλλεται η ανασκαφή τους με δαπάνες του κράτους ή του ιδιοκτήτη του χώρου και, όπως είναι κατανοητό η διαδικασία αυτή επιφέρει οικονομικό κόστος και καθυστέρηση ολοκλήρωσης των έργων. Αρχαιολογικός Νόμος 3028/2002, άρθρο 37.
  6. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε και την πιθανότητα οι «συμμετέχοντες» στην ανασκαφή να μην είναι μόνοι τους, αλλά να συνοδεύονται από συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα που θα αυξήσουν την ομάδα στους χώρους φιλοξενίας και εστίασης.
  7. Όμηρος, Ιλιάδα Ο, 432; Ησίοδος, Θεογονία, 192. Για την «ιερότητα» του νησιού στις τέχνες, οι πίνακες «Η Γέννηση της Αφροδίτης» του Botticelli και «Επιβίβαση στα Κύθηρα» του Jean-Antoine Watteau και το ποιήμα «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Charles Baudelaire
  8. Πρόκειται για τα ευρήματα των ημερών της ανασκαφής τα οποία θα βλέπουν οι συμμετέχοντες, αλλά θα συζητιούνται και ορισμένα ευρήματα-κλειδιά που έχουν αποκαλυφθεί σε άλλες περιόδους και έχουν συμβάλλει στη συναγωγή ιστορικών συμπερασμάτων.
  9. Η δημιουργία χώρων διαμονής ανταποκρίνεται στους στόχους του προγράμματος, αφού θα επιτρέψει την αναπαλαίωση παλαιών οικιών ή την κατασκευή νέων σε ένα νησί το οποίο βρίσκεται σε διαδικασία ερήμωσης.
  10. Η έως τώρα ανασκαφή στα Αντικύθηρα «παρήγαγε» πλήθος εκθέσιμων ευρημάτων τα οποία μαζί με αντίγραφα των ευρημάτων από το «ναυάγιο» θα δημιουργήσουν έναν αξιόλογο εκθεσιακό χώρο (Caltsas, Vlachogianni, Bougia, 2012; Marțiș et al., 2006; Pyrrou et al., 2006; Tsaravopoulos 2009c).
  11. Η αμοιβή των εργαζόμενων αρχαιολόγων και συντηρητών θα εξασφαλίζεται, όπως εκτέθηκε και παραπάνω από τους συμμετέχοντες στην ανασκαφική – διδακτική διαδικασία.
  12. Η ανταλλαγή γης προβλέπεται από τον Αρχαιολογικό Νόμο 3028/2002, άρθρο 18.8. Ειδικά στα Κύθηρα βρέθηκε μια ακόμα καλύτερη λύση που είναι η προσφορά της γης από μερικούς Κυθήριους της Αυστραλίας, ιδιοκτήτες γης στο Παλαιόκαστρο, οι οποίοι παραχωρούν το δικαίωμα στους αρχαιολόγους να διενεργήσουν ανασκαφές.
  13. Ο γράφων έχει εμπειρία και από επεμβάσεις «ισχυρών» που λειτούργησαν θετικά, ενώ ο μηχανισμός είχε εκφραστεί αρνητικά στην πρότασή του, αλλά και από επεμβάσεις που σταμάτησαν προτάσεις με γραφειοκρατικές προφάσεις και ήταν αδύνατο να ξεπεραστούν λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από κάποιον «ισχυρό».
  14. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας οι αρχαιολογικοί χώροι στους οποίους θα μπορούσε να εφαρμοστεί το πρόγραμμα αυτό στην Ελλάδα, είναι πάνω από διακόσιοι επιφέροντας τα αντίστοιχα πολιτιστικά και οικονομικά αποτελέσματα στις περιοχές στις οποίες βρίσκονται.

Βιβλιογραφία

Archontidou-Argyri, A. et al. 2003. Emporio. A settlement of the early historical times. Works of rehabilitation. Ministry of Culture. K’ EPKA. Chios

Bevan, A., Conolly, J. and A. Tsaravopoulos 2008. The Fragile Communities of Antikythera. Archaeology International 10, 2008, 32-36.

Caltsas, N., Vlachogianni, E., Bougia, P. (eds). 2012. The Antikythera Shipwreck. The Ship, the Treasures, the Mechanism, Catalogue of the exhibition in the National Archaeological Museum from April 2012 to April 2013.

Huxley, G. & Coldstream, N. 1972. Kythera, Excavations and Studies. London

Jacopi, G. 1932. Nuove epigrafi dale Sporadi Meridionali, Clara Rhodos 2: 169-170

Marțiș, T., Zoitopoulos, M. & Tsaravopoulos, A. 2006. Antikythera. The Early Hellenistic Cemetery of pirates’ town. In: Luca, S.A. & Sîrbu, V. (eds). The Society of the Living – The Community of the Dead (from Neolithic to the Christian Era). Proceedings of the 7th International Colloquium on Funerary Archaeology, 2006. Biblioteca Septemcastrensis XVII (2006). Sibiu, pp. 125-134

Mendoni, L. 2004. The protection and presentation of archaeological sites in connection with sustainable development: the archaeological site of Karthaia. In: Doukelis, P. N. and Mendoni, L. (eds). Perception and Evaluation of Cultural Landscapes: Proceedings of an International Symposium, Zakynthos, December 1997. Athens: Research Centre for Greek and Roman Antiquity, National Hellenic Research Foundation (Μελετήματα 38): 187-221.

Parlama, L. 2006. Το έργο της Επιτροπής Έρευνας, Προστασίας, και Ανάδειξης του Προϊστορικού Οικισμού στο Παλαμάρι της Σκύρου. In: Το Έργο των Eπιστημονικών Επιτροπών Αναστήλωσης, Συντήρησης και Ανάδειξης Μνημείων, ΥΠ.ΠΟ.Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε., Athens: 305-315

Petrocheilos, I. 1984. Τα Κύθηρα από την προϊστορική εποχή ως τη Ρωμαιοκρατία. Ioannina

Petrocheilos, I. 2003. Αρχαίο ιερό στο Παλιόκαστρο. In: Glykofridi-Leontsini, A. (ed). Κύθηρα: Μύθος και Πραγματικότητα. Πρακτικά Α’ Διεθνούς Συνεδρίου Κυθηραϊκών Μελετών, Κύθηρα 2003, Τόμος Α’, pp. 77-79

Petrocheilos, I. 2007. Αναθήματα του Ιερού στο Παλιόκαστρο Κυθήρων. In: Konsolaki-Yiannopoulou, E. (ed). Έπαθλον, Αρχαιολογικό συνέδριον προς τιμήν του Αδώνιδος Κύρου (Πόρος 2002), τ. Α’, Αθήνα, pp. 295-306

Petrocheilos, I. 2009. Παλιόκαστρο Κυθήρων: Νέες αρχαιολογικές μαρτυρίες. In: Vasilopoulou, V. & Katsarou-Tzeveleki, S. (eds). From Mesogeia to Argosaronikos. Proceedings of the colloquium: Το έργο μιας δεκαετίας. Αθήνα, 2003, Μαρκόπουλο Μεσογαίας. pp. 537-547

Pyrrou, N., Tsaravopoulos, A. & Bojică, C. 2006. The Byzantine settlement of Antikythira (Greece) in the 5th – 7th centuries. In Luca, S.A. & Sîrbu, V. (eds). The Society of the Living – The Community of the Dead (from Neolithic to the Christian Era. Proceedings of the 7th International Colloquium on Funerary Archaeology, 2006. Biblioteca Septemcastrensis XVII (2006). Sibiu, pp. 223-237

Segre, M. 1932. Nuovi Testi storici, RFIC N.S. 10: 432-461

Sekunda, N. 2009. The Date and Circumstances of the Construction of the Fortifications at Phalasarna. HOROS 17-21 (2004-2009): 595-600

Σημαντώνη-Μπουρνιά, E. κ. αλ. 2006. Το έργο Συντήρηση και Ανάδειξη αρχαίας Καρθαίας Κέας. Τα έτη 2002-2004. Αρχαιογνωσία 14: 237-284

Tsaravopoulos, A. 2006. Kythera, Antikythera. In: Vlachopoulos, A. (ed). Archaeology, Aegean Islands, Melissa, Athens. pp. 198-203

Tsaravopoulos, A. 2009α. Το έργο της Β΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στο νησί των Κυθήρων 1994-2003. In: Vasilopoulou, V. & Katsarou-Tzeveleki, S. (eds). From Mesogeia to Argosaronikos. Proceedings of the Colloquium: Το έργο μιας δεκαετίας. Αθήνα, Μαρκόπουλο Μεσογαίας. pp. 561-576

Tsaravopoulos, A. 2009β. Το έργο της Β΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στα Αντικύθηρα. In: Vasilopoulou, V. & Katsarou-Tzeveleki, S. (eds). From Mesogeia to Argosaronikos. Proceedings of the Colloquium: Το έργο μιας δεκαετίας. Αθήνα, Μαρκόπουλο Μεσογαίας. pp. 577-592

Tsaravopoulos, A. 2009γ. Η Επιγραφή IG.V.1,948 και οι ενεπίγραφες μολυβδίδες του Κάστρου των Αντικύθηρων. HOROS 17-21 (2004-2009): 327-348. The English version in print in Gdanskie Studia Archeologiczne Nr 2 (2012): 207-217. Gdansk

Tsaravopoulos, A. 2009δ. Can an archaeological site contribute to the sustainable development of a remote island? In: Neagu, M. (ed) Museums, monuments and tourism at the lower Danube, Călăraşi: Culture and Civilization at the lower Danube, 39-43.

Tsaravopoulos, A. 2010. Αρχαιολογικός χώρος για την τοπική ανάπτυξη; Μια πρόταση για τη  δημιουργία «ζωντανού» Αρχαιολογικού Πάρκου στα Αντικύθηρα. Ilissia 5-6: 52-58

Ακολουθεί η πρόταση στην αγγλική γλώσσα.

Self-Sustained Archaeological Sites

Archaeological Sites as Self-Sustained Resources for Economic Regeneration: Towards the Creation of Living Archaeological Parks on the Islands of Kythera and Antikythera

© W. S. Maney & Son Ltd 2013 DOI 10.1179/1350503313Z.00000000049
http://explore.tandfonline.com/page/ah/maney-publishing-journals

Aris Tsaravopoulos
26th Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities, Hellenic Ministry of Education, Religious Affairs, Culture and Sports, Greece

Gely Fragou
Independent researcher, Greece

This paper argues that less known archaeological sites on marginalized or non-touristic areas can contribute to the formation of local economies that can benefit from alternative heritage tourism and public participation in the archaeological excavation process. The discussion of a proposal for turning two archaeological sites on the Greek islands of Kythera and Anitkythera respectively (Paleokastro and Kastro) into living archaeological parks serves as an example that highlights the possibilities for the creation of self-sustain- able heritage projects that need not rely on direct state funding.

keywords economic regeneration, island communities, living archaeological parks, Kythera, Antikythera

Introduction

The potential for archaeological sites to contribute to the economic regeneration of otherwise deprived areas is something widely recognized within the existing heritage management literature (Cernea, 2001; Hampton, 2005). In a country like Greece, where tourism is considered as ‘the heavy industry’ and the rich archaeological herit- age constitutes the component of a thriving heritage industry, the role of antiquities in generating income on both national and local level is vital. Indeed, several univer- sally known archaeological sites that benefit their local regions by sustaining heritage tourism exist in the country, such as the World Heritage sites of the Acropolis in Athens, Mycenae and Ancient Olympia in the Peloponnese, Delphi in Central Greece, Vergina in Northern Greece, and Knossos in Crete.1 In most of these cases, the income derived from the entrance fees would be, in theory, adequate for covering conservation and preservation needs. However, it should be mentioned that, accord- ing to the current national scheme, the income from all archaeological sites and museums in the country is managed by the Greek state services and reallocated on the basis of existing priorities and needs.

At the same time, interventions in the last decades have been made to several archaeological sites in Greece, which lack worldwide reputation and popularity among tourists, through funding schemes provided by European, national, and local governmental bodies — such as the Community Support Framework and the National Strategic Reference Framework. These projects have mostly focused on the preservation and enhancement of archaeological sites as a means to contribute to tourism development and consequently to economic regeneration.2 However, based on personal experience, many of these sites — such as the archaeological site of Karthaia on the island of Kea, which was funded by the Credit Management Fund for the Realization of Archaeological Projects — received funding due to the personal interest of the General Secretary of the Ministry of Culture or the special relations that certain archaeologists in charge had developed with the latter. Even if the aforementioned archaeological sites attracted tourists, the relevant income would not suffice for their conservation, restoration, and promotion, and would not guar- antee their long-term management. It is worth noting that in the case of Karthaia, despite the significant amount of money spent throughout a number of years, the site remains inaccessible as only people who own or can afford to hire a boat can reach it. Meanwhile, throughout Greece there are still numerous sites that remain unex- plored, badly maintained, and inaccessible, almost ‘invisible’, to the wider public. In order for them to play a more significant role within contemporary society and for the sake of their local communities, their management requires a different approach to the one mentioned above.

This paper argues that even less-known archaeological sites on areas that have never previously enjoyed the benefits of heritage tourism can offer opportunities for economic regeneration. Moving away from the dependence on one-off grants that support heritage enhancement projects (instead of providing long-term management solutions) a model that renders archaeological sites self-sustainable through alterna- tive heritage tourism and public participation in the archaeological excavations is suggested. It is the aim of this paper to discuss a specific proposal that could poten- tially contribute towards a revival of the local economy of two communities on the islands of Kythera and Antikythera with the help of their neglected local archaeo- logical sites. The case studies of Paleokastro and Kastro (on the aforementioned islands) will be examined in terms of their capacity to offer public participation in the archaeological excavation as a way to generate funds for self-sustainable preserva- tion. Furthermore, the potential obstacles that have to be overcome in order to materialize such a plan are addressed in the light of the conditions that operate within the heritage management mechanism of the Greek state. The authors deem this approach particularly useful considering today’s difficult economic conditions in the country. The ideas and suggestions presented in this paper have been the result of extensive working experience by the first author (Aris Tsaravopoulos) as the responsible archaeologist for the 26th Ephorate of Prehistoric and Classical Anti- quities on the islands of Kythera and Antikythera (Tsaravopoulos, 2006) and are part of a still evolving proposal (Tsaravopoulos, 2009d and 2010).

Living archaeological parks, economic sustainability, and public participation in archaeological excavations

The suggested proposal is underpinned by three core concepts which are briefly elaborated in this section. These include the idea of a living archaeological park, the concept of the economic sustainability of archaeological sites, and public participa- tion in excavations. The term archaeological park, as opposed to archaeological site, is widely used both internationally (e.g. Fernandes et al., 2008; Gillespie, 2009) and in Greece (Papageorgiou, 2000; Stratouli and Hourmouziadi, 2004) and tends to emphasize both the cultural and natural heritage elements of a particular area or landscape.3 The distinction according to Papageorgiou (2000: 177) lies also on the aim of the relevant parks ‘to function as living organisms for the benefit of the local population and tourists’, and it is exactly this aspect that we choose to emphasize by using the term ‘living archaeological park’ in this paper.

Within this context, the term of economic sustainability is used in order to denote the ways in which archaeological sites can be self-sustained and can also contribute to the economic regeneration of their surrounding communities. This can be achieved by identifying the unique qualities of heritage which will render it competitive follow- ing, for example, the competitive advantage model as advocated in the Greek context by Liwieratos (2009). According to this approach, if heritage is perceived as the com- petitive advantage in the development process of a region, sustainable conservation can be achieved, as tourism and general development will depend on existence and maintenance of heritage (Liwieratos, 2009: 9).

At the same time, the engagement of a wider public with the archaeological process and the active participation of local communities in archaeological projects have been advocated as key concepts in what is today termed as public and community archae- ology (Marshall, 2002; Merriman, 2004; Tully, 2007). One particular aspect of this public involvement, the community archaeology excavations, where the public is offered the opportunity to get actively involved in the excavation of archaeological remains, have been a common place in several countries, such as the UK and the USA (Simpson, 2008). This interesting approach, however, is far from being widely embraced by the Greek archaeological system. It is within this wider scope that the potential public participation in the excavation of two specific case studies on the islands of Kythera and Antikythera is viewed as a form of alternative tourism that could benefit the long-term management of these sites and the economy of the relevant communities. The underlying concept is that public participation, within a sophisticated and informed wider management plan, can contribute towards rendering an archaeological site a financially self-sufficient resource.

The case study of Paleokastro, Kythera

The archaeological site of Paleokastro (= Old Castle) is the largest fortified settlement on the island of Kythera — an island located opposite of Cape Maleas on the south- eastern peninsula of the Peloponnese. Since antiquity, Kythera has been known as the ‘divine (zathea) island of Aphrodite’, an attribute that has attracted visitors and tourists. Paleokastro lies in the centre of the island approximately 4 km from the beach of Palaeopolis, where the ancient harbour of the city, known as Skandeia, was located (Coldstream and Huxley, 1972: 37–40; Petrocheilos, 1984: 64–87). The forti- fied ancient settlement occupies an area larger than 600,000 m2, but today its walls are heavily covered by vegetation and thus are not visible. In addition, many sections of the site have been destroyed by farming activities over the last ten centuries.

The visible remains of Paleokastro comprise of two ancient temples-sanctuaries. The first sanctuary, which was uncovered after excavation works, belongs to a female deity (possibly Aphrodite — although there is no epigraphic evidence, yet, to confirm it) and is located on the top of the hill (Petrocheilos, 2003; 2007; 2009). The afore- mentioned excavation, carried out by Prof. I. Petrocheilos from the University of Ioannina, was the first archaeological intervention on the site. The second temple was dedicated to the Ancient Greek twin-gods ‘Dioskouroi’ (Castor and Pollux) and was located where the Christian church of the Aghioi Anargyroi (Saints Cosmas and Damian) today stands (Figure 1).

The ancient settlement of Paleokastro was fortified at least twice: first during the Archaic period (c. 700–480 bc) and later after the occupation of the island by Athenian general Conon, in 393 bc (Xenophon, Hellenica 4.8.7). Rescue excavations carried out in 2010 and 2011 uncovered an Archaic period grave and parts of the inhabited area of the late Hellenistic and early Roman periods. However, movable findings provide indications for human presence from the Late Geometric period (c. 760–700 bc). The aforementioned small-scale rescue excavations followed after the request of both the Municipality and the Metropolis of Kythera to open a path towards the church of Saints Kosmas and Damian. The excavation was carried out with students and volunteers under the supervision of the 26th Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities (EPCA), represented on the island by Aris Tsaravopoulos, and with financial support provided by the Kytherian Research Group, created by Australian Kytherians (Figure 2).

At the moment, the biggest challenge for the Paleokastro site is its inaccessibility due to vegetation overgrowth and, therefore, one of the initial interventions required is for the remains to be revealed. It should be stressed that the development of a management plan for the site of Paleokastro is in progress. The agency responsible for the site is the 26th EPCA which is headquartered in Piraeus, Attica. The Munici- pality of Kythera, on the other hand, has not been involved in the management of the site up to date.

The case study of Kastro, Antikythera

The archaeological site of Kastro is located on Antikythera, a small island situated between Kythera and Crete. The island today counts only twenty-five permanent inhabitants (from almost 700 that used to be there eighty years ago) with a steady process towards depopulation, since there is no prospect in the productive sector. The isolation of this community is further aggravated by its inaccessibility, caused by the inefficiency of the existing harbour which leaves boats exposed to the northern winds. Overall, boat connections to mainland Greece and Crete do not run frequently. There are no traditional settlements or attractive beaches on the island, and therefore visitors are not offered much to see and do on a stay that exceeds two or three days. However, the remains of the fortified ancient city of Aegilia have the potential of becoming a major tourist attraction for visitors from all over the world, and thus to contribute to the island’s revival.

The ancient city of Antikythera (widely known among locals as ‘Kastro’, which means Castle) has had a rich history due to the island’s key position as a sea passage. The first phase of the fortification dates to the fourth century bc in the period of the conflict between the Persian Empire and Alexander the Great’s realm, while during the Hellenistic period the island participated in the pirate activity practised by Cretan cities such as Phalasarna (Bevan et al., 2008; Sekunda, 2009; Tsaravopoulos, 2009c). The ancient city was eventually destroyed by the Romans in 69–67 bc, causing a great hiatus in human activity on the area (Tsaravopoulos, 2009b). The ancient fortification covers an area of approximately 300 acres, containing today the remains of sanctuar- ies, military installations, remnants of houses, water cisterns, and other architectural elements. The archaeological site is extensive, and uncovering all of the remains it encloses would require an effort of many decades. The ‘piratical’ activity testified by ancient sources and archaeological evidence (Jacopi, 1932; Segre, 1933) could very well serve as a point of attraction for those who desire an alternative form of tourism. Indeed, the creation of an archaeological park on the island was a request put forward by the municipality’s authorities as the only way to bring tourism to Antikythera.

Every summer, since 2000, the 26th EPCA under the supervision of Mr Tsara- vopoulos has been conducting excavations at the ancient city of Antikythera (Figures 3 and 4). Financial support has been provided by the Municipality of Antiky- thera, the Society of Kytherian Studies, and more recently by the Kytherian Research Group. As in most cases in Greece, the local authorities are not actually involved in the management of the archaeological site, and the biggest challenge, as in the afore- mentioned case study of Paleokastro at Kythera, is to organize a living archaeological park following the rationale elaborated in the following sections of this paper.

Turning the fortified settlements of Paleokastro and Kastro into living archaeological parks

The underlying principle behind the proposal to turn the sites of Paleokastro in Kythera and Kastro in Antikythera into living archaeological parks is for visitors to be able to actively engage with the archaeological heritage instead of passively ‘consuming’ it. Moving beyond the typical one-off visit to an archaeological site, the idea is to provide a series of activities — focusing on the excavation, enhancement, and presentation of the site — in which the visitor can participate throughout the course of several days. Such open-air activities are greatly facilitated by the climate of southern Greece, where sunny days allowing outdoor work begin approximately from mid-March and last until the end of November.

Public participation in the archaeological process and benefits for site preservation

Within the proposed programme, visitors-tourists would be divided into working teams that will have the opportunity to learn about the excavation process and take part in an excavation themselves as labourers under the supervision of archaeologists. Each working team would be expected to work for two or three weeks. In addition to the provision of guided tours, they would be introduced into and provide assistance in several other activities relevant to the enhancement and function of an archaeo- logical park, such as object-handling, conservation, storage and safe-keeping of antiquities, maintenance of footpaths to areas of special interest, and so on. The fieldwork, including excavation and cleaning, would take place in the mornings. The working days would have floating hours, depending on sunrise, but they would not last for over five hours per day. The aforementioned details require that each year the excavation area will not be large in size and depth, because the primary aim of the excavation process is educational. In this process, professional archaeologists in charge of the programme would be expected to shift their focus from the common tendency to solely emphasize research and to impatiently pursue discoveries. They will rather serve as facilitators and guides to the excavation process without, of course, compromising the standards of archaeological work.

In the evenings, participants would be offered seminars on various themes, such as the history of the archaeological sites, the objectives of archaeological research, the interpretation of archaeological material, techniques of archaeological illustration for movable and non-movable finds, presentation of heritage to a wider public. They can also participate in the cleaning and recording of finds and discuss the excavation diaries (compiled by the responsible archaeologists on the day). Both Paleokastro and Kastro have a large number of movable findings that come to surface easily, and these items could be used as teaching material for the participants. On the island of Kythera, particular weekends could include organized trips to other archaeological sites on the island.

Overall, the rationale of the proposal is for the archaeological sites in question not to be inaccessible to the public ‘due to excavation’, as it happens in most excavations taking place in the country, but to engage people with the process of uncovering the past. Participants in the excavation and site-preservation activities will become, at the same time, vivid advertisers of the archaeological sites and their projects, and can potentially promote the programme and attract more visitors. From our experience so far, concerning the projects that have taken place in the last decade at the archaeological sites of Kythera and Antikythera, despite the difficulties of the living standards and working conditions, the numerous volunteers have had a tendency to return every year and their willingness to participate in the excavations has been consistent. Indeed, in 2007 fifteen international archaeology students participated in the excavations at Kythera for which they contributed Ä2500. This year a small finan- cial contribution was requested, and this did not deter participants from joining the excavation. With a programme that caters for satisfactory living conditions and the provision of a range of stimulating activities, the flow of volunteers would very likely remain high.

The target audience for the proposed activities consists of both people with a specific interest in archaeology (e.g. archaeology students) and members of the wider public who seek an alternative heritage and tourist experience, while the impact to the local community is direct. Both Paleokastro and Kastro have been incorporated into a hiking path network by the Municipality of Kythera and Antikythera. Hiking activity is mainly taking place during spring and autumn in order to avoid the extreme hot weather conditions during the summer, and this network could function as a means to encourage tourists to visit the islands of Kythera and Antikythera. Hikers could integrate visits to the aforementioned archaeological sites in their hiking adventure. Another target group could be the global community of archaeology stu- dents who seek available opportunities to gain excavation experience, as mentioned above. The expenses of the latter are often paid by their universities, providing a cost-effective solution. Indeed, this constitutes common practice in a number of excavations in several European countries.4

The long-term benefits of the aforementioned activities for the development and enhancement of the Paleokastro and Kastro archaeological sites are significant. The availability of human resources can ensure the continuity of the archaeological exca- vations, the existence of permanent staff (e.g. site wardens and scientific personnel), and the conduction of seasonal tours of the site (from March–April until November). This aim complies with one of the core goals of the Hellenic Archaeological Service as defined by article 3 of the so-called Archaeological Law.5 The continuous presence of a group working at the site would benefit the preservation of the antiquities and the maintenance of the paths, and would contribute to the overall appearance and condition of the archaeological park. In addition, the programme of activities would generate job opportunities for archaeologists, conservators, and other professionals who can be employed through the income generated from the participants. Drawing from our experience so far, a group of thirty to thirty-five participants (visitors- labourers) would need at least five archaeologists, one illustrator, and one conserva- tor responsible in every section for at least eight months in Kythera and five months in Antikythera. In the latter there is a potential for the development of a small museum in the former primary school of the island where currently the archaeologi- cal team camps every year and presents the archaeological finds to the community. The museum will exhibit the archaeological findings alongside with replicas of the findings derived from the universally known shipwreck of Antikythera (Marțiș et al., 2006; Pyrrou et al., 2006; Tsaravopoulos, 2009c; Caltsas et al., 2012).

Benefits for the local community

Another major objective of the proposal presented in this paper is the extension of the tourist season for the area surrounding Paleokastro at Kythera and the develop- ment of heritage-oriented tourism in the isolated community of Antikythera. This would provide economic benefits for the relevant local communities, as the programmes of activities within the archaeological parks would last for at least six months. Particularly in the case of Antikythera, we believe that, in line with the research conducted by Liwieratos (2009: 94) in Mani, economic growth would motivate local residents to stay in the area and would raise their awareness of the potential of their archaeological heritage. Indeed, residents on both islands who have followed public talks and activities relating to the excavation of the sites have expressed their interest in this proposal and have been positive towards an economic regeneration of their area through heritage tourism.

At the area surrounding Paleokastro there are four modern settlements, the communities of which can be involved in the running of a non-profit organization for the functioning of the archaeological park. The accommodation infrastructure in that particular area of Kythera allows for work to take place from mid-March until November, and the site itself is easily accessible from a number of villages (such as Mitata, Aroniadika, Livadi) and the coastal areas of Palaeopolis, Avlemonas, and Diakofti. The extensive area of the site is estimated to generate a long-lasting archaeological activity (at least for fifty to sixty years) which can take place during eight to nine months on a yearly basis.

In the case of Antikythera, the proposal for the creation of a living archaeological park would offer the island a new chance to revive its social and economic life. The small size of the island, its relative lack of other tourist attractions, and the inconven- ient boat connections have so far limited the opportunities for visitors to engage with something interesting for more than a couple of days. With this proposal, however, a series of heritage-related activities at the ancient fortification can sustain an interest- ing programme for two or three weeks. Currently the island, with only twenty-five inhabitants, does not provide adequate accommodation infrastructure or other serv- ices (restaurants, cafés, etc.), which renders the presence of large groups of people throughout the year difficult. It is due to the lack of infrastructure that currently the excavation team resides every summer in tents situated in the playground of a school building that ceased to function twenty years ago. Despite the difficult living condi- tions, the number of volunteers with no archaeological background, who are keen on participating in the excavation project, increases year by year. It is estimated that the attraction of tourists will lead to the development of tourist infrastructure and the programme will contribute substantially to the prevention of the island’s depopulation process (Tsaravopoulos, 2009d; 2010).

Local communities and decision-making

Furthermore, local communities could be actively involved — for example, through a locally elected committee, if not through their elected local authority representatives — in the development of a relevant management plan and of a non-profit organiza- tion that will be responsible, always under the supervision of the Hellenic Archaeo- logical Service, for the activity and function of the archaeological parks. To this end, this proposal advocates for principles of participatory planning models which emphasize that ‘heritage management has a higher probability of success by shifting responsibilities to the public’ (Liwieratos, 2009: 12). The community of Antikythera (representing the local administration on the island), for example, has initiated and occasionally funded the partial cleaning of the archaeological site and its fortification walls, as well as the uncovering of the architectural remains of the Apollo’s sanctuary located at the root of the hill (Figure 4).

Having a voice in the decision-making process with regard to the function of the archaeological parks of Paleokastro and Kastro, in collaboration with the responsible professional archaeologists, could also have a long-term positive impact on the col- laboration between the local people and the Archaeological Service. The traditional suspicion and mistrust often expressed by the Greek public towards archaeologists — largely due to the inconvenience, delays, and occasional forced expropriations that citizens encounter during construction works that uncover antiquities in their properties (Hamilakis, 2007: 36–38; Loukaki, 2008: 148; Tsaravopoulos, 2010: 57) — could be overcome with the active involvement of the local community in the management of its heritage. Indeed, our personal experience has shown that the initial climate of mistrust that the archaeological team faced at the early stages of the archaeological expedition has now been transformed into a climate of mutual trust and collaboration. A recent indicative example is that once the government forced the only archaeologist responsible for the two islands — as several other Greek experi- enced archaeologists — into early retirement as part of the current austerity measures, the local community reacted strongly against this decision (VisitKythera.gr, 2012).

Problems and constrains: the role of the Greek State Archaeological Service

Several issues need to be considered and some crucial obstacles should be overcome in order for this proposed programme to materialize. Both Paleokastro and Kastro have been declared as ‘Archaeological Sites’ and are therefore protected by the Greek Archaeological Law. Although the sites are currently threatened mainly by the natu- ral elements, they remain without site wardens/guards because part of the land is still under private ownership. As a result, the land occupied by the archaeological remains must be either expropriated or exchanged with other state land on the islands, as suggested by article 18.8 of the legislation (Archaeological Law, 2002). As compulsive expropriations are paid after fifty years by the state, stakeholders tend to prefer the land exchange. However, it should be noted that we do not view expropriations as an ideal solution, since this results in the dislocation of the private owner/inhabitant. A better solution should be found to accommodate all parties.

Although any activity on the sites should remain under the continuous supervision of the Hellenic Archaeological Service (belonging, at the moment, to the Ministry of Education, Religious Affairs, Culture and Sports), we argue that control of the latter should coexist with the suggested non-profit organization mentioned above. This organization should operate independently and manage the finance throughout the whole year, in order for all employees (archaeologists, conservators, etc.) to have guaranteed work.

It is recognized, however, that, in order for these archaeological sites on Kythera and Antikythera to operate in the aforementioned manner, bureaucratic obstacles that are closely connected with the structure of the Archaeological Service and the conservative attitude of certain of its members (Loukaki, 2008: 148) need to be con- fronted. It is common knowledge that bureaucratic anchylosis (stiffness), inertia, and the fear of assuming new responsibilities are often deeply rooted in state-controlled mechanisms (Herzfeld, 1991: 195–96; Hamilakis, 2007: 37; Deltsou, 2010: 255–56) and in many cases function as barriers against innovative ideas. As the first author has often experienced in his long career, in every new proposal the bureaucratic mecha- nism can ‘discover’ hundreds of typical ‘insuperable’ obstacles, which could otherwise be easily dealt with. In addition, ingenious solutions are too often found only when a politically or economically powerful individual demonstrates a personal interest to the project. Perhaps the restructuring of public administration and the apparent, and hopefully long-term, change of mentality that have resulted from the current economic crisis can provide scope for improvements. There is hope that this proposal may be accepted and realized, proving in practice that antiquities in Greece, when rightly promoted, can contribute effectively to the sustainable development of a region.

Conclusion

This paper intended to demonstrate, through the suggestion of an innovative, by Greek standards, proposal, that archaeological sites can potentially function as a means of economic regeneration of local communities in remote areas via the devel- opment of alternative cultural tourism. However, as implicated, this could only be achieved if bureaucracy and conservative mentalities that are opposing the economic exploitation of archaeological resources change. We argue that the current, severe economic crisis in Greece provides an opportunity for these mentalities to alter. Moving from the macro-environment that requires fundamental changes in mentali- ties and ideologies, to the micro-environment of the islands where the two sites are located, it is imperative to identify the unique attributes of each site and its wider context. It is only through this identification that the sites will gain the ‘competitive advantage elements’ (see Liwieratos, 2009) that are essential for their economic and social sustainability.

Notes

1 According to the Hellenic Statistical Authority (<http://www.statistics.gr/>), from March 2011 to March 2012, the number of visitors to these five sites altogether accounted for more than half of the total number of visitors to archaeological sites in the country.

2 Some examples include the site of Emporios on the island of Chios (Archontidou-Argyri and Kokkinoforou, 2003), the site of Palamari on Skyros (Parlama, 2006), the Paliomonastiro in Achaia

(<www.tdpeae.gr>), the Small Doxipara-Zoni at Evros (<www.mikridoxipara-zoni.gr>), and Karthaia on the island of Kea (Mendoni, 2004; Simantoni- Bournia et al., 2006).

3 In Northern Greece, the archaeological park of Dion (<http://www.ancientdion.org/>) and the Dispilio excavation park or open-air museum (<http://dispilio.web.auth.gr/>), in the prefectures of Pieria and Kastoria respectively, are also two characteristic examples of this approach.

106 ARIS TSARAVOPOULOS and GELY FRAGOU

4 Spain (<www.archaeospain.com>), France (<www. 5 culture.gouv.fr>), and Romania (<www.projects-abroad. co.uk/volunteerprojects/archaeology/archaeology- in-romania> and <www.archaeological.org/fieldwork/ afob/2441>).

Bibliography

Article 3, entitled ‘Content of protection’, stipulates, among other things, that the protection of the country’s cultural heritage ‘consists in […] its preservation and prevention of destruction […] its enhancement and integration into contemporary social life’ (Archaeological Law, 2002).

Archaeological Law 2002. Law No. 3028/2002, On the Protection of Antiquities and Cultural Heritage in General (English translation) [online] [accessed 10 June 2012]. Available at: <http://portal.unesco.org/culture/ fr/files/25587/11113354823nomos4en2.pdf/nomos4en2.pdf>.

Archontidou-Argyri, A. and Kokkinoforou, M. eds. 2003. Emporio. A Settlement of the Early Historical Times. Works of Rehabilitation. Chios: Ministry of Culture, 20th Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities. Bevan, A., Conolly, J., and Tsaravopoulos, A. 2008. The Fragile Communities of Antikythera. Archaeology

International, 10: 32–36.

Caltsas, N., Vlachogianni, E., and Bougia, P. eds. 2012. The Antikythera Shipwreck. The Ship, the Treasures, the

Mechanism, Catalogue of the Exhibition in the National Archaeological Museum from April 2012 to April

  1. Athens: National Archaeological Museum.

Cernea, M. M. 2001. Cultural Heritage and Development: A Framework for Action in the Middle East and

Africa. Washington, DC: World Bank.

Coldstream, N. and Huxley, G. eds. 1972. Kythera, Excavations and Studies. London: Faber and Faber. Deltsou, E. 2010. The Making of an Historic Site: An Exercise in Knowledge and Localism. In: A. Stroulia and

S. B. Sutton, eds. Archaeology In Situ: Sites, Archaeology, and Communities in Greece. Plymouth: Lexington

Books, pp. 241–65.

Fernandes, A. P. B., Mendes, M., Aubry, T., Sampaio, J., Jardim, R., Correia, D., Junqueiro, Â., Bazaréu,

D., Dias, F., and Pinto, P. 2008. The Evolving Relationship between the Côa Valley Archaeological Park and the Local Community: An Account of the First Decade. Conservation and Management of Archaeological Sites, 10(4): 330–43.

Gillespie, J. 2009. Protecting World Heritage: Regulating Ownership and Land Use at Angkor Archaeological Park, Cambodia. International Journal of Heritage Studies, 15(4): 338–54.

Hamilakis, Y. 2007. The Nation and its Ruins: Antiquity, Archaeology, and National Imagination in Greece. Oxford: Oxford University Press.

Hampton, M. 2005. Heritage, Local Communities and Economic Development. Annals of Tourism Research, 32(3): 735–59.

Herzfeld, M. 1991. A Place in History: Social and Monumental Time in a Cretan Town. Princeton, NJ: Princeton University Press.

Jacopi, G. 1932. Nuove epigrafi dale Sporadi Meridionali. Clara Rhodos, 2: 169–70.

Liwieratos, K. 2009. Competitive Advantage Strategy in Cultural Heritage Management: A Case-Study of the

Mani Area in the Southern Peloponnese, Greece. BAR International S1989. Oxford: Archaeopress.

Loukaki, A. 2008. Living Ruins, Value Conflicts. Aldershot: Ashgate.

Marshall, Y. 2002. What is Community Archaeology? World Archaeology, 34(2): 211–19.

Marțiș, T., Zoitopoulos, M., and Tsaravopoulos, A. 2006. Antikythera. The Early Hellenistic Cemetery of Pirates’

Town. In: S. A. Luca and V. Sîrbu, eds. The Society of the Living — The Community of the Dead (from Neolithic to the Christian Era). Proceedings of the 7th International Colloquium on Funerary Archaeology, 2006. Biblioteca Septemcastrensis XVII (2006). Sibiu, pp. 125–34.

Mendoni, L. 2004. The Protection and Presentation of Archaeological Sites in Connection with Sustainable Development: The Archaeological Site of Karthaia. In: P. N. Doukelis and L. Mendoni, eds. Perception and Evaluation of Cultural Landscapes: Proceedings of an International Symposium, Zakynthos, December 1997. Athens: Research Centre for Greek and Roman Antiquity, National Hellenic Research Foundation (Μελετήματα 38), pp. 187–221.

Merriman, N. 2004. Introduction: Diversity and Dissonance in Public Archaeology. In: N. Merriman, ed., Public Archaeology. London: Routledge, pp. 1–18.

ARCHAEOLOGICAL SITES AS RESOURCES FOR ECONOMIC REGENERATION 107

Papageorgiou, L. 2000. The Unification of Archaeological Sites of Athens: The Birth of an Archaeological Park? Conservation and Management of Archaeological Sites, 4(3): 176–84.

Parlama, L. 2006. Το έργο της Επιτροπής Έρευνας, Προστασίας, και Ανάδειξης του Προϊστορικού Οικισμού στο Παλαμάρι της Σκύρου. In: V. Lambrinoudakis, ed. Το Έργο των Eπιστημονικών Επιτροπών Αναστήλωσης, Συντήρησης και Ανάδειξης Μνημείων. Athens: Ministry of Culture, Fund of Credits Management for Archaeological Projects, pp. 305–15.

Petrocheilos, I. 1984. Τα Κύθηρα από την προϊστορική εποχή ως τη Ρωμαιοκρατία. Ioannina: University of Ioannina. Petrocheilos, I. 2003. Αρχαίο ιερό στο Παλιόκαστρο. In: A. Glykofridi-Leontsini, ed. Κύθηρα: Μύθος και Πραγματικότητα. Πρακτικά Α’ ∆ιεθνούς Συνεδρίου Κυθηραϊκών Μελετών, Κύθηρα 2003, Volume A. Athens: Publication of the Free

Open University of the Municipality of Kythira, pp. 77–79.

Petrocheilos, I. 2007. Αναθήματα του Ιερού στο Παλιόκαστρο Κυθήρων. In: E. Konsolaki-Yiannopoulou, ed. Έπαθλον,

Αρχαιολογικό συνέδριον προς τιμήν του Αδώνιδος Κύρου (Πόρος 2002), Volume A. Athens: Municipality of Poros,

pp. 295–306.

Petrocheilos, I. 2009. Παλιόκαστρο Κυθήρων: Νέες αρχαιολογικές μαρτυρίες. In: V. Vasilopoulou and S. Katsarou-

Tzeveleki, eds. From Mesogeia to Argosaronikos. Proceedings of the Colloquium: Το έργο μιας δεκαετίας. Αθήνα,

2003, Μαρκόπουλο Μεσογαίας, pp. 537–47.

Pyrrou, N., Tsaravopoulos, A., and Bojică, C. 2006. The Byzantine Settlement of Antikythira (Greece) in

the 5th–7th Centuries. In: S. A. Luca and V. Sîrbu, eds. The Society of the Living — The Community of the Dead (from Neolithic to the Christian Era). Proceedings of the 7th International Colloquium on Funerary Archaeology, 2006. Biblioteca Septemcastrensis XVII (2006). Sibiu: Ministry of Culture and Municipality of Markopoulo, Mesogaia, pp. 223–37.

Segre, M. 1932. Nuovi Testi storici. Rivista di Filologia e d’Istruzione Classica, n.s., 10: 432–61.

Sekunda, N. 2009. The Date and Circumstances of the Construction of the Fortifications at Phalasarna. HOROS,

17–21(2004–09): 595–600.

Simantoni-Bournia, E. et al. 2006. Το έργο Συντήρηση και Ανάδειξη αρχαίας Καρθαίας Κέας. Τα έτη 2002–2004.

Αρχαιογνωσία, 14: 237–84.

Simpson, F. 2008. Community Archaeology Under Scrutiny. Conservation and Management of Archaeological

Sites, 10(1): 3–16.

Stratouli, G. and Hourmouziadi N. 2004. An Archaeological Park at the Polyphytos Lake, Kozani, West Macedo-

nia: When the Communication of the Archaeological Activity Creates Cultural Landscapes. In: P. N. Doukelis and L. Mendoni, eds. Perception and Evaluation of Cultural Landscapes: Proceedings of an International Symposium, Zakynthos, December 1997. Athens: Research Centre for Greek and Roman Antiquity, National Hellenic Research Foundation (Μελετήματα 38), pp. 179–85.

Tsaravopoulos, A. 2006. Kythera, Antikythera. In: A. Vlachopoulos, ed. Archaeology: Aegean Islands. Athens: Melissa Publications, pp. 198–203.

Tsaravopoulos, A. 2009a. Το έργο της Β ́ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στο νησί των Κυθήρων 1994–2003. In: V. Vasilopoulou and S. Katsarou-Tzeveleki, eds. From Mesogeia to Argosaronikos. Proceedings of the Colloquium: Το έργο μιας δεκαετίας. Athens: Μαρκόπουλο Μεσογαίας, pp. 561–76.

Tsaravopoulos, A. 2009b. Το έργο της Β ́ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στα Αντικύθηρα. In: V. Vasilopoulou and S. Katsarou-Tzeveleki, eds. From Mesogeia to Argosaronikos. Proceedings of the Colloquium: Το έργο μιας δεκαετίας. Αθήνα, Μαρκόπουλο Μεσογαίας, pp. 577–92.

Tsaravopoulos, A. 2009c. Η Επιγραφή IG.V.1,948 και οι ενεπίγραφες μολυβδίδες του Κάστρου των Αντικύθηρων. HOROS, 17–21(2004–09): 327–48.

Tsaravopoulos, A. 2009d. Can an Archaeological Site Contribute to the Sustainable Development of a Remote Island? In: M. Neagu, ed. Museums, Monuments and Tourism at the Lower Danube: Proceedings of the Con- ference held in Călăraşi, Roumania:, Published in Culture and Civilization at the Lower Danube, 27: 39–43.

Tsaravopoulos, A. 2010. Αρχαιολογικός χώρος για την τοπική ανάπτυξη; Μια πρόταση για τη δημιουργία «ζωντανού» Αρχαιολογικού Πάρκου στα Αντικύθηρα. Ilissia, 5–6: 52–58.

Tully, G. 2007. Community Archaeology: General Methods and Standards of Practice. Public Archaeology, 6(3): 155–87.

VisitKythera.gr 2012. ∆ιαμαρτυρία για την εφεδρεία Τσαραβόπουλου, 29/11/2011 [online] [accessed 22 June 2012]. Available at: <https://visitkythera.gr/gr/information/news/aris_tsaravopoulos_employment_281111.html>.

108 ARIS TSARAVOPOULOS and GELY FRAGOU

Notes on contributors

Aris Tsaravopoulos is an archaeologist of the 26th Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities, currently forced into early retirement from the Hellenic Ministry of Education, Religious Affairs, Culture and Sports.

Correspondence to: Aris Tsaravopoulos.
Email: aristsaravopoulos@hotmail.com

Gely Fragou is an archaeologist and independent researcher.
Correspondence to: Gely Fragou.
Email: gelyfragoy11@hotmail.com

Δημιουργός του άρθρου:

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

one × 1 =