Ο Νίκος Τσάφος, υφυπουργός Ενέργειας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, βρέθηκε στο προσκήνιο απαντώντας σε ερώτηση του Νάσου Ηλιόπουλου σχετικά με τα αιολικά πάρκα των 135 MW που προγραμματίζονται για τα Κύθηρα. Ποιος όμως είναι ο άνθρωπος πίσω από το τεχνοκρατικό προφίλ;
Από το CSIS στο υπουργείο: η καριέρα του «ανθρώπου των ειδικών αποστολών»
Ο Νίκος Τσάφος δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο. Προτού αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα στην Ελλάδα, ο Νίκος Τσάφος διατηρούσε στενούς δεσμούς με την Ουάσινγκτον, όπου δραστηριοποιείτο ως ερευνητής στο Center for Strategic and International Studies (CSIS), ένα think tank με ξεκάθαρη φιλοαμερικανική κατεύθυνση. Εκεί προώθησε θέσεις υπέρ της «συνεκμετάλλευσης» υδρογονανθράκων με την Τουρκία, αναφερόμενος στα κατεχόμενα ως «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» – χαρακτηρισμός που προκάλεσε αντιδράσεις ακόμα και εντός ΝΔ.
Το «προφίλ» του —και η πλήρης ευθυγράμμιση με τις στρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ— ήταν αρκετά για να τον καταστήσουν βασικό παίκτη της ενεργειακής πολιτικής της χώρας, ακόμη κι αν οι θέσεις του έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα.
Λιγνίτης, βιομηχανία και τιμές ρεύματος: οι «μύθοι» Τσάφου
Με την άφιξή του στην Αθήνα το 2022 ως ενεργειακός σύμβουλος του πρωθυπουργού, φέρεται να επηρέασε καθοριστικά τη στρατηγική απολιγνιτοποίησης. Οι θέσεις του ήταν ξεκάθαρες: λιγνίτης = ακριβός, φυσικό αέριο = σταθερότητα. Παρέβλεψε ωστόσο τα επίσημα στοιχεία για την εκτόξευση των τιμών ενέργειας στην Ελλάδα, καθώς και τις ενστάσεις της βιομηχανίας για τον ρόλο του αερίου στην αύξηση του κόστους.
Σε άρθρο του στην «Καθημερινή», ο Ν. Τσάφος επιχείρησε να ανατρέψει ό,τι βιώνουν εκατομμύρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις στην Ελλάδα: ότι οι τιμές ρεύματος είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, ότι η ελληνική βιομηχανία γονατίζει από το ενεργειακό κόστος, και ότι η απολιγνιτοποίηση συνέβαλε στις αυξήσεις. Χωρίς στοιχεία, χαρακτήρισε τον λιγνίτη «το πιο ακριβό καύσιμο», τη στιγμή που η ΔΕΗ πούλησε ρεύμα το 2023 με έως και +107,5% αυξήσεις από το 2008, σύμφωνα με επίσημα πανευρωπαϊκά δεδομένα.
Ο ίδιος φαίνεται πως ήταν αυτός που έπεισε τον Μητσοτάκη να απορρίψει την πρόταση του καθηγητή Παντελή Κάπρου να διατηρηθούν κάποιες λιγνιτικές μονάδες για λόγους ενεργειακής ασφάλειας, εν μέσω ενεργειακής κρίσης.
Σταθερότητα για ποιους;
Ακόμα και όταν τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ το 2024 έδειξαν μικρό πλεόνασμα εξαγωγών ενέργειας, ο Τσάφος έσπευσε να μιλήσει για «σταθερότητα». Όμως, οι εξαγωγές έγιναν με φτηνή πράσινη ενέργεια, ενώ το εσωτερικό σύστημα καλύφθηκε με ακριβό φυσικό αέριο. Το αποτέλεσμα; Αυξημένοι λογαριασμοί για τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, με τη σιωπηλή ευλογία του Υπουργείου.
Ως υφυπουργός πλέον, ο Τσάφος συνεχίζει να προωθεί την επέκταση των ΑΠΕ χωρίς κοινωνική συναίνεση, χωρίς ενεργειακή στρατηγική υπέρ του δημοσίου συμφέροντος και με σκανδαλώδη αδιαφορία για τις καταγγελίες της ΕΒΙΚΕΝ περί χειραγώγησης τιμών. Στην απάντησή του για τα Κύθηρα, διατήρησε την ίδια στάση: τυπική, τεχνοκρατική, αποσυνδεδεμένη από τοπικές κοινωνίες και οικολογικά δεδομένα.
Τα Κύθηρα δεν είναι τοπικό πρόβλημα — είναι σύμπτωμα
Η υπόθεση των Κυθήρων και της προσπάθειας εγκατάστασης αιολικών πάρκων 135 MW σε τρεις τοποθεσίες, εντός και γύρω από προστατευόμενες περιοχές, είναι μια καθαρή ένδειξη του πώς ασκείται η ενεργειακή πολιτική. Αδειοδοτήσεις χωρίς στρατηγική, περιβαλλοντικές μελέτες-μαϊμού και πλήρης απαξίωση της τοπικής κοινωνίας και του φυσικού τοπίου.
Ο Τσάφος, ως εκπρόσωπος αυτής της πολιτικής, δεν εμφανίζει ούτε διάθεση διαλόγου, ούτε ουσιαστικό σχέδιο για την «πράσινη μετάβαση». Εμφανίζεται ως τεχνοκράτης, μα φαίνεται να λειτουργεί ως εντολοδόχος συγκεκριμένων συμφερόντων.
Ο τεχνοκράτης που ήρθε… για να μείνει
Ο Νίκος Τσάφος δεν είναι απλώς ένας τεχνοκράτης. Είναι ο άνθρωπος που νομιμοποιεί και πολιτικά ενισχύει την πλήρη εμπορευματοποίηση της ενέργειας, με γνώμονα τις αγορές και όχι την κοινωνία ή το περιβάλλον. Στην περίπτωση των Κυθήρων, η στάση του συνιστά μέρος μιας μεγαλύτερης πολιτικής: η “πράσινη μετάβαση” ως άλλοθι για την εκποίηση της φύσης και των τοπικών κοινοτήτων.
Επόμενο βήμα για την κοινωνία των Κυθήρων και όλης της χώρας: η ενεργή συμμετοχή στη δημόσια διαβούλευση και η οργάνωση της αντίστασης.