good-lucktoyou-leogrande

Καλή Τύχη Λίο Γκράντε

(“Good Luck to You, Leo Grande”, Σόφι Χάιντ, 1ω37λ)

Μια δασκάλα σε σύνταξη, έχοντας πια μείνει μόνη, αποφασίζει να εξερευνήσει το μεγαλύτερο άγνωστο της ζωής της: το καλό σεξ. Έχοντας περάσει μια ζωή με έναν άντρα, που ποτέ δεν την ικανοποίησε στα αλήθεια, η Νάνσι πληρώνει για την συντροφιά ενός νεαρού συνοδού με τέλεια χαρακτηριστικά, που χρησιμοποιεί το όνομα Λίο Γκράντε. Στη διάρκεια των συνευρέσεών τους, η Νάνσι θα γνωρίσει το σώμα της όπως ποτέ δεν τόλμησε να φανταστεί– αλλά μαζί, θα ανοιχτούν μπροστά της (και μέσα της) πολλές ακόμα κλειδωμένες πόρτες.

Ταινία της απαιτητικής τεχνοτροπίας «δύο ηθοποιοί, ένας χώρος, μιάμιση ώρα», με την Έμμα Τόμσον και τον Ντάρυλ ΜακΚόρμακ να καταλαμβάνουν όλο το εύρος του κάδρου και του κινηματογραφικού χώρου για όλη τη διάρκεια της ταινίας. Υποδύονται με φροντίδα, συναίσθημα και μια απαραίτητη –γενναία– δόση χαρισματικότητας δύο ανθρώπους που με τη σειρά τους κι αυτοί υποδύονται. Υποδύονται πως είναι κάποιοι άλλοι, καλύπτοντας το γεγονός πως έχουν τεράστια κενά στη ζωή τους και στη σχέση με τον κόσμο (τους).

Η Σόφι Χάιντ κινηματογραφεί μια απολαυστική δραμεντί δύο προσώπων με χάρη και άνεση, δίχως σε κανένα σημείο η αφήγηση να γίνει επαναλαμβανόμενη ή ο ρυθμός να κάνει κοιλιά. Στηρίζεται τόσο στο μεστό κείμενο της Κέιτι Μπραντ, που υπομονετικά ξετυλίγει την αναζήτηση δύο ανθρώπων που δεν ξέρουν καν πως βρίσκονται στην διαδικασία μιας αναζήτησης. Όσο κυρίως στις ερμηνείες, ιδίως της Έμμα Τόμσον, η οποία χρησιμοποιεί το σώμα της (άλλοτε με άβολο, αλλά σταδιακά με έναν πιο σίγουρο τρόπο) και το εκφραστικό της πρόσωπο (τα μάτια της δίνουν κάποιες στιγμές την εντύπωση πως γίνονται τεράστια, το χαμόγελό της κρύβει κάθε φορά διαφορετικά επίπεδα μελαγχολίας ή ικανοποίησης) προκειμένου να πλάσει όχι μόνο μια απολαυστικά αναγνωρίσιμη και ολοζώντανη ηρωίδα, αλλά και μια εν τέλεια απρόσμενα κινηματογραφική εμπειρία.

Είναι κοινό λάθος πως μια ταινία σαν το “Λίο Γκράντε” μπορεί εύκολα να παρομοιαστεί με μονόπρακτο θεατρικό ή με κάτι που «δεν θα χάσει και τίποτα αν τη δεις στο σπίτι». Μια τέτοια συλλογιστική αποτελεί εντελώς λάθος γενίκευση. Οι ερμηνευτικές τεχνικές της Τόμσον, που καταφέρνει να εμφυσά ζωή στην πολύπλοκη ηρωίδα της με εντυπωσιακά λεπτούς τρόπους, είναι καθαρά κινηματογραφικές. Το χιούμορ, η διαρκής ψηλάφιση του μεταξύ τους χώρου από τους δύο χαρακτήρες, η τρυφερή σεξουαλικότητα του κομματιού– είναι όλα στοιχεία μιας συναισθηματικά έντονης, φοβερά γλυκιάς και ανθρώπινης εμπειρίας που αξίζει να καταλάβει όλο το χώρο που της αναλογεί γύρω από τον θεατή. Είναι ένα μεστό, άφοβο εγχείρημα, που αξίζει της προσοχής σας, ειδικά σε μια εποχή που το όμορφο, ενήλικο σινεμά βρίσκεται υπό διαρκή αμφισβήτηση.

Το Τέλειο Αφεντικό

(“The Good Boss / El Buen Patron”, Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα, 2ω)

Το αφεντικό ενός εργοστασίου παρασκευής ζυγαριών περιμένει την επίσκεψη μια επιτροπής βραβείων αριστείας που θα καθορίσουν το ίματζ της επιχείρησης– και κατ’επέκταση του ίδιου, επειδή ως γνωστόν Ζούμε Σε Μια Κοινωνία. Όταν μια σειρά από πράγματα κινδυνεύουν να πάνε στραβά, το αφεντικό δε θα διστάσει να ρισκάρει τα πάντα, ακόμα και τις προσωπικές του σχέσεις και δεσμούς, προκειμένου να διασωθεί το καλό όνομα του μαγαζιού.

Καλοδουλεμένη μαύρη σάτιρα των καπιταλιστικά διαστρεβλωμένων κοινωνικών ηθών, με έναν Χαβιέ Μπαρδέμ που στηρίζει απόλυτα και απολαυστικά αυτό τον ρόλο ενός άντρα που καταφέρνει ταυτόχρονα να διαθέτει ισχύ αλλά μια διάσταση μιζέριας μες στην συγκαλυμμένη ωμότητά του. Χωρίς απαραίτητα να οδηγεί σε κάποιο τρομερό κρεσέντο ή σε κάποια ριζοπαστική διαπίστωση, το φιλμ καταφέρνει ωστόσο να μην μοιάζει ποτέ ακριβώς προφανές ή προϊόν συνταγής. Διαθέτοντας την αιχμή και το σκοτάδι εκεί που πρέπει. Αυτά τα στοιχεία έπαιξαν και τον ρόλο τους στον φετινό του θρίαμβο στα Γκόγια, τα ισπανικά Όσκαρ δηλαδή, όπου κέρδισε εκείνο της Καλύτερης Ταινίας και πέντε ακόμα.

Το ότι αποτέλεσε την επιλογή της Ισπανίας για τα Όσκαρ απέναντι στο σπουδαίο “Παράλληλες Μητέρες” του Αλμοδόβαρ είναι προφανώς μια παρανοϊκή απόφαση, αλλά ακόμα κι αν το “Αφεντικό” δεν διαθέτει σε καμία περίπτωση το καλλιτεχνικό άγγιγμα ενός Πέδρο Αλμοδόβαρ, καταλαμβάνει έναν δικό του χώρο, μιας εργασιακής μετα-“Breaking Bad” αγωνίας.

Lightyear

(Άνγκους ΜακΚλέιν, 1ω40λ)

Η ταινία που είδε μικρός ο Άντι (του “Toy Story”) κι έγινε η αγαπημένη του, κάνοντάς τον να θέλει το παιχνίδι Μπαζ Λάιτγιαρ σαν τρελός. Σε αυτή την διαστημική περιπέτεια, ο Μπαζ ξεκινά ένα διαγαλαξιακό ταξίδι που τον αφήνει μόνο του σε μια εποχή ξένη σε αυτόν– μέχρι που διαπιστώνει πως η συντροφιά που αναζητούσε, είναι εκεί κι ας μην μοιάζει αρχικά ατρόμητη.

Κυνική επέκταση του “Toy Story” brand με μια διαστημική περιπέτεια που καταντά γρήγορα πληκτική και αναίτια περίπλοκη για τα δεδομένα των προθέσεών της. Η ταινία πλασάρεται ως το ‘90s φιλμ που αγάπησε ένα μικρό αγόρι το 1995, αλλά δεν υπάρχει απολύτως τίποτα στη χροιά, στον ρυθμό ή στο περιεχόμενό της που να μοιάζει συμβατό με την εκείνη την περίοδο. Παρά της διάφορες αναλαμπές (το μηχανικό γατάκι είναι η προφανής, απολαυστική μασκώτ της ταινίας), το “Lightyear” εν τέλει κρατά μόνο τον συναισθηματικό κορμό ενός τυπικού Pixar φιλμ (ένα μοντάζ νωρίς στο φιλμ μοιάζει σαν μια λιγότερο οργανική εκδοχή του κλασικού ανοίγματος του “Up”) και παραδίδει μια περιπέτεια από αυτές που αν ήμασταν όντως στα ‘90s, θα είχαν γυριστεί ως straight to βίντεο σίκουελ, α λα “Επιστροφή του Τζαφάρ”.

Μετά τα υπέροχα, γεμάτα χαρακτήρα, χρώματα, ιδέες και ζωή στόρι ενηλικίωσης “Λούκα” και “Πάντα στο Κόκκινο” που αποτέλεσαν δημιουργικές κορυφώσεις για το στούντιο, το “Lightyear” τοποθετείται μάλλον στα πολύ χαμηλά της Pixar κατάταξης.

Υψηλή Ραπτική

H υπεύθυνη ραπτικής του Dior πλησιάζει το τέλος της καριέρας της κι όταν μια μέρα στο μετρό μια 20χρονη κοπέλα επιχειρεί να της κλέψει την τσάντα, εκείνη αποφασίζει όχι μόνο να μη την βάλει σε νομικά μπλεξίματα, αλλά και να την βοηθήσει, κάνοντάς την βοηθό της.

Μερικοί το Προτιμούν Καυτό

(“Some Like It Hot”, Μπίλι Γουάιλντερ, 2ω12λ)

Την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης δύο μουσική με ανάγκη για το επόμενο gig, βρίσκονται από το πουθενά κυνηγημένοι από τη μαφία κι αναγκάζονται να ακολουθήσουν μια γυναικεία ορχήστρα αφού μεταμφιέζονται σε γυναίκες. Η επόμενη στάση στην περιοδεία θα τους/τις οδηγήσει σε μια σειρά από απρόοπτα: Ο ένας (Τόνι Κέρτις) θα ανταλλάξει τη μία μεταμφίεση για μια άλλη (του εργένη αριστοκράτη) προκειμένου να κερδίσει την καρδιά μιας πανέμορφης συναδέλφου του (Μέριλιν Μονρόε, αληθινό έμβλημα), ενώ ο άλλος (Τζακ Λέμον) θα βρεθεί στο στόχαστρο ενός εντελώς επίμονου υποψήφιου μνηστήρα.

Ο θρύλος Μπίλι Γουάιλντερ στο απόγειο του κεφιού, της ευρηματικότητας και της ρυθμικής δεινότητας στην κατασκευή των φιλμ του. Δεν υπάρχει ούτε δευτερόλεπτο που να περισσεύει ή που να κρεμάει σε αυτό το υπόδειγμα κωμικής αφήγησης και timing, με τους Κέρτις, Λέμον και Μονρόε να σπινθηροβολούν κάθε τους στιγμή στην κάμερα, ό,τι κι αν λένε, ή κι ό,τι κι αν δεν χρειάζεται να πουν. Ένα κλασικής στόφας κυνηγητό μεταμφιέσεων και παρεξηγήσεων αποκαλύπτεται τελικά σε ένα βαθιά φιλοσοφημένο (παρά το εντελώς ανάλαφρο περιτύλιγμά του) παιχνίδι ρόλων πάνω στη σχέση των φύλων αλλά και, σημαντικότερα κι ευρύτερα, των ανθρώπων με την πεμπτουσία του ίδιου του εαυτού της.

Κάθε επιμέρους επεισόδιο του φιλμ διεκδικεί μια ξεχωριστή θέση στη μεγάλη βίβλο της κινηματογραφικής κωμωδίας, αλλά ειδικά το κρεσέντο αποτελεί ένα μεγαλειώδες αφηγηματικό ξετύλιγμα: Ο Γουάιλντερ διαχειρίζεται ένα περίπλοκο γαϊτανάκι καταστάσεων που ξετυλίγει μπροστά στα μάτια μας με μια ανεπαίσθητη κίνηση, δίχως να έχουμε την παραμικρή ιδέα τι έκανε– και πώς. Πάνω σε αυτή την φαινομενική απλότητα, μας χαρίζει ένα από τα πιο εμβληματικά και φιλοσοφημένα φινάλε του mainstream αμερικάνικου σινεμά, ολοκληρώνοντας μια ταινία που πάνω από 60 χρόνια μετά (και παρά το παράτολμό της θέμα) αρνείται πεισματικά –ακόμα και παράλογα!– να γεράσει ή να μείνει πίσω από την όποια εποχή κι αν διανύουμε. Είναι κάποιο είδος θαύματος, αλλά από την άλλη υπάρχει λόγος που παραμένει η κορυφαία ίσως κωμωδία στην ιστορία του σινεμά.

Ο Άγνωστος του Εξπρές

(“Strangers on a Train”, Άλφρεντ Χίτσκοκ, 1ω41λ)

Δύο άντρες άγνωστοι μεταξύ τους σε ένα τρένο, μία θεωρία για τον τέλειο φόνο: Εσύ κάνεις τον δικό μου, εγώ κάνω τον δικό σου, και κανείς δε μπορεί να κάνει την σύνδεση μιας και κανείς δεν έχει κίνητρο. Κλασικό κομμάτι της χιτσκοκικής φιλμογραφίας (που ενέπνευσε και το σαρδόνια απολαυστικό “Πέτα τη Μαμά απ’το Τρένο”) γυρισμένο με απόλυτη αίσθηση ρυθμού και σασπένς, με την κάμερα να ακολουθεί μονίμως βλέμματα και γλώσσα του σώματος και τους χαρακτήρες να γεμίζουν το κάδρο. Καθώς ο Χίτσκοκ χτίζει ένταση πάνω σε τίποτα άλλο παρά το πώς οι παίκτες ενός παράλογου εγκληματικού παιχνιδιού, αντιδρούν στους συχνά ασφυκτικούς τους κινηματογραφικούς χώρους. Μαεστρικό, γεμάτο ατμόσφαιρα και αγωνία.

Θοδωρής Δημητρόπουλος

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

three × 3 =