Οι ταινίες της εβδομάδας:
Η Χαμένη Πόλη
(“The Lost City”, Άαρον Νι, Άνταμ Νι, 1ω52λ)
Πετυχημένη συγγραφέας ρομαντικών περιπετειών απαγάγεται από πλούσιο Άγγλο (Ντάνιελ Ράντκλιφ, το διασκεδάζει) στη διάρκεια μιας περιοδείας προώθησης βιβλίου. Ο λόγος; Θέλει να τον βοηθήσει να βρει έναν θησαυρό σαν αυτόν που περιγράφει στις ιστορίες της. Όσο εκείνη προσπαθεί να του εξηγήσει πως τα παραμύθια που γράφει δεν είναι αλήθεια, το μοντέλο των εξωφύλλων της, μαζί με έναν εξωφρενικό πράκτορα, ξεκινά αποστολή σωτηρίας της.
Η Σάντρα Μπούλοκ, πάντα ευχάριστη παρουσία στο mainstream σινεμά μας, ηγείται με χιούμορ, στυλ και δυναμικότητα μια παλιομοδίτικη ρομαντική περιπέτεια, σαν μια μοντέρνα εκδοχή του “Κυνηγώντας το Πράσινο Διαμάντι”. Ανάμεσα σε αυτήν και τον Τσάνινγκ Τέιτουμ δεν υπάρχει ακριβώς η ίδια ερωτική χημεία όμως κι οι δυο τους λειτουγούν τόσο σωματικά (ως δηλαδή κινηματογραφικοί ήρωες μιας περιπέτειας) όσο και κωμικά– είναι αυτή η εντελώς 2020s είδους χημεία (όχι ακριβώς παθιασμένη, όχι αισθηματική, όχι όμως και πλατωνική) και η αντιστροφή της παραδοσιακής δυναμικής («συγγνώμη, εγώ δηλαδή είμαι η δεσποσύνη που κινδυνεύει;;» αναρωτιέται κάποια στιγμή ο Τέιτουμ) που λειτουργεί και κουβαλά το φιλμ.
Το οποίο είναι πολύ διασκεδαστικό σε σημεία, με τον Μπραντ Πιτ ειδικά να κλέβει την παράσταση παίζοντας για μια ακόμα φορά απολαυστικά με τα χέρια τους, με τις εκφράσεις και με το physique του σε μάξιμουμ αποτελεσματικότητα. Δεν διατηρείται σε όλη την ταινία όμως το ίδιο επίπεδο ενέργειας, ενώ αν κάτι λείπει στα αλήθεια από το “Διαμάντι” είναι η αίσθηση της ζέστης, του ιδρώτα που διαπερνά την περιπέτεια. Και που εδώ έχει αντικατασταθεί από αυτή την επικρατούσα Netflix αισθητική της θαμπής ψηφιακής ώχρας, που δεν επιτρέπει στο φιλμ να αναπτύξει έναν αληθινά δικό του χαρακτήρα. Διασκεδαστικό και ευχάριστο, ωστόσο, όσο και μια αληθινή κατάθεση στην σημασία των αληθινών movie stars.
Άνεμος Ελευθερίας 1821
(Στέλιος Χαραλαμπόπουλος, 1ω40λ)
Δομικά φιλόδοξη, η μοναδική μυθοπλαστική ταινία για τα 200 χρόνια της Επανάστασης ακολουθεί πρόσωπα αληθινά αλλά και επινοημένα, κυρίως την προεπαναστατική δράση του Ιωάννη Φίλωνα (φανταστικό πρόσωπο), ενός εμπόρου που είναι ανώτερο στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας.
Μακριά από κάθε είδους γραφική προσέγγιση, ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος (“Η Νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα Συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη”) στήνει πολύ έξυπνα το σενάριό του, με την ιστορία να ξετυλίγεται ως λαϊκό ανάγνωσμα των αρχών του 20ου αιώνα για τους ήρωες του ‘21 επιτρέποντας ένα επίπεδο ηρωικής μυθοπλασίας μέσα στον αφηγηματικό του ιστό (αποτυπωμένο στα καδραρίσματα όσο και στο κείμενο). Αλλά και ταυτόχρονα, ως σύγχρονη ανακάλυψη μιας ερευνήτριας, που αναλύει το ανάγνωσμα αυτό, τον “Άνεμο Ελευθερίας” του 1900, συνομιλώντας με ιστορικούς που δίνουν μια ψύχραιμη αποτίμηση και προσφέρουν ιστορική πλαισίωση στα όσα δραματοποιημένα έχουμε στο μεταξύ παρακολουθήσει.
Χωρίς να αποφεύγονται κάποια βασικά προβλήματα στον ρυθμό ή οι αρκετά ξύλινες ερμηνείες, το φιλμ εν τέλει καταφέρνει να λειτουργεί ως σύνολο, ακροβατώντας ανάμεσα στην τεκμηρίωση, στη μυθοπλασία και στην ίδια την Ιστορική αποδόμησή της.
Τελευταίο Ταξίδι
(Άρης Χατζηστεφάνου, 57λ)
Ο Άρης Χατζηστεφάνου παραδίδει ένα εντελώς απρόσμενο σε σχέση με το γνώριμο στυλ του, ντοκιμαντέρ αλλά όχι λιγότερο πολιτικό. Μεταφέρει σε εικόνα το “Ταξιδεύοντας: Ιαπωνία – Κίνα” με αφήγηση ως φωνή του Καζαντζάκη τον Γιάννη Αγγελάκα (και αργότερα, ως η φωνή της συγγραφέα και συζύγου του, Ελένης, την Όλια Λαζαρίδου), αντιπαραβάλλοντας το διεισδυτικά παρατηρητικό κείμενο με εικόνες που διατρέχουν τον αιώνα, φτάνοντας μέχρι και το σήμερα.
Αυτό που συχνά εντυπωσιάζει έτσι κι αλλιώς στην Ιαπωνία είναι ο τρόπος που οι επιρροές της Δύσης γίνονται κομμάτια της τοπικής κουλτούρας, οπότε αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον το πώς παρατηρεί ο Καζαντζάκης αυτή τη συγχώνευση, απέναντι στο πώς μπορεί να μοιάζει σήμερα– σε επίπεδο αισθητικό αλλά επίσης και πολιτικοκοινωνικό, με την παράδοση να σφίγγεται στα πλοκάμια του καπιταλισμού. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσέγγιση σε μια απρόσμενη, και καλοδεχούμενη, συνάντηση κειμένου και εικόνας.
Η Βασίλισσα της κυψέλης
(“Hive”, Μπλέρτα Μπαζόλι, 1ω24λ)
Ο άντρας της Φαχριγιέ είναι ένας από τους αγνοούμενος του πολέμου στο Κόσοβο και, παράλληλα με το πένθος, η οικογένειά της αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες. Για να μπορέσει να ανταπεξέλθει, η Φαχριγιέ ανοίγει μια μικρή αγροτική επιχείρηση προσπαθώντας να ανοίξει τα μάτια και των άλλων γυναικών της περιοχής– κάτι που δεν αντιμετωπίζεται με καθόλου θετικό τρόπο από την βαθιά συντηρητική, πατριαρχική μικρή κοινωνία. Δυνατή πρώτη πράξη με την Μπλέρτα Μπασόλι να καδράρει με σχεδόν ταραγμένη ψυχραιμία την ηρωίδα της καθώς αποτυπώνει τόσο τις απόπειρες ενδυνάμωσης όσο και την απώλεια που την περιτριγυρίζει.
Δυστυχώς κατά το ξετύλιγμα της δραματουργίας το φιλμ επιλέγει μια αρκετά ασφαλή αφήγηση και η πολιτικοκοινωνική του ακτινογραφία παραμένει ελαφρώς ατελής. Ωστόσο η Μπασόλι είναι μια σκηνοθέτης που αξίζει να παρακολουθήσουμε στο μέλλον μετά από αυτό το ντεμπούτο– τόσο για τα θετικά στοιχεία της “Κυψέλης”, όσο και λόγω της ιστορικής επιτυχίας της στο περσινό Φεστιβάλ Σάντανς, όπου το φιλμ κέρδισε τα βραβεία Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Κοινού στο τμήμα του παγκόσμιου σινεμά.
Του Θοδωρή Δημητρόπουλου