dimotiko-tragoudi-1821

Οι πολεμιστές, σύμφωνα με τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις των Ελλήνων οπλαρχηγών από την ελληνική επανάσταση, από τον Ιωάννη Μακρυγιάννη «Απομνημονεύματα» (1907) και από τον Νικόλαο Κασομούλη «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων» (1940-1942), δυο έργα που εκδίδονται μόλις τον 20ο αιώνα από το Γιάννη Βλαχογιάννη, οι ίδιοι επισημαίνουνε πως έφεραν μαζί τους έως τη μάχη τον ταμπουρά. Μάλιστα, ο Μακεδόνας Κασομούλης προσθέτει το γιογκάρι και το μπουζούκι, ένα επιπλέον επιχείρημα στην ενίσχυση καθετί εθνικού μέσω της ελληνικής μουσικής. Η αδιάκοπη χρήση του ταμπουρά από την κλασική αρχαιότητα, άλλως λεγόμενη τρίχορδον ή πανδουρίς, η βυζαντινή θαμπούρα, σήμερα μετασχηματίζει τρία μουσικά όργανα τον παραδοσιακό ταμπουρά, το λαούτο και το μαντολίνο στο γνωστό σε εμάς λαϊκό μπουζούκι.

Ήρωες της Επανάστασης έγιναν θέμα στο λαϊκό δημοτικό άσμα με τρανό παράδειγμα την οικογένεια των Κολοκοτρωναίων. Το ακόλουθο ποίημα θεματικοποιεί τον κλεφτοπόλεμο ανάμεσα στους Έλληνες της Πελοποννήσου με το οθωμανικό κράτος και τη διαφυγή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο νησί της Ζακύνθου το 1806.

Των Κολοκοτρωναίων

Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ’ 
αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
πόχουν τ’ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια.
οπού δεν καταδέχονται της γης να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
καβάλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν’ 
αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλωριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλωριά ρίχνουν στους άγιους
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
«Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια».
Κι ο Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, 
Γιώργο μ’, στον τόπο σου, Νικήτα στο Λοντάρι·
εγώ πάου στην 
Καρύταινα, πάου στους εδικούς μου,
ν’ αφήκω τη διαθήκη μου και τες παραγγολές μου,
τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω».

 

Το λαϊκό δημοτικό τραγούδι είναι ιστορικό κατά κύριο λόγο. Αιώνες πριν στην Ανατολική Θράκη «Το Κούρσος της Αντριανούπολης» αναφέρεται στην τουρκική άλωση της ελληνικής πόλης της Ανδριανούπολης το 1368, ένα ιστορικό δημοτικό τραγούδι που καταγράφεται στην Κρήτη μόλις το 1837 από τον Pasley.

Το Κούρσος της Αντριανούπολης      

Τ’ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης
κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά, κλαίγουν το μεσημέρι,
κλαίγουν την Αντριανούπολη την πολυκρουσεμένη,
όπου τήνε κρουσέψανε τις τρεις γιορτές του χρόνου·
του Χριστουγέννου για κηρί, και του Βαγιού για βάγια,
και της Λαμπρής την Κυριακή για το Χριστός Ανέστη.

Το ίδιο λαϊκό δημοτικό τραγούδι ως παραλλαγή με τίτλο τον πρώτο του στίχο «Τ’ Αηδόνια της Ανατολής» επιβιώνει έως σήμερα στη Φθιώτιδα για την κατάκτηση της Ρούμελης ως συνεκδοχή για ολόκληρο τον υπόδουλο Ελληνισμό, με άλλα λόγια για τη Ρωμιοσύνη. Δυο παραδείγματα που αποδεικνύουνε πως η λαϊκή Μούσα αναφέρεται στα ανεπούλωτα τραύματα του Νέου Ελληνισμού.

Τ’ Αηδόνια της Ανατολής (παραλλαγή)      

Τ’ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης

κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά κλαίγουν το μεσημέρι

κλαίγουν τη δόλια Ρούμελη την πολυσκλαβωμένη

όπου την εσκλαβώσανε τις τρείς γιορτές του χρόνου

του Χριστουγέννου για κηρί και του Βαγιού για βάγια

και της Λαμπρής την Κυριακή για το Χριστός Ανέστη.

Επιπλέον, ένα μεγάλο τραύμα των Ελλήνων είναι ακόμα οι πολυάριθμες σφαγές στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, για παράδειγμα στα ανατολικά νησιά Χίο και Ψαρά, όμως λιγότερο γνωστή είναι η γενοκτονία στην ακριτική Κάσο όπου το νησί εγκαταλείφτηκε εντελώς. Οι Χριστιανοί έμειναν αβοήθητοι γιατί τα πλοία από την Ύδρα και τις Σπέτσες αδυνατούσαν να βοηθήσουνε επειδή οι ναύτες δεν είχανε εγκαίρως πληρωθεί. Τελικώς οι Κασιώτες γίνονται σφάγια των τουρκοαιγυπτίων στις 7-8 Ιουνίου 1824 και γι’ αυτό η μνήμη της Μούσας μας διασώζει την πρόσφατη ιστορία με το ακόλουθο άσμα.

Η Σφαγή στην Κάσο      

Μαύρο πουλάκι κάθεται στής Κάσου τ’ αγριοβούνι
βγάλλει φωνίτσα θλιβερή καί μαύρο μοιρολόι,
– Μάνα κλαμός καί βουγκητός εις τό νησί τής Κάσου!
Η μάνα κλαίει τό παιδί καί τό παιδί τή μάνα
κι ο αδερφός τήν αδερφή κι άουρος τήν καλή του.
Γίνονται στίβες τά κορμιά, τά αίματα ποτάμια.

Μπάς καί πανούκλα πλάκωσε, μπάς καί σεισμός εγίνη;
Μήτε πανούκλα πλάκωσε μήτε σεισμός εγίνη.
Χουσέν-Πασάς επλάκωσεν από τήν Αλεξάντρα.
Στό Φρύ επήγε κι ήραξεν η φοβερή αρμάδα.
Βγάλλ’αρβανίτες περισσούς, βγάλλει στραβαραπάδες,
γιά νά πατήσου τό Σταυρό, γιά νά πατήσου τ’ Άγια
νά μαγαρίσουν εκκλησιές κι ούλα τά Μοναστήρια.

Σφάζουν τούς γέρους καί τίς γριές κι ούλα τά παληκάρια
τίς κοπελιές καί τά μωρά στή φλόττα τούς μπαρκάρουν,
σκλάβους νά τούς πουλήσουσι στής Μπαρμπαριάς τά μέρη.
Κι μι’απ’τίς σκλάβες έλεγε μέ θλιβερή φωνίτσα:
-Χίλια κι αν κάμεις Χουσεΐν, χίλια κι αν μάς πουλήσεις
εμείς τού τούρκου τό σπαθί δέ θά τό φοβηθούμε,
ή θά μάς κόψεις όλους μας, ή λευτεριά θά δούμε.

Τα Ψαρά στις 20-21 Ιουνίου 1824 θα γίνουνε αντίστοιχα τόπος μαρτυρίου για 30.000 Έλληνες, εντόπιους και πρόσφυγες από τη μεγάλη σφαγή στη Χίο, όταν η Πύλη θα αποφασίσει να αφανίσει τα Ψαρά εξαιτίας της επιτυχημένης παρουσίας των πυρπολητών της στο ανατολικό Αιγαίο. Οι επιτυχίες του Δημητρίου Παπανικολή στη Λέσβο και του Κωνσταντίνου Κανάρη σε Σάμο, Χίο και Τένεδο, αλλά και μαζί με το Γεώργιο Βρατσάνο στα Στενά έκαναν το Σουλτάνο μέγιστο πολέμιο των Ψαριανών.

Η Καταστροφή των Ψαρών

Tί ήρθες ξένε για να δεις στο έρημο νησί;

Ράχες γυμνές, ράχες ξερές, παντού καταστροφή!

Χαλάσματα, παλιόσπιτα, συντρίμμια και ερημιά,

δεν έμεινε άλλο τίποτα στα ξακουστά Ψαρά.

Και όμως, ήταν μια φορά νησάκι ζηλεμένο

και ήταν το λιμάνι του καράβια γεμισμένο.

Καθένας το ΄χε για τιμή να πάει να προσκυνήσει 

και στο τσαρσί το Ψαριανό εκεί να συριανήσει.   

Του Μπελαΐτη οι φροκαλιές, κάηκαν πέρα ως πέρα,

κι οι τάπιες απ’ τις κανονιές πετιούνται στον αέρα.

Φωτιά στην Κοκκινόπουντα, φωτιά στο Δασκαλιό

φωτιά και στο Παλιόκαστρο, φωτιά και στο Φτελιό.

Όλα στάχτη γινήκανε, σαν σήμερα μια μέρα 

για την γλυκιά κι αμόνοιαστη, πολλές φορές μητέρα. 

Μια κόρη μόνο έμεινε, σεμνή και λυπημένη,

είναι η Δόξα των Ψαρών, η μπαρουτοκαμένη.

Η μάνα της ελευθεριάς, της θάλασσας η γέννα, 

στολίδι της παλικαριάς και του είκοσι ένα.

Η συντροφιά της λεβεντιάς, η αδερφή του Άρη 

αυτή, που την σημαία της έθρεψαν οι Κουρσάροι.

Είναι αυτή που αψήφαγε το Τούρκικο κανόνι,

με το ένα χέρι το δαυλό με το άλλο το τιμόνι.

Είναι αυτή που έκαιγε τις Τουρκικές φρεγάδες 

σαν να’ ταν πυροτέχνημα σαν νατανε λαμπάδες.

Είναι αυτή που έστελλε στη μάχη πρώτα-πρώτα,

σαν αστραπή, σαν κεραυνό, τα Ψαριανά μπουρλότα.

Είναι αυτή που ήτανε παρηγοριά κι ελπίδα,

στους σφαζομένους αδερφούς στην Μάνα μας Πατρίδα.

Μ’ από τα τόσα της καλά, μόνη και πικραμένη,

στο έρημο μας το νησί αυτή μονάχα μένει.

Και για στεφάνι της φορεί, στο αίμα βουτηγμένα,

λίγα χορτάρια που ’μειναν και αυτά ’ναι μαραμένα.

Αυτή μονάχα μελετά, αυτή μονάχα γράφει, 

τα παλληκάρια των Ψαρών, στην μαυρισμένη ράχη.

Για κοίταξε πως περπατεί πώς το κεφάλι σκύβει,

Τί πόνο μέσα στα στήθη της φαρμακερό να κρύβει;      

Τα Ψαρά θα ενταχθούνε στην Ελλάδα μόλις το 1912 – η καταστροφή είναι μαύρη σελίδα για τον Ελληνισμό και για την Ελληνική Επανάσταση το 1821. 

Της Γεωργίας Τσατσάνη

    

Δημιουργός του άρθρου:

Η Γεωργία Τσατσάνη είναι φιλόλογος - συγκριτολόγος

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

14 − four =