“Δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία”, αναφωνούσε η Μπλανς Ντυμπουά στο αριστούργημα του Τένεσι Ουίλιαμς, “Λεωφορείο ο Πόθος”. Μια ρήση που αποτυπώνεται τόσο σουρεαλιστικά στην σημειολογία των καιρών μας. Η μαγεία ως άλλοθι, καταφύγιο και ως ανεστραμμένο είδωλο για τα όνειρα μιας γενιάς που δείχνουν να της έχουν οριστικά ξεφύγει. Κοινωνική απομόνωση, ανεργία, πανδημίες, αδιέξοδα. Και η οδός των social media, ως πανάκεια, ουσιαστικά ανέξοδα.
Με το πάτημα ενός κουμπιού, από παρίας, “πρώτη μούρη” στην κατά παραγγελία εξατομικευμένη λεζάντα που κάποιοι έχουν φιλοτεχνήσει για μας, χωρίς εμάς. Με μπόλικο στρας από την αντανάκλαση επιμέρους χάρτινων ήλιων που πασχίζουν να βρουν ρόλους στην ζωή μας.
Χάρτινοι ήλιοι, ψεύτικοι, αποστειρωμένοι. Είναι χίλια δυο που δεν κατορθώσαμε να πούμε με τον έσω μας εαυτό κι από μοναδικοί καταλήξαμε μόνοι. Διότι, η μοναξιά είναι η έλλειψη ενσυναίσθησης απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό. Αυτός ο διάλογος, που οδηγεί στην αποδοχή, στην παραδοχή, στην απελευθέρωση. Δεν είναι θέμα υλισμού ούτε καταναλωτισμού. Είναι θέμα χωροταξικό της ίδιας μας της ύπαρξης. Και οφείλεται πρωτίστως στην άρνησή μας να αποδεχτούμε την απώλεια. Να συμφιλιωθούμε μαζί της.
Η πρώτη απώλεια της ζωής είναι η αθωότητα. Η αθωότητα, όχι με την ηθικολογική της διάσταση αλλά με την αισθαντική της. Το ιδιοσυγκρασιακό έλλειμμα που παρατηρείται στην μετάβαση από αυτή, έρχεται να καλύψει ένας “δοτός κόσμος”. Εύκολος στην αντίληψη, απλοϊκός στη χαρτογράφηση. Η ικανότητα να μαγευόμαστε που είχαμε ως παιδιά, δίνει την θέση της στον ψυχαναγκασμό να μαγεύουμε, προκειμένου να δικαιολογήσουμε την αγωνία της αποδοχής από τους άλλους. Εκεί χτίζεται ο ανταγωνισμός, εκεί εδράζεται η μοναξιά που αυτός καλλιεργεί αν δεν συνοδεύεται από ενσυναίσθηση.
Ενσυναίσθηση απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό πρωτίστως. Διότι, αν νοιαζόμαστε για την ίδια μας την ύπαρξη, για την χωροταξική της υπόσταση και την αισθαντική της κατεύθυνση, δεν θα νιώσουμε ποτέ μόνοι. Δεν θα αισθανθούμε την ανάγκη να “καταφύγουμε” στο απάνεμο λιμάνι της αυλοκολακείας που τόσο “γενναιόδωρα” μας προσφέρει το διαδικτυακό παλάτι, που χτίζεται με τα φερτά υλικά συλλογικών απωθημένων.
Εκεί βρίσκεται η ρίζα του προβλήματος. Στην τάση εκείνη που μας παρασύρει να “πηγαίνουμε με το ρεύμα”. Είναι ένα φοβικό σύνδρομο, πάνω στο οποίο πατούν διάφοροι “πωλητές ονείρων” για να μας αλώσουν ως ανεξάρτητες οντότητες. Αν δεν έχουμε πρωτίστως λύσει τον γόρδιο δεσμό στους εντός μας κόμπους, θα αισθανόμαστε πάντα μόνοι, ακόμη και μέσα στο πλήθος. Κι αν δεν μπορούμε να τους λύσουμε, ας τους κόψουμε. Πονάει, όπως πονάει η απώλεια. Αλλά μετά έρχεται η αποδοχή. Η συμφιλίωση. Κι ένα μάθημα ζωής που θα μας συντροφεύει για πάντα στον αγώνα για εξέλιξη και αυτοεκτίμηση.