Το μέγεθος της ασυδοσίας των φαρμακευτικών εταρειών αλλά και των τραγικών αποφάσεων από πλευράς κυβερνήσεων, με αφορμή το μείζον ζήτημα που προέκυψε με την παραγωγή και διάθεση των εμβολίων κατά της Covid-19, αποκαλύπτεί ρεπορτάζ της αμερικανικής εφημερίδας «New York Times», το οποίο συνοψίζει γνωστές και λιγότερο γνωστές, αμοραλιστικές, τακτικές ακόμη και στο ζήτημα της δημόσιας υγείας, με τη σύμφωνη γνώμη των κρατών.
Από τα στοιχεία που παραθέτει η εφημερίδα προκύπτει, ότι οι κυβερνήσεις, όχι μόνο χρηματοδότησαν την έρευνα και την παραγωγή των εμβολίων από τους ιδιώτες, με δημόσιο χρήμα, αλλά τους χαρίζουν και τις πατέντες, επιτρέποντάς τους έτσι να έχουν τον απόλυτο έλεγχο στην παραγωγή και διανομή, θέτοντας σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία.
Ειδικότερα, όπως τονίζει η εφημερίδα, τα συμβόλαια πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, παρέχουν στις φαρμακευτικές εταιρίες ασπίδα από κάθε ευθύνη, την ιδιοκτησία της πατέντας και εξαιρετικά ευέλικτα περιθώρια στις ημερομηνίες παράδοσης αλλά και τα κόστη πώλησης. Το «κερασάκι» είναι η δέσμευση ότι τουλάχιστον τα «ευάσθητα» μέρη των συμβολαίων αυτών, δεν θα δημοσιοποιηθούν.
Έτσι, όταν μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κάθισαν αυτόν τον μήνα για να διαβάσουν το πρώτο διαθέσιμο συμβόλαιο για την αγορά εμβολίων κορονοϊού, παρατήρησαν ότι έλειπαν πολλά πράγματα: Η τιμή ανά δόση, το πρόγραμμα παράδοσης και οι προκαταβολές… είχαν αφαιρεθεί. Και αυτή η σύμβαση, σημειώνει η εφημερίδα, μεταξύ της γερμανικής φαρμακευτικής εταιρείας CureVac και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρείται μία από τις πιο διαφανείς.
Οι κυβερνήσεις δίνουν δισεκατομμύρια δολάρια για να βοηθήσουν τις φαρμακευτικές εταιρείες να αναπτύξουν εμβόλια και ξοδεύουν δισεκατομμύρια περισσότερα για να τα αγοράσουν. Όμως, οι λεπτομέρειες αυτών των συμφωνιών παραμένουν σε μεγάλο βαθμό μυστικές, με τις κυβερνήσεις και τους οργανισμούς δημόσιας υγείας να συναινούν στην απαίτηση των φαρμακευτικών εταιριών για μυστικότητα. Ευλόγως, αυτό το απόρρητο και με τη διάθεση των εμβολίων στην ποσότητα και τον χρόνο που πρέπει να είναι αμφίβολη, καθιστά ήδη δύσκολη τη λογοδοσία.
Οι φαρμακευτικές εταιρείες Pfizer και AstraZeneca ανακοίνωσαν πρόσφατα ότι χάνουν τους ευρωπαϊκούς στόχους παράδοσης, προκαλώντας ευρεία ανησυχία, ενώ ήδη εξαπλώνονται επικίνδυνες μεταλλάξεις του κορονοϊού. Οι όροι των συμβάσεών τους, παραμένουν σφιχτά προστατευόμενα μυστικά, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη την έρευνα για ευθύνες. Ωστόσο, τα ήδη διαθέσιμα ντοκουμέντα υποδηλώνουν, ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες ναρκωτικών απαίτησαν και έλαβαν ευέλικτα χρονικά περιθώρια παράδοσης, αποκλειστικότητα και ιδιοκτησία της πατέντας και ασυλία από ευθύνες εάν κάτι πάει στραβά. Ακόμη χειρότερα, σε ορισμένες περιπτώσεις, στις χώρες απαγορεύεται η δωρεά ή η μεταπώληση δόσεων, απαγόρευση που θα αποκλείει ουσιαστικά τη δυνατότητα εμβολιασμού στις φτωχές χώρες.
Σύμφωνα με τους New York Times, οι κυβερνήσεις συνάπτουν τουλάχιστον τρεις τύπους συμφωνιών για τα εμβόλια:
- Ορισμένες αγοράζουν απευθείας από τις φαρμακευτικές εταιρείες.
- Άλλες αγοράζουν μέσω περιφερειακών φορέων όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση ή η Αφρικανική Ένωση.
- Πολλοί θα στραφούν στο μη κερδοσκοπικό πρόγραμμα Covax, μια συμμαχία περισσότερων από 190 χωρών, που αγοράζει από τις φαρμακευτικές εταιρίες με σκοπό να διαθέσει εμβόλια ειδικά σε φτωχές χώρες δωρεάν ή με μειωμένο κόστος.
- Ορισμένες κυβερνήσεις έχουν υπογράψει συμφωνίες και με εταιρίες και με το Covax.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εξασφαλίσει 400 εκατομμύρια δόσεις των εμβολίων Pfizer-BioNTech και Moderna, αρκετά για 200 εκατομμύρια ανθρώπους, και είναι κοντά στο να συμφωνήσουν 200 εκατομμύρια επιπλέον δόσεις μέχρι το καλοκαίρι, με ανοιχτή επιλογή να αγοράσουν έως και 500 εκατομμύρια περισσότερες. Έχει επίσης συμφωνίες προαγοράς για περισσότερες από 1 δισεκατομμύριο δόσεις από τέσσερις άλλες εταιρείες των οποίων τα εμβόλια δεν έχουν ακόμη έγκριση από τις ΗΠΑ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που διαπραγματεύεται εξ ονόματος των 27 κρατών – μελών της ΕΕ, έχει σχεδόν 2,3 δισεκατομμύρια δόσεις βάσει συμβολαίου και διαπραγματεύεται για περίπου 300 εκατομμύρια περισσότερες, σύμφωνα με στοιχεία που συλλέχθηκαν από την UNICEF και την Airfinity, μια εταιρεία επιστημονικών αναλυτικών στοιχείων.
Η Covax λέει ότι έχει συμφωνήσει για πάνω από 2 δισεκατομμύρια δόσεις εμβολίου, αν και διατηρεί μυστικά τα συμβόλαιά της. Μόνο περίπου δώδεκα από τις 92 χώρες που πληρούν τις προϋποθέσεις για επιδοτήσεις εμβολίων στο πλαίσιο της Covax κατάφεραν να εξασφαλίσουν ξεχωριστές συμφωνίες με μεμονωμένες εταιρείες, για 500 εκατομμύρια δόσεις συνολικά.
Οι κυβερνήσεις βοήθησαν στη δημιουργία εμβολίων…
Η ανάπτυξη εμβολίων είναι μια επιχείρηση με ρίσκα. Οι εταιρείες σπάνια επενδύουν στην παρασκευή του, έως ότου να είναι σίγουρες ότι τα εμβόλια τους είναι αποτελεσματικά και μπορούν να εγκριθούν από το κράτος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο χρειάζεται συνήθως τόσο πολύς χρόνος για την ανάπτυξή τους. Για να επιταχυνθεί αυτή η διαδικασία, οι κυβερνήσεις – κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη – και μη κερδοσκοπικές ενώσεις, όπως ο Συνασπισμός για την Επιδημιακή Ετοιμότητα, ή το CEPI, απορρόφησαν μέρος ή το σύνολο αυτών των ρίσκων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, δεσμεύτηκαν για έως και 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια για να βοηθήσουν την εταιρεία Novavax που εδρεύει στη Μέριλαντ να αναπτύξει το εμβόλιο κορονοϊού. Η CEPI έλαβε έως και 400 εκατομμύρια δολάρια σε επιχορηγήσεις και δάνεια χωρίς τόκους. Άλλες εταιρείες έχουν λάβει ακόμη περισσότερη βοήθεια. Η εταιρεία βιοτεχνολογίας της Μασαχουσέτης Moderna όχι μόνο χρησιμοποίησε την τεχνολογία που αναπτύχθηκε από την κυβέρνηση ως βάση του εμβολίου της, αλλά έλαβε επίσης περίπου 1 δισεκατομμύριο δολάρια σε κυβερνητικές επιχορηγήσεις για την ανάπτυξη του φαρμάκου.
Τον Αύγουστο, η κυβέρνηση έδωσε μια αρχική παραγγελία 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το εμβόλιο. Η εταιρεία είπε ότι το έργο πληρώθηκε εξ ολοκλήρου από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Αυτοί οι τύποι συμβολαίων σχεδιάστηκαν για να βοηθήσουν τις εταιρείες να ξεκινήσουν την κατασκευή και να καλύψουν το κόστος, π.χ. των κλινικών δοκιμών.
…αλλά οι εταιρείες κρατάνε τις πατέντες
Παρά τις τεράστιες επενδύσεις με δημόσιο χρήμα που πληρώνουν οι φορολογούμενοι πολίτες, συνήθως οι φαρμακευτικές εταιρείες κατέχουν πλήρως τις πατέντες. Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες μπορούν να αποφασίσουν πώς και πού κατασκευάζονται τα εμβόλια και πόσο κοστίζουν. Όπως το εξηγεί η σύμβαση CureVac, η εταιρεία «δικαιούται να εκμεταλλεύεται αποκλειστικά τέτοια δικαιώματα».
Ένας συνασπισμός χωρών, υπό την ηγεσία της Ινδίας και της Νότιας Αφρικής, υπέβαλε αναφορά στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου για την παραίτηση από τα δικαιώματα ιδιοκτησίας της πατέντας, ώστε και άλλες φαρμακευτικές εταιρίες να μπορούν να αρχίσουν να παράγουν τα εμβόλια. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ενέκρινε την ιδέα, αλλά είναι καταδικασμένη από την άρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης, των οποίων οι φαρμακευτικές εταιρίες υποστηρίζουν, ότι η ιδιοκτησία της πατέντας και τα κέρδη που προέρχονται από αυτή, είναι ο αιμοδότης» της έρευνας και της καινοτομίας. «Οι κυβερνήσεις δημιουργούν τεχνητή έλλειψη», δήλωσε ο Zain Rizvi του οργανισμού «Public Citizen». «Όταν το κοινό χρηματοδοτεί τη γνώση που απαιτείται για τον τερματισμό μιας πανδημίας, δεν θα πρέπει να κρατηθεί μυστικό».
Ένας από τους όρους – κλειδιά των συμβολαίων εμβολίων, δηλαδή η τιμή ανά δόση, συχνά έχει διαγραφεί από τις δημοσιοποιήσεις των κρατικών συμβάσεων. Οι εταιρείες το θεωρούν αυτό «εμπορικό μυστικό». Ορισμένες φαρμακευτικές εταιρείες έχουν συμπεριλάβει ρήτρες στις συμβάσεις προμήθειας που τους επιτρέπουν να αναστείλουν τις παραδόσεις, εάν οι χώρες αποκαλύψουν την τιμή. Κρατώντας τις τιμές μυστικές, οι φαρμακευτικές έχουν μεγάλου ατού στις διαπραγματεύσεις με τα κράτη, τα οποία δεν γνωρίζουν τι πληρώνουν άλλες χώρες.
Οι διαρροές και ορισμένες επίσημες εκθέσεις δείχνουν κάποιες από τις ανισότητες που προκύπτουν από την παραπάνω τακτική: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πλήρωσε 2,19 δολάρια για κάθε δόση του εμβολίου που αναπτύχθηκε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και την AstraZeneca, ενώ η Νότια Αφρική πλήρωσε πάνω από το διπλάσιο, 5,25 δολάρια, σύμφωνα με δημοσιεύματα των ΜΜΕ.
Οι εταιρείες αρνούνται να απαντήσουν καν στα αιτήματα δημοσιοποίησης των συμβολαίων, ή να εξηγήσουν τους λόγους που είναι απαραίτητο το απόρρητο. Εκπρόσωπος της Moderna, ανέφερε για μια σύμβαση ότι «περιέχει όρους και προϋποθέσεις που είναι συνηθισμένες». Αυτός είναι ο λόγος που προκάλεσε τέτοια αναταραχή τον περασμένο μήνα όταν ένας Βέλγος αξιωματούχος αποκάλυψε κατά λάθος έναν τιμοκατάλογο, ο οποίος έδειξε ότι οι φορολογούμενοι των ΗΠΑ πληρώνουν 19,50 δολάρια ανά δόση για το εμβόλιο Pfizer, ενώ οι Ευρωπαίοι πλήρωσαν 14,70 δολάρια. Ο Dag Inge Ulstein, υπουργός διεθνούς ανάπτυξης της Νορβηγίας, δήλωσε ότι οι χώρες και οι διεθνείς οργανισμοί πρέπει να κάνουν περισσότερα για να δημοσιοποιήσουν τις συμβάσεις.
Κάλεσε επίσης τις χώρες να μοιραστούν την τεχνολογία των εμβολίων και είπε ότι οι πλούσιες κυβερνήσεις πρέπει να δωρίσουν εμβόλια σε φτωχές χώρες νωρίς και ενώ εμβολιάζουν τους δικούς τους πολίτες, όπως σχεδιάζει να κάνει η Νορβηγία. «Πρέπει να υπάρχει διαφάνεια σε σχέση με τις συμφωνίες προμηθειών», είπε σε συνέντευξή του.
Για τον σκοπό αυτό, μοιράστηκε με τους «The New York Times» τη συμφωνία αγοράς εμβολίων μεταξύ της χώρας του και της Covax. Αυτός ο οργανισμός αρνήθηκε να δημοσιοποιήσει τις συμφωνίες του, είτε με τις φαρμακευτικές εταιρίες είτε με τις χώρες στις οποίες πουλάει. Οι συμβάσεις της Covax με τις χώρες προβλέπουν κόστος 10,55 δολαρίων ανά δόση, αλλά προειδοποιούν ότι το τελικό κόστος θα μπορούσε να είναι υψηλότερο αφού συμπεριλάβει ένα είδος «μπόνους ταχύτητας», το οποίο η Covax είπε ότι χρησιμοποιείται για να βοηθήσει τις εταιρείες να επταχύνουν τη διάθεση των εμβολίων τους στην αγορά.
Οι συμβάσεις ενδέχεται να περιορίσουν την δυνατότητα των αγοραστών να εξάγουν δόσεις. Η σύμβαση της CureVac, για παράδειγμα, απαγορεύει στις ευρωπαϊκές χώρες να μεταπωλούν, να εξάγουν ή να χορηγούν δόσεις – συμπεριλαμβανομένης της Covax – χωρίς άδεια από την εταιρεία. Ορισμένες συμβάσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παρόμοιους περιορισμούς. Ένας εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δήλωσε ότι οι εταιρείες συμπεριέλαβαν αυτή τη διάταξη ως εγγύηση ότι, όπου και αν χρησιμοποιηθούν τα εμβόλιά τους, έχουν την ίδια νομική προστασία.
Και οι κυβερνήσεις προσπαθούν να βρουν άλλους τρόπους για να περιορίσουν τις εξαγωγές. Την Τρίτη, η Γερμανία άσκησε πιέσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να επιτρέψει στα κράτη μέλη της να εμποδίσουν τις εξαγωγές εμβολίων σε χώρες εκτός της ΕΕ, λόγω του προβήματος με τη διανομή των εμβολίων στην Ευρώπη.
«Όποτε έρθουν» τα εμβόλια…
Οι χρόνοι παράδοσης θεωρούνται επίσης απόρρητες πληροφορίες, επομένως δεν υπάρχουν δημόσια σημεία αναφοράς για να μετρηθούν και να διαπιστωθούν. Αυτό έγινε ξεκάθαρο στην αντιπαράθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την AstraZeneca μετά την ανακοίνωση της εταιρείας ότι δεν θα παραδώσει τον αναμενόμενο αριθμό δόσεων το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι έλαβαν συγκεκριμένες εγγυήσεις για τις παραδόσεις αυτές. Η εταιρεία λέει ότι υποσχέθηκε να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη αυτών των στόχων.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, οι οποίοι αρχικά συμφώνησαν να κρατήσουν το συμβόλαιο μυστικό, ζήτησαν από την εταιρεία να το δημοσιοποιήσει. Κάτι που έπραξε η Κομισιόν την Παρασκευή, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι φαρμακευτικές εταιρίες έχουν αποσπάσει ήδη πολλά περιθώρια για τη διάθεση των εμβολίων.
Η σύμβαση με την CureVac αναφέρει ότι οι ημερομηνίες παράδοσης πρέπει να θεωρούνται «εκτιμήσεις». Παρόμοιες διατάξεις υπάρχουν σε άλλες συμβάσεις. Σχεδόν κάθε παρασκευαστής εμβολίων έχει ομοίως πει στους πελάτες του – τα κράτη – ότι ενδέχεται να μην επιτύχουν τους στόχους παράδοσης. «Μπορεί να μην είμαστε σε θέση να φτάσουμε ή να αυξήσουμε την παραγωγική ικανότητα εγκαίρως», προειδοποίησε η Pfizer τον περασμένο Αύγουστο.
Όταν η Pfizer είπε πρόσφατα στην Ιταλία ότι περιορίζει προσωρινά τις παραδόσεις κατά 29%, η κυβέρνηση απάντησε ότι σκέφτεται να παραπέμψει την εταιρεία στη δικαιοσύνη. Αυτή η αγωγή, εάν υλοποιηθεί, θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημοσιοποίηση ορισμένων λεπτομερειών σχετικά με τη σύμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Pfizer, η οποία παραμένει εντελώς μυστική. «Υποσχέθηκαν περισσότερα εμβόλια ή ταχύτερα εμβόλια», δήλωσε ο Steven Van Gucht, κορυφαίος ιολόγος της βελγικής κυβέρνησης. «Και στο τέλος δεν μπόρεσαν να τα παραδώσουν».
Μερικές κυβερνήσεις επίσης κερδίζουν
Στις αρχές της πανδημίας, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, παρείχε δάνειο 100 εκατομμυρίων δολαρίων στη γερμανική εταιρεία BioNTech, η οποία συνεργάστηκε με την Pfizer για την παραγωγή εμβολίου. Εκτός από τους τόκους του δανείου, η ευρωπαϊκή τράπεζα θα λάβει έως και 25 εκατομμύρια δολάρια από τα κέρδη των εμβολίων, σύμφωνα με μια αναδιατυπωμένη έκδοση του συμβολαίου που υπέβαλε η BioNTech. Η τράπεζα είπε ότι αυτές οι ρυθμίσεις για το μερίδιο από τα κέρδη αντικατοπτρίζουν τον κίνδυνο που ενέχει για την τράπεζα η πρόωρη χρηματοδότηση. Ο κ. Rizvi, από την «Public Citizen», υποστήριξε ότι έτσι οι κυβερνήσεις τίθενται στην ίδια πλευρά με τις εταιρίες και μειώνεται κάθε κίνητρο να καταστούν τα εμβόλια φθηνά και ευρέως διαθέσιμα.
Οι εταιρείες απολαμβάνουν προστασία ευθύνης
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι φαρμακευτικές εταιρείες προστατεύονται από σχεδόν κάθε ευθύνη εάν τα εμβόλια τους δεν λειτουργούν ή προκαλούν σοβαρές παρενέργειες. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να μηνύσουν τις εταιρείες. Οι μόνες εξαιρέσεις είναι περιπτώσεις αποδεδειγμένης «εσκεμμένης συμπεριφοράς». Οι εταιρείες επιδιώκουν παρόμοια απαλλαγή ευθύνης σε διαπραγματεύσεις με άλλες χώρες. Ευρωπαίοι διαπραγματευτές έχουν αποκλείσει αυτά τα αιτήματα. Η Covax επιμένει επίσης ότι οι χώρες αποδέχονται κάθε ευθύνη στο πλαίσιο των συμβάσεών της. Η σύμβαση μεταξύ ΕΕ και CureVac προστατεύει την εταιρεία από ευθύνες, αλλά με εξαιρέσεις. Αυτές οι εξαιρέσεις, επίσης διαγράφηκαν.