Από το «Restart Tourism» και την κουτσουρεμένη σεζόν του 2020 με τις όποιες τότε απέλπιδες προσπάθειες για ανάκαμψη του ελληνικού τουρισμού, τα δύο τελευταία καλοκαίρια σημαδεύτηκαν από την πανδημία. Σήμερα, με την εικόνα να αλλάζει, οι εκτιμήσεις για τις επιδόσεις του τουρισμού μοιάζουν τουλάχιστον αισιόδοξες: τουριστικοί όμιλοι μιλούν για δυναμική επανεκκίνηση, ενώ η κυβέρνηση προαναγγέλλει με διθυραμβικές δηλώσεις τη διαφαινόμενη ανάκαμψη του τουρισμού – όλα δείχνουν πως η κατρακύλα των προηγούμενων χαμένων σεζόν ανήκει στο παρελθόν, παρά την ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Κι όμως, ένα σύννεφο θολώνει τις λαμπρές προοπτικές της «βαριάς βιομηχανίας». Πού χάθηκαν οι εργαζόμενοι;
Οι αναιμικές διαθέσεις των δυνητικών εργαζομένων να μπουν φέτος στον κλάδο του τουρισμού ήταν εμφανείς από πέρυσι, με έρευνες να υπολογίζουν πως 8 στους 10 εργοδότες ξέμεναν από προσωπικό. Το φαινόμενο δεν είναι αμιγώς ελληνικό. Ειδικά οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου κατέγραφαν το 2021 εκατοντάδες χιλιάδες προσφερόμενες θέσεις εργασίας από τον ξενοδοχειακό κλάδο, με την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και τη Γαλλία να αριθμούν συνολικά πάνω από 700.000 «κενά». Ηταν χιλιάδες οι καθ’ ημάς ιδιοκτήτες καταστημάτων εστίασης και τουριστικών μονάδων που εξέφραζαν, είτε διαδικτυακά είτε σε τηλε-παράθυρα, τα παράπονά τους λέγοντας λίγο ώς πολύ πως για όλα «φταίνε τα επιδόματα», στηλιτεύοντας τους δήθεν «οκνηρούς νέους που κακόμαθαν».
Το φαινόμενο φέτος διογκώθηκε και πλέον κανείς δεν μπορεί να αποδώσει το πρόβλημα των κενών θέσεων εργασίας στην πανδημία ή στην επιδοματική πολιτική, κάνοντας αναλυτές της αγοράς, εργοδότες και ολόκληρες κοινωνίες στις λεγόμενες τουριστικές ναυαρχίδες να ξύνουν τα κεφάλια τους – πόσο μάλλον που η νεανική ανεργία στην Ελλάδα καλπάζει.
Φταίνε οι συνθήκες του εγχώριου ξενοδοχειακού και επισιτιστικού κλάδου, συνυφασμένου με όρους υπερεργασίας, υποδηλωμένης εργασίας και πολύ χαμηλών μισθών, ή μήπως εργοδότες που υπερτονίζουν την έλλειψη εργατικών χεριών στην προσπάθειά τους να ρίξουν κι άλλο το μεροκάματο; Οι πρόσφατες καταγγελίες σε μορφή χιονοστιβάδας για τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης είναι μεν αποκαλυπτικές, αλλά δεν ήρθαν σαν κεραυνός εν αιθρία. Aπό τη διαμονή σε δωμάτια-τρύπες με κατσαρίδες ή σε κοντέινερ και σκηνές, το μπάνιο σε ντουζιέρες των πλαζ, τα ενοίκια-φωτιά μέχρι τη μαύρη εργασία, μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων γνωρίζει καλά πως η καλοκαιρινή σεζόν γίνεται συχνά η όαση της εργασιακής εκμετάλλευσης, ενώ μοναδική ελπίδα για συμπλήρωμα των πενιχρών απολαβών είναι τα φιλοδωρήματα. Κι όλα αυτά ενώ πρέπει να είναι παράλληλα η χαμογελαστή βιτρίνα της «ελληνικής φιλοξενίας». Μπορεί το υπουργείο Εργασίας να προαναγγέλλει εντατικούς ελέγχους από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας ενόψει της τουριστικής περιόδου, όμως μένει να φανεί αν αυτό είναι αρκετό για να «μπαλώσει» τα χρόνια προβλήματα, ενώ η κυβέρνηση έχει περιοριστεί μόνο σε συστάσεις προς τους εργοδότες.
Το παράδοξο της ελληνικής περίπτωσης δεν θα μπορούσε να μείνει ασχολίαστο από τον ξένο Τύπο. Το γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων DPA, σε ρεπορτάζ του με θέμα τις προβλέψεις που θέλουν την Ελλάδα να βιώνει χρονιά-ρεκόρ στις επιδόσεις της τη θερινή περίοδο, διερωτάται γιατί ο τουριστικός κλάδος έπαψε να ελκύει περίπου 50.000 εργαζομένους, όταν στη χώρα υπάρχουν 600.000 άνεργοι. Θα μπορούσε να θεωρηθεί η ελληνική εκδοχή της «Μεγάλης Παραίτησης» – του φαινομένου που αναδύθηκε στις ΗΠΑ εν μέσω πανδημίας για να εκφράσει τη μαζική αποχώρηση εργαζομένων από τις θέσεις εργασίας τους λόγω άγχους και υπερκόπωσης;
Η απάντηση δεν είναι απλή, αλλά ήδη έχει ανοίξει για τα καλά η συζήτηση πως ολοένα και περισσότεροι, ειδικά οι νέοι της χώρας, επιστρέφουν στην προφητική και πολυσυζητημένη φράση «δεν θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης». Ακόμη κι αν είναι για τελείως διαφορετικούς λόγους από την αποβιομηχάνιση που είχε επικαλεστεί ο Ανδρέας Παπανδρέου τη δεκαετία του ’80.
Ερευνες, συνδικαλιστές και γνώστες της αγοράς εργασίας αποδίδουν τη μετατόπιση στην επιστροφή σε εργασίες που είχαν μπει στον πάγο τη δεκαετία της κρίσης, όπως η οικοδομή. Ακόμη, η επέκταση κλάδων όπως οι ταχυμεταφορές και νέες ειδικότητες που εμφανίστηκαν, όπως οι εργαζόμενοι σε διαδικτυακές πλατφόρμες, αποτέλεσαν σοβαρή εναλλακτική για ένα τμήμα του εργατικού δυναμικού, συχνά με το δέλεαρ της συνεχούς και όχι εποχικής απασχόλησης. Στην τουριστική βιομηχανία παρατηρούνται ελλείψεις δεκάδων χιλιάδων σε ειδικότητες όπως σεφ, σερβιτόροι, καθαρίστριες και τεχνίτες (όπως οι μάστορες), με τη ζήτηση πλέον να επιχειρείται να καλυφθεί μέσω εισαγόμενων εργαζομένων από τρίτες χώρες, όπως και με την… «αξιοποίηση» των προσφύγων που βρίσκονται στη χώρα μας.
«Η Κρήτη ξέμεινε από μάγειρες…
Τα Ιωάννινα και το Ηράκλειο τα χωρίζουν όχι μόνο τα εκατοντάδες χιλιόμετρα και το κλίμα, αλλά και ο διαφορετικός τουρισμός – τόσο σε ποιοτικά όσο και σε ποσοτικά χαρακτηριστικά. Κι όμως, οι αλλαγές που επήλθαν τα τελευταία δύο χρόνια και στις δύο τοπικές οικονομίες είναι ενδεικτικές. Ρωτήσαμε δύο νέους που δουλεύουν πλέον τα καλοκαίρια τους στις δύο πόλεις ποιες μεταβολές έχουν παρατηρήσει τα τελευταία δύο χρόνια, όσα έχουν βιώσει και πώς αντιλαμβάνονται το μέλλον τους στον κλάδο ή μακριά από αυτόν.
Ο Γιώργος στα 28 του έχει ήδη κλείσει περισσότερα από 10 χρόνια στις κουζίνες εποχικών ξενοδοχείων της Κρήτης. Φέτος για πρώτη φορά δεν εργάζεται σεζόν, αλλά ως σερβιτόρος στο Ηράκλειο με ολόχρονη απασχόληση. «Πριν από την πανδημία, αν δούλευες όλο τον χρόνο στην εστίαση ήσουν χαμένος γιατί οι μισθοί ήταν πενιχροί σε σύγκριση με τα χρήματα που θα έβγαζες σεζόν. Πλέον αυτό έχει αλλάξει γιατί πολύς κόσμος άλλαξε επάγγελμα – πόσο να ζήσει ένας εργαζόμενος στην εστίαση με το επίδομα των 500 ευρώ κατά τη διάρκεια της καραντίνας; Ετσι, πολλοί εργοδότες προσπάθησαν να προσαρμοστούν και να δημιουργήσουν δέλεαρ για να παραμείνουν οι εργαζόμενοι και να μη φύγουν για σεζόν, ακόμη και προσφέροντας ένα γεύμα τη μέρα».
Η Κρήτη, που υπό άλλες συνθήκες απασχολούσε τα καλοκαίρια περίπου 150.000 ανθρώπους στους κλάδους του τουρισμού, του επισιτισμού και της εστίασης, κάλυπτε τις ανάγκες των ανοικτών θέσεων εργασίας με εργαζομένους που ζούσαν μόνιμα σε μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Πλέον οι εργοδότες και οι μεγάλες ξενοδοχειακές αλυσίδες πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη ώστε να προσελκύσουν εργαζόμενους στο νησί.
Οπως παρατηρεί ο Γιώργος, το πρόβλημα εύρεσης εργαζομένων εντοπίζεται κυρίως στους μάγειρες: «Φέτος αυτός ο κλάδος έχει εξαφανιστεί. Συναντώ πολλούς που είτε πλέον δουλεύουν ως ντελίβερι είτε απορροφήθηκαν με κάποιον τρόπο στο Δημόσιο με συμβάσεις». Υπάρχει όμως και άλλος λόγος: «Το επάγγελμα του μάγειρα δεν πληρωνόταν ποτέ καλά, παρά το γεγονός ότι ήταν απολύτως αναγκαίοι. Ενας μέσος μάγειρας έπαιρνε 1.000 ευρώ, ενώ σήμερα οι εργαζόμενοι ζητούν περισσότερα, και δικαίως, λόγω της ακρίβειας. Ετσι, σήμερα βάζουν εργαζόμενους να καλύπτουν τα κενά αυτά και να δουλεύουν διπλοβάρδιες, μαζί με φοιτητές και λαντζέρηδες που θα κάνουν παράλληλα τα παιδιά για όλες τις δουλειές».
Τα Γιάννενα, από την άλλη, βιώνουν από το περσινό καλοκαίρι τουριστική κίνηση ανάλογη παραθεριστικού νησιού των Κυκλάδων, κι έτσι δεν ήταν δύσκολο για τον Μιχάλη, κάτοικο εκεί, να ξεφύγει από την κόπωση της εποχικής εργασίας και να δουλέψει σε ένα νέο μπιστρό στο κέντρο της πόλης που φαίνεται να βρίσκει τη θέση της στον τουριστικό χάρτη της χώρας: «Από πέρσι το καλοκαίρι τα Γιάννενα κατακλύζονται από τουρίστες που προτιμούν να παραμείνουν στην ηπειρωτική χώρα παρά να πάνε διακοπές σε νησιά. Τα ζυγίζουν όλα πλέον, τις οικονομικές δυσκολίες, τα υψηλά ναύλα και τη δυσκολία στη μετακίνηση λόγω αύξησης της τιμής της βενζίνης».
Εργάζεται ως υπεύθυνος καταστήματος σε ένα από τα πολλά μαγαζιά που άνοιξαν τον τελευταίο χρόνο στην πόλη. Αυτό ήταν καταλυτικός παράγοντας για να απορροφηθεί το εργατικό δυναμικό της περιοχής που τα προηγούμενα χρόνια τραβούσε τον δρόμο για τα τουριστικά νησιά. «Οι τριαντάρηδες κουράστηκαν πλέον να φεύγουν σεζόν, σε ένα ασταθές περιβάλλον που μεταβάλλεται κάθε χρόνο με την υγειονομική και οικονομική κρίση, εσχάτως και την κρίση του πολέμου. Αναζητούσα να βρω τη βάση μου, να καταφέρω να εξελιχθώ σε αυτό που μου αρέσει. Δεν έχεις καμία προοπτική στη σεζόν. Φτάνεις σε ένα ταβάνι».
Οι χαμηλών απαιτήσεων «σεζονίστας» της κρίσης δεν είναι πια δεδομένοι
Τη μη έλευση εργαζομένων από τη Βόρεια Ελλάδα στα νησιά επιβεβαιώνει στην «Εφ.Συν.» και ο Παναγιώτης Εγγλέζος, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Ρόδου. Με τους περίπου 40.000 από σύνολο 52.000 εργαζομένων στο νησί των Ιπποτών να είναι εποχικοί, το φαινόμενο έχει, φυσικά, ευρύτερες προεκτάσεις. Η Ρόδος έρχεται πρώτη στις κρατήσεις διεθνών πρακτορείων, όμως καταγράφονται ελλείψεις εργατικού δυναμικού στον ξενοδοχειακό και τους υπόλοιπους τουριστικούς κλάδους. «Στον βωμό της πανδημίας και σε μία περίοδο μικρότερη από τη συνηθισμένη, αρκετές φορές η συλλογική σύμβαση στα ξενοδοχεία της Ρόδου, μία από τις καλύτερες στην Ελλάδα, δεν εφαρμόστηκε. Παρατηρήθηκαν 12ωρα και 13ωρα ωράρια, με σερβιτόρους να κάνουν την καμαριέρα και να μεταφέρονται σε όλα τα πόστα. Αρκετοί Ροδίτες έφυγαν από τον ξενοδοχειακό κλάδο, πηγαίνοντας για δουλειά ακόμα και στο εξωτερικό», μας περιγράφει ο κ. Εγγλέζος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, μια αιτία για το κύμα φυγής-παραίτησης ήταν η εκμετάλλευση των εργαζομένων που σημειώθηκε τα προηγούμενα χρόνια. «Κάποιοι δεν πρόσεξαν τον εργαζόμενο, τον θεώρησαν δεδομένο και γύρισε μπούμερανγκ. Αυτό το πληρώνουμε όλοι ως προορισμός και ως κοινωνία», σχολιάζει. Ως λύση προβάλλει η έλευση εργατικών χεριών από τρίτες χώρες, όμως το μείζον για τα τοπικά συνδικάτα είναι να αμείβονται βάσει των ίδιων συλλογικών συμβάσεων για να μη δημιουργηθεί ένας νέος διαχωρισμός των εργαζόμενων, που θα οδηγήσει σε μια «σύγχρονη δουλεία».
Ο Νίκος Παπαγεωργίου, μέλος της διοίκησης της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Επισιτισμό – Τουρισμό και της διοίκησης της ΓΣΕΕ, εκτιμά ότι δεν γίνεται όλες οι θέσεις να καλυφθούν από το ελληνικό δυναμικό των εργαζομένων στον τουρισμό, αφού τα επόμενα χρόνια αναμένεται τεράστια αύξηση στην τουριστική κίνηση.
Στην Αττική, βάσει των στοιχείων του κ. Παπαγεωργίου, εμφανίζεται μια εικόνα απομάκρυνσης κατά μέσον όρο από τον τουριστικό κλάδο σε ποσοστό που προσεγγίζει το 30%, με άλλους εποχικούς να δηλώνουν ιδιαίτερα προβληματισμένοι για τη μετάβαση σε νησιωτικές περιοχές εάν δεν καλυφθεί η διαμονή τους. Καθοριστικός είναι και ο ρόλος του επιδόματος του ΟΑΕΔ για τους εποχικούς εργαζόμενους, που παραμένει στη χρονική διάρκεια των 3 μηνών έναντι εξαμήνου.
Στα ξενοδοχεία, σημειώνει ακόμη, υπάρχει έλλειψη και στα ανώτερα στελέχη, όχι μόνο στη λάντζα ή την κουζίνα. Εμπειροι ξενοδοχοϋπάλληλοι προτιμούν να εργαστούν σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης ή στο Ντουμπάι. Ετσι, οι ξενοδόχοι βρίσκονται σε «σύγκρουση με τον εαυτό τους» και άνοιξαν τη συζήτηση να καλυφθούν κάποιες θέσεις από Ουκρανούς ή άλλους πρόσφυγες, καθώς η Ελλάδα δεν είναι πλέον ιδιαίτερα ελκυστική για οικονομικούς μετανάστες. Υπάρχει βέβαια και μια θετική πλευρά για τους εργαζόμενους, καθώς μέσω των συνδικάτων τούς παρέχεται μια σοβαρή δυνατότητα να διεκδικήσουν καλύτερους όρους αμοιβής και εργασίας, με την υπάρχουσα ΣΣΕ των ξενοδοχοϋπαλλήλων να λήγει στις 31 Δεκεμβρίου.
Δυσκολεύει η εξίσωση για τις επιχειρήσεις
Από πλευράς των εργοδοτικών φορέων, όπως η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων (ΠΟΞ), δεν έχουν συζητηθεί ακόμα μεταβολές στα εργασιακά και το μισθολογικό. Με τη φετινή σεζόν να αποτελεί στοίχημα, δεδομένης της έκρηξης στο ενεργειακό κόστος και των χρεών που δημιουργήθηκαν μέσα στην πανδημία, οι εκπρόσωποι του κλάδου ζητούν επιπλέον μέτρα στήριξης και κανονιστικό πλαίσιο στον ανταγωνισμό με το Αirbnb. Σοβαρά όμως εξετάζεται και η απασχόληση προσφύγων, με Ουκρανούς να εργάζονται ήδη σε κάποιες τουριστικές μονάδες.
Πηγές του ΣΕΤΕ μάς διευκρίνισαν ότι είναι ακόμα νωρίς για να υποδείξουν συγκεκριμένο αριθμό ελλείψεων σε εργαζόμενους στις τουριστικές επιχειρήσεις για τη φετινή σεζόν, παραπέμποντάς μας στη σχετική περσινή (2021) μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ). Οπως αναφέρεται στα συνοπτικά συμπεράσματα της μελέτης για το 2021, οι 53.249 ελλείψεις θέσεων που καταγράφηκαν στην αιχμή της σεζόν «είναι πολύ υψηλές και σημαντικές και η αντιμετώπισή τους αποτελεί πρώτης προτεραιότητας θέμα για τον ελληνικό τουρισμό προκειμένου να διατηρήσει το υψηλό επίπεδο εξυπηρέτησης και φιλοξενίας που αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά σημεία διαφοροποίησης που διαθέτει στον διεθνή ανταγωνισμό».