feminismos

Το ακτιβιστικό κίνημα #Me Too ξεκίνησε από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης στον 21ο αιώνα. Η βιαιοπραγία εις βάρος του άλλου ατόμου, συνήθως εναντίον του αδύναμου άνδρα και της έγχρωμης ανυποψίαστης γυναίκας, η κακοποίηση στο #Me Too έγινε δημόσια εικόνα, όταν οι κακοποιημένοι σύντροφοι ή οι έφηβοι και τα ανήλικα παιδιά απέκτησαν φωνή online. Το να ανοίξουνε τα στόματα ασφαλώς ήτανε ένα τεράστιο βήμα προς την ορθή πορεία –γνωρίζουμε όλοι τί συμβαίνει και παίρνουμε ως κοινωνία πια τις ανάλογες αποφάσεις προς τη νομική επίλυση. Η δημοσιοποίηση, όμως, των περιστατικών επωνύμως με άμεσο στόχο την αμετάκλητη τιμωρία των θυτών οδήγησε στην υπερέκθεση των θυμάτων και ενίοτε χωρίς αποτέλεσμα. Ωστόσο, αυτός ο κύκλος ανοίγει ζητήματα πατριαρχίας εκ νέου, κάθε φορά που η δημόσια εξομολόγηση ενέχει έμμεσα μια καινούρια κακοποίηση και μάλλον περισσότερη επώδυνη.

Τα τέσσερα κύματα του φεμινιστικού κινήματος

Έναν αιώνα πριν, στις αρχές του 20ου αιώνα, οι Βρετανίδες Σουφραζέτες με έντονη ακτιβιστική δράση έμπαιναν συχνά στη φυλακή. Οι αστές, αλλά και οι εργάτριες, για αρκετές δεκαετίες μαζί διεκδικούσαν το δικαίωμα στην ίση πολιτική συμμετοχή. Η πολιτική ατζέντα άνοιγε ταυτόχρονα την κοινωνική ισότητα γιατί τώρα το γυναικείο φύλο θα συναποφάσιζε το νομικό πλαίσιο για την εκπαίδευση και κυρίως για την εργασία (πρώτο κύμα). Οι άνδρες τότε δεν ήταν όλοι θετικοί, μάλλον το αντίθετο, και γι’ αυτό το δεύτερο κύμα εστίασε στις έμφυλες σχέσεις. Σε διαπροσωπικό επίπεδο, η σεξουαλική επανάσταση με τη δεκαετία του 1950 και την ορμονική αντισύλληψη (1954, Gregory Pincus) κορυφώνεται απόλυτα τις επόμενες δεκαετίες του 1960 και 1970. Ο έλεγχος της γονιμότητας αποτελεί πλέον προσωπική απόφαση. Η απελευθέρωση επομένως είναι δισυπόστατη και από τη μία πλευρά αφορά στη διατομική ελευθερία των ανθρώπων, ενώ από την άλλη πλευρά στην αποποινικοποίηση της έκτρωσης (δεύτερο κύμα).

Η αύξηση όμως της εγκληματικότητας και της έμφυλης βίας οδήγησε το φεμινιστικό κίνημα σε νέες διεκδικήσεις. Από τη δεκαετία του 1980 και κυρίως το 1990 και εξής, τα καινοφανή αιτήματα αφορούν εκ νέου την ασφάλεια στην εργασία, την ισότητα των αμοιβών, την αντιμετώπιση με αποτέλεσμα στην ενδοοικογενειακή βία και το ίδιο το δικαίωμα στην ευτυχισμένη ζωή (τρίτο κύμα). Ο εκφασισμός των μοντέρνων κοινωνιών αναδεικνύει πως η σεξουαλική παρενόχληση στο σχολείο, κυρίως στο πανεπιστήμιο και φυσικά στην εργασία γιγαντώνεται με άπειρες προεκτάσεις σαφώς οικονομικές και δευτερευόντως κοινωνικές συνέπειες.

Η ανδρική κυριαρχία βγαίνει ενισχυμένη επειδή ο αριθμός των γυναικοκτονιών μεγεθύνει το χάσμα της βίας κι ενίοτε ανασύρει εικόνες τραγικών περιστατικών στη βάση του φύλου. Η έμφυλη βία, εκτός των γυναικών, αφορά και σε άνδρες, είτε ετεροφυλόφιλους είτε ομοφυλόφιλους. Οι ταυτίσεις που πια διαφοροποιούν το κοινωνικό φύλο (gender) ενίοτε εκτρέπουν τους παραδοσιακούς ρόλους του βιολογικού φύλου (sex) σε επιλογές ελεύθερης βούλησης –αναδύεται τότε η queer θεωρία και μέσα από τις πολλαπλές ταυτότητες ακολουθεί η ανάπτυξη της κοινότητας LGBTQIA+. Η διεπιστημονική έρευνα για τα φύλα άρχισε από τα πανεπιστήμια, όταν ο 21ος αιώνας έφερε τις ακαδημαϊκές σπουδές φύλου στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση, μέσα στις σχολές ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών.

Ανάλογα προγράμματα εντάχθηκαν στο έργο «Ευαισθητοποίηση Εκπαιδευτικών και Παρεμβατικά Προγράμματα για την Προώθηση της Ισότητας των Φύλων»  και «Προγράμματα Υποστήριξης των Γυναικών στις Προπτυχιακές και Μεταπτυχιακές Σπουδές. Προγράμματα Σπουδών και Ερευνητικά Προγράμματα για τις Γυναίκες» του Επιχειρησιακού Προγράμματος Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΕΠΕΑΚΕΚ ΙΙ, 2000-2006). Το ευρωπαϊκό έργο υλοποίησε το Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας και σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Το τέλος του τρίτου κύματος του φεμινισμού παγκοσμίως ήταν η γενική προσπάθεια καλοπροαίρετης «εκμετάλλευσης» της εκπαιδευτικής κοινότητας για την προώθηση της έμφυλης ισότητας στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση.

Εκ παραλλήλου, η ανάγκη για επαγγελματική εφαρμογή της ακαδημαϊκής γνώσης έφερε πολλές Μη-Κυβερνητικές Οργανώσεις ενώπιον του φεμινιστικού κινήματος, δραστικά ως προστασία για τις κακοποιημένες γυναίκες και σε καμία περίπτωση αρχικά ως ακτιβισμός. Οι Μη-Κυβερνητικές Οργανώσεις άγγιξαν την έμφυλη βία ως ένα άκαυτο θέμα, με άφθονο κοινωνικό χώρο για εργασία, χωρίς προηγούμενη ακτιβιστική και παρεμβατική δράση. Η φεμινιστική έρευνα όμως δεν ήταν επόμενο να μείνει στάσιμη στην εφαρμογή ή στην ακαδημαϊκή διδασκαλία. Η ακτιβιστική δράση με τη δημοσιοποίηση της έμφυλης βίας στο Twitter από την Tarana Burke έφερε από το 2006, μέσω των social media και του ελεύθερου διαδικτύου, το νέο παγκόσμιο φεμινιστικό κίνημα #Me Too (τέταρτο κύμα). Προσωπικά, ποτέ δεν έμαθα, ποια ποινή αρμόζει σε όποιον ασκεί οποιαδήποτε μορφή βίαιης ενέργειας είτε σε σωματικό, είτε σε λεκτικό επίπεδο. Παρά ταύτα οφείλω να αναγνωρίσω τη γενναιότητα στη δημόσια αποκάλυψη για την ενημέρωση των πολιτών.

Η υπερέκθεση στο τέταρτο κύμα

Το να μιλήσει ένας επιζήσας ή μία επιζήσασα ανοιχτά για την κακοποίηση έγινε το μεταφεμινιστικό διακύβευμα μετά τη νέα χιλιετηρίδα αντιδρώντας στην αποσιώπηση των προηγούμενων δεκαετιών. Μιλάω, άρα απελευθερώνομαι. Μπορεί η ανοιχτή συζήτηση για θέματα βίαιης παρενόχλησης και σεξουαλικής κακοποίησης να έγινε σε πλαίσιο πέρα των κλειστών ορίων, αλλά δυστυχώς πήρε μία κυκλική τροπή. Η μιντιακή καταγγελία γίνεται μία φορά, όμως, η αναπαραγωγή της από όλα τα άλλα ΜΜΕ σε ημερήσια διάταξη ανακυκλώνει σθεναρά το συναισθηματικό και ψυχολογικό βάρος των ανθρώπων, χωρίς πάντα την έγκαιρη τιμωρία των θυτών (κωλυσιεργία κυρίως λόγω παραγραφής ή έλλειψης στοιχείων ή πολλαπλών αναβολών). Στόχος της δημόσιας αναφοράς δεν είναι η επαγγελματοποίηση του δημόσιου λόγου, πολύ λιγότερο η παραστασιακή επιτέλεση του πόνου, όπως επισημαίνει η ακτιβίστρια Tarana Burke, αλλά η κοινωνική επανένταξη μέσα από την αστείρευτη υποστήριξη.

Ξεκινώντας το ελληνικό #Me Too τον περασμένο χρόνο θυμόμαστε ότι άρχισε από παραδοσιακά μέσα κι έπειτα πέρασε στην εναλλακτική ενημέρωση. Τον Ιανουάριο 2021, η έμφυλη βία έγινε μία τηλεοπτική αποκάλυψη σε μεγάλα κανάλια. Η συζήτηση άνοιξε, αλλά μερικά περιστατικά ποτέ δεν πήγαν στη δικαιοσύνη (ίσως γιατί δεν αποδεικνύονται όλα χωρίς κάμερες ή έγγραφες μαρτυρίες), αντιθέτως τώρα ήρθε η ανταπάντηση με καθυστέρηση. Ο πιο σίγουρος δίαυλος είναι το διαδίκτυο. Επειδή στη χώρα δεν λειτουργούν οι θεσμοί, αλλά τα μεμονωμένα άτομα όπως επισημαίνει η κ. Σοφία Ιορδανίδου σε άρθρο της, με τίτλο «Η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και ο ακτιβισμός» στη Δημοσιογραφία, οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται ούτε τις κρατικές δομές, ούτε τα παραδοσιακά ΜΜΕ –γι’ αυτό, αρκετοί καταφεύγουν σε εναλλακτικές λύσεις με ευκολία. Στον καταγγελτικό ακτιβισμό της ενημέρωσης, εκεί όπου η εμπιστοσύνη έχει κατακτηθεί, η πεποίθηση αυτή έχει καταστεί μια πάγια αλήθεια. Ωστόσο, η ίδια δημοσιότητα, χωρίς κρατική δικλείδα για μελλοντική αξιοποίηση, εντέλει οδηγεί σε μία παγίδευση του θύματος στην έκθεση δημόσια.

Ένα σημαντικό ερώτημα είναι ποιος επιλέγει το μιντιακό πλαίσιο για να μιλήσει, ενώ το δεύτερο ερώτημα είναι αναμφίβολα η στιγμή που επιλέγουμε. Όταν το ζήτημα είναι πρόσφατο εκείνο που φαίνεται να προηγείται δεν είναι το συστημικό μέσο, αλλά ένα social medium ή το διαδίκτυο. Το πατερναλιστικό μοντέλο της womansprotection που αναδύεται μέσα από την κουλτούρα της βίας δεν είναι καινούριο (rape culture). Αυτή η υπερέκθεση της γυναικείας προστασίας με το #Me Too αναπαράγει την αέναη βία στη δημόσια ζωή, γιατί αποδυναμώνει το γυναικείο δημόσιο λόγο στην ηλεκτρονική εποχή, και κυρίως καθυστερεί την επούλωση του τραύματος. Η έγκαιρη εμπλοκή της δικαιοσύνης ωστόσο θα πρέπει να είναι απολύτως το ζητούμενο και όχι το δημοσίως λεγόμενο ως αυτοσκοπός. Εάν η δημοσιότητα λειτουργεί ως μοχλός πίεσης, όντως τότε οφείλουμε να αναλογιστούμε, τί δεν κάνουμε σωστά ως κράτος. Κάθε πρόσωπο σε υπερέκθεση και ευρισκόμενο μάλιστα σε δύσκολη θέση χρειάζεται ποικιλόμορφη υποστήριξη –όχι απλώς προστασία.

Πράγματι θέλω να με προστατεύεις, αλλά από ποιον, μήπως από εσένα τον ίδιο;

 

Δημιουργός του άρθρου:

georgia tsatsani ιστορικός ιστορία φιλόλογος

Η Γεωργία Τσατσάνη είναι φιλόλογος - συγκριτολόγος

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

2 + nineteen =