limerence

Όσο τετριμμένο κι αν ακούγεται, η αγάπη, καθώς και η άσβεστη επιθυμία να αγαπηθούμε και ν’ αγαπήσουμε, είναι οι κινητήριες δυνάμεις του κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης.

Τι συμβαίνει όμως όταν η υγιής αυτή επιθυμία επικεντρώνεται σ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο εξιδανικεύουμε με τέτοιο τρόπο, έτσι που η αρχική ενόρμηση να συνδεθούμε μαζί του καταλήγει να γίνει βασανιστική εμμονή; Τι συμβαίνει όταν η ανάγκη για αγάπη και αποδοχή καταντά να γίνει μια ανυπόφορη, ακόρεστη δίψα; Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν βιώσει την αγάπη, ή έχουν ερωτευτεί, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους. Τα όρια, η ένταση, αλλά και η όλη αίσθηση της αποκαλυπτικής αυτής εμπειρίας, ποικίλλουν από άτομο σε άτομο κι από ζευγάρι σε ζευγάρι, καθώς επίσης και ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε ερωτευμένος συνδέεται με το αντικείμενο του έρωτά του, διαφέρει. Υπάρχουν πολλές μορφές αγάπης και έρωτα, ως επί το πλείστον ωφέλιμες και θετικές. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις καθώς προείπαμε, διαπιστώνουμε ότι εκείνο που ξεκίνησε ως πηγαίος έρωτας ή έντονη έλξη, μπορεί να οδηγήσει σε ένας είδος καταστροφικής εμμονής. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται limerence, όρος που εισήγαγε για πρώτη φορά η ψυχολόγος Dorothy Tennov στο βιβλίο της «Love and Limerence», που κυκλοφόρησε το 1979. (Δυστυχώς το ευρύ αυτό πεδίο παραμένει σχεδόν άγνωστο στην ελληνική βιβλιογραφία και αρθρογραφία).

Φυσικά, η ρήση του πατέρα της ψυχανάλυσης, Ζίγκμουντ Φρόυντ, ότι σε κάθε κορυφή που κατέκτησε είχε βρεθεί πριν από εκείνον ένας ποιητής, βρίσκει την ισχύ της κι εδώ, αφού η ποίηση, η λογοτεχνία, το σινεμά, η μουσική, βρίθουν από πλείστες τέτοιες λεπτομερείς καταγραφές, ανεπίδοτου ρομαντικού έρωτα, πολλά χρόνια προτού η ιδιότυπη αυτή ψυχική κατάσταση μελετηθεί, περιγραφεί και οριστεί από την Tennov.

Στο εμβληματικό μυθιστόρημα του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, «Ο μεγάλος Γκάντσμπυ» επί παραδείγματι (εμπνευσμένο από την προσωπική ιστορία του συγγραφέα με την Ζέλντα), παρακολουθούμε όλη την πορεία και την εναγώνια προσπάθεια του ήρωα, προκειμένου να κερδίσει την αγάπη και την αποδοχή της γυναίκας που έχει απορρίψει τα φλογερά νεανικά του αισθήματα. Η ερωτική εμμονή του ήρωα με την εν λόγω γυναίκα και η συνακόλουθη αίσθηση κενού και μηδαμινότητας που τον κατατρύχουν, τον σπρώχνουν σ’ ένα μάταιο κυνήγι χρήματος και εξουσίας, καθώς, μέσ’ στο μυαλό του, ο λόγος που η αγαπημένη του τον αρνείται, έγκειται στη χαμηλή κοινωνική του θέση. Και παρότι τελικά ο στόχος επιτυγχάνεται και ο Γκάτσμπυ γίνεται ένας μεγιστάνας του πλούτου, ο έρωτάς του παραμένει εντέλει ανεκπλήρωτος μια για πάντα και η κοινωνική καταξίωση γιγαντώνει την προαναφερθείσα αίσθηση μοναξιάς και κενού.

Άλλα γνωστά έργα, λογοτεχνικά και μη, που περιγράφουν εύγλωττα την παράφορη κατάσταση του limerence, είναι το Τούνελ του Ερνέστο Σάμπατο, τα Μαύρα φεγγάρια του Έρωτα του Πασκάλ Μπρυκνέρ, το μυθιστόρημα On love του Σταντάλ, τα πάθη του νεαρού Βέρθερου του Γκαίτε, τα αποσπάσματα ερωτικού λόγου του Ρολάν Μπαρτ, ο αδιάφορος του Μαρσέλ Προυστ, η Ποιμενική συμφωνία του Αντρε Ζιντ, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα του Σαίξπηρ, το Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του Μπονιουέλ, ο Παν του Κνουτ Χάμσουν, η Μήδεια του Ευριπίδη και τα λοιπά και τα λοιπά…

Όσον αφορά την ποίηση και τη μουσική, τις κατεξοχήν συναισθηματικές τέχνες, η περιγραφή του αβάσταχτου αυτού συναισθήματος απαντά ακόμα συχνότερα, για να μην πούμε ότι πιθανόν και ν’ αποτελεί τον κανόνα! Αν μπαίναμε απλώς και μόνο στη διαδικασία να αναφέρουμε ενδεικτιά τα καλλιτεχνικά έργα που περιγράφουν ή εμπνεύστηκαν από συναφείς καταστάσεις, θα γεμίζαμε ολόκληρους τόμους : η θεία κωμωδία του Δάντη εμπνεύστηκε από τον έρωτά του ποιητή για τη νεκρή Βεατρίκη, ενώ μία από τις πιο γνωστές συνθέσεις του Μπετόβεν, το Fur Elise, πυροδοτήθηκε από τον μονόπλευρο έρωτα του μουσουργού για τη συγκεκριμένη γυναίκα.

Η Tennov στο βιβλίο της, υπογραμμίζει μάλιστα αυτή την «ποιητική» διάσταση της limerence και τη συσχετίζει με τη δημιουργικότητα. Εξ αιτίας λοιπόν αυτής της ποιητικής, μυθολογικής διάστασης του θέματος, για πολλούς ανθρώπους που δεν έτυχε ποτέ να βιώσουν τον έρωτα στη σπαρακτική αυτή εκδοχή του, όλα όσα προηγήθηκαν αλλά και τα όσα έπονται, μπορεί και ν’ ακουστούν σαν παραμύθια της Χαλιμάς και να προκαλέσουν ακόμα και θυμηδίες, εν τούτοις όμως, όποιος βρέθηκε έστω και μία φορά στη ζωή του αντιμέτωπος με αυτή την οριακή κατάσταση, θα αναγνωρίσει αμέσως τον εαυτό και τα συναισθήματά του σ’ αυτές τις αράδες και πιθανολογώ πως η ανάγνωση θα τον αφήσει με ένα αίσθημα εκλογικευμένης ανακούφισης.

Θα πρέπει εδώ να διευκρινιστεί ότι η κατάσταση της limerence, δεν σχετίζεται κατ’ ανάγκη με τον ανεκπλήρωτο, ή με τον μονόπλευρο έρωτα· μπορεί να υπάρξει ακόμα και σε σχέσεις αμοιβαιότητας, ιδίως στο ξεκίνημα της ερωτικής σχέσης, όπου τα πράγματα είναι ακόμη ρευστά και δεν έχουν οριστικοποιηθεί. Οι ειδικοί μάλιστα διατείνονται ότι η limerence αποτελεί ένα αναπόφευκτο πρώτο στάδιο του έρωτα, το οποίο σε φυσιολογικές περιπτώσεις μπορεί να να διαρκέσει από έξι μήνες μέχρι και ένα -δυο χρόνια, περίοδος που χαρακτηρίζεται από έντονο πάθος και τάση προσκόλλησης, συναισθήματα αβεβαιότητας, άγχους, αμφιθυμίας, κτητικότητας και φόβου απόρριψης.

Αν τώρα το εν λόγω διάστημα παραταθεί πέρα από ένα εύλογο χρονικό όριο, τότε οδηγούμαστε σε σχέση συνεξάρτησης, ήτις μπορεί να επιφέρει ολέθρια αποτελέσματα στην ψυχική και τη σωματική υγεία των εμπλεκομένων! Είναι επίσης σύνηθες για ορισμένους ανθρώπους (και αυτό για αιτίες που ενδεχομένως σχετίζονται με ανεπούλωτα ψυχικά τραύματα από προηγούμενες σχέσεις, αίσθημα χαμηλής αυτοεκτίμησης, ή νευρώσεις και διαταραχές της προσωπικότητας), να μην ξεπερνάνε ποτέ αυτό το πρώτο στάδιο του έρωτα, με αποτέλεσμα να εισέρχονται σ’ έναν επώδυνα μακροχρόνιο φαύλο κύκλο, όπου η μία βραχύβια σχέση να διαδέχεται την άλλη, χωρίς να περνάνε ποτέ στο στάδιο της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και οικειότητας, που επιτρέπει να συνδεθείς σε βάθος και να αναπτυχθείς μαζί με τον άλλο πάνω σε σταθερές βάσεις, ενώ ο ψυχολόγος Albert Wakin, θεωρεί ότι η ανωτέρω κατάσταση ταλαιπωρεί ως επί το πλείστον άτομα που πάσχουν από εθισμό και διαταραχές του ιδεοψυχαναγκαστικού φάσματος (OCD και ROCD).

Αυτό που συμβαίνει τώρα οργανικά, όταν το άτομο τελεί σε κατάσταση limerence, είναι ότι ο εγκέφαλος παράγει χαμηλές ποσότητες σεροτονίνης (νευροδιαβιβαστής που σχετίζεται με την κατάθλιψη και την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή), ενώ συγχρόνως εκκρίνει μεγάλες ποσότητες κορτιζόλης (η κατεξοχήν ορμόνη του στρες), γι’ αυτό και τα «συμπτώματα» της limerence προσιδιάζουν μ’ εκείνα της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής (OCD). Όταν λοιπόν η φάση της limerence παρατείνεται πέρα από ένα φυσιολογικό χρονικό όριο, το άτομο που τη βιώνει ενδέχεται να εμφανίσει κλινική κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις και όταν υπάρχει σχετικό υπόβαθρο, μπορεί να οδηγηθεί ακόμη και σε ψυχωσικό επεισόδιο (αυτό που ο λαός λέει «τρελάθηκε από έρωτα»)!

Επιπλέον, η υπερέκκριση κορτιζόλης, ορμόνης που συντίθεται στη φλοιώδη μοίρα των επινεφριδίων, μπορεί να προκαλέσει μόνιμη βλάβη στα επινεφρίδια, με επακόλουθο το άτομο να αποκτήσει σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, ή ακόμα και σοβαρά αυτοάνοσα νοσήματα! Ας δούμε όμως τη συμπτωματολογία της limerence.

– Σωματικά συμπτώματα όπως : ταχυκαρδία και αρρυθμία, τρόμος, μυδρίαση, εφίδρωση, έξαψη, διαταραχές στην όρεξη και τον ύπνο, τραύλισμα, ανάδευση, αίσθημα ιλίγγου και λιποθυμικές τάσεις, υπερβολική μυική ένταση, φόβος ότι πρόκειται να τρελαθείς ή πως σου έχουν κάνει μάγια, μουδιάσματα στο σώμα.

– Επαναλαμβανόμενα όνειρα με πρωταγωνιστή το πρόσωπο που μας ενδιαφέρει.

– Έντονος φόβος απόρριψης (το ενδεχόμενο αυτό φαντάζει συνήθως σα να πρόκειται για το τέλος του κόσμου).

– Συστολή στην παρουσία του αγαπημένου προσώπου.

– Ακράδαντη πεποίθηση ότι το πρόσωπο του ενδιαφέροντός μας είναι εκείνο που μας ταιριάζει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο και πως σε περίπτωση απώλειας δεν θα ξαναερωτευτούμε ποτέ.

– Υπερβολική εξιδανίκευση, σε βαθμό που να μην επιτρέπει στον πάσχοντα να αναγνωρίσει καταφανή αρνητικά στοιχεία στον χαρακτήρα του άλλου.

– Ακούσιες αρνητικές σκέψεις σε σχέση με το αγαπημένο πρόσωπο (φόβος ότι μας απατά ή μας κοροϊδεύει, πως πρόκειται να του συμβεί κάτι κακό κ.ο.κ.) ακόμα και όταν δεν υπάρχει το παραμικρό έρεισμα για κάτι τέτοιο.

– Παράλογος φόβος απώλειας.

– Αδικαιολόγητη ζήλεια.

– Κυκλοθυμία και ακραίες εναλλαγές της διάθεσης άνευ σοβαρού ερεθίσματος (π.χ. συναισθήματα υπέρμετρης ευφορίας επειδή δεχτήκαμε ένα απρόσμενο τηλεφώνημα και ύστερα από λίγο απροσμέτρητη απελπισία επειδή το έτερο πρόσωπο άργησε λίγες ώρες να απαντήσει σε κάποιο μήνυμα).

– Ακατανίκητη επιθυμία να φαντάζεσαι και να περνάς το μεγαλύτερο κομμάτι της ημέρας σου με το άλλο πρόσωπο, να βρίσκεσαι μαζί του σε διαρκή επικοινωνία ακόμα κι όταν στερείσαι της φυσικής του παρουσίας (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, αλληλογραφία, αδιάκοπη ανταλλαγή μηνυμάτων στα σόσιαλ μίντια, αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα κ.τ.λ.).

– Η οποιουδήποτε είδους αναμονή φαντάζει σαν κόλαση. (Π.χ. όταν περιμένεις ένα τηλεφώνημα, ή όταν το άλλο πρόσωπο καθυστερήσει σ’ ένα ραντεβού) Ανάλωση του μεγαλύτερου ποσοστού της ενέργειας και του χρόνου σου στη σκέψη και την έγνοια του άλλου, τόσο ώστε να δυσκολεύεσαι να αντεπεξέλθεις στις καθημερινές σου ασχολίες και να αμελείς άλλες υποχρεώσεις, δραστηριότητες, ή ανησυχίες.

– Προοδευτική περιστολή της κοινωνικής ζωής και τάσεις απομόνωσης, καθώς η σκέψη επικεντρώνεται ολοένα και περισσότερο στο αντικείμενο της εμμονής.

– Δυσκολία συγκέντρωσης που επηρεάζει άμεσα την εργασία και τις ακαδημαϊκές επιδόσεις, με επακόλουθο τη μείωση της παραγωγικότητας.

– Ελεγκτικές, αρπακτικές και περιοριστικές συμπεριφορές απέναντι στο αντικείμενο, ή ακόμη και παρενόχληση επώδυνα τεχνάσματα προκειμένου να βεβαιωθείς για το ενδιαφέρον του προσώπου με το οποίο έχεις την εμμονή, θέτοντας έτσι σε δεύτερη μοίρα τα συναισθήματα, την προσωπική ελευθερία και την ιδιωτικότητα του εν λόγω προσώπου.

– Αγιοποίηση προσωπικών αντικειμένων του άλλου και αισθήματα παράφορης λατρείας. vΤάση να ψάχνουμε και ν’ αναγνωρίζουμε το αγαπημένο πρόσωπο παντού. (Π.χ. η θέαση ενός αγνώστου που φοράει παρόμοια ρούχα, μπορεί να εγείρει συναισθήματα ευφορίας ή ταραχής, αναλόγως).

– Τάση να ανακαλύπτουμε διαρκώς συμπτώσεις που πιστοποιούν ότι η έλξη ή ο δεσμός μας με τον άλλο είναι κάτι μοιραίο κι ανεπανάληπτο.

– Αποφυγή της ανάληψης μιας οριστικής δέσμευσης απέναντι στον άλλο, καθώς και των ευθυνών που αυτή συνεπάγεται.

– Καταφυγή σε αλκοόλ, ναρκωτικά, ή ακόμη και σε περιστασιακό σεξ με άλλα πρόσωπα, ή απεγνωσμένη προσπάθεια να βρεις ένα νέο αντικείμενο που θα σου γεννά ανάλογα συναισθήματα, ούτως ώστε να το αντικαταστήσεις με το προηγούμενο.

– Σταδιακή απώλεια της αίσθησης του εαυτού -ταύτιση- καθρέφτισμα των συμπεριφορών σου στις συμπεριφορές του άλλου, ή προσπάθεια ν’ αλλάξεις, προκειμένου να μοιάζεις μ’ εκείνο που πιστεύεις ότι θα του άρεσε να είσαι.

Αν εμφανίζετε αρκετά από τα άνωθι συμπτώματα και σε μεγάλη ένταση, τότε θα ήταν καλό να συμβουλευτείτε άμεσα κάποιον ειδικό. Τέτοιου είδους καταστάσεις, αν ξεπεράσουν κάποιο όριο και δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως, μπορεί να προκαλέσουν, όπως αναφέρθηκε ήδη, σωρεία σοβαρών προβλημάτων, τόσο στο άτομο που πάσχει, όσο και στο αντικείμενο της επιθυμίας του.

Άλλοι τρόποι αντιμετώπισης, είναι η επαρκής γνώση του θέματος και η συνακόλουθη εκλογίκευση, η σταδιακή απομυθοποίηση του αντικειμένου μέσω της συνειδητοποίησης των ελαττωμάτων του, η ανάλυση της συμπεριφοράς (π.χ. τι ήταν εκείνο που ώθησε τον πάσχοντα να αισθανθεί τόσο έντονη ανάγκη για ανταπόκριση) και ξεκάθαρη έκφραση των συναισθημάτων στο άλλο πρόσωπο, εφόσον φυσικά αυτό δεν γίνεται κατόπιν καταναγκασμού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα δυσβάσταχτα αυτά συναισθήματα, εντείνονται μέσα από τις πάσης φύσεως αντιξοότητες. Εμπόδια όπως : χιλιομετρική απόσταση, ταξικές και οικονομικές διαφορές, έντονες διαφοροποιήσεις στην κουλτούρα και τον τρόπο ζωής, ο ένας εκ των δύο ή και οι δύο να είναι συγχρόνως δεσμευμένοι με άλλα πρόσωπα κ.ο.κ., κάνουν το όλο πράγμα ακόμη πιο επώδυνο και αδιέξοδο. Επίσης, στην εποχή του διαδικτύου και του facebook, δεν είναι διόλου απίθανο ορισμένα άτομα να βιώσουν μια limerence εμπειρεία, χωρίς καν να έχει υπάρξει δια ζώσης επαφή με το άλλο πρόσωπο, αλλά μόνο μέσω ανταλλαγής μηνυμάτων και φωτογραφιών.

Κάτι που χρειάζεται ακόμα να ειπωθεί, είναι ότι η limerence, δεν πλήττει μόνο ανθρώπους μοναχικούς, που δυσκολεύονται στην εξεύρεση ερωτικού παρτενέρ. Είναι πολύ συνηθισμένο να χτυπά και άτομα επιτυχημένα, με ανεπτυγμένες κοινωνικές δεξιότητες και γοητεία, που όμως αισθάνονται ότι δεν μπορούν να επικοινωνήσουν και να μοιραστούν ουσιαστικά πράγματα με τους ανθρώπους που τους περιβάλλουν και θέλγονται από αυτά.

Ωστόσο, κλείνοντας, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η σαγήνη και η μαγεία, το φαντασιακό και η ονειρική διάσταση, η αβεβαιότητα και το παιχνίδι της αποπλάνησης, οι «πεταλούδες στο στομάχι» κι η υπερβολική προσήλωση στο πρόσωπο με το οποίο είμαστε ερωτευμένοι, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ερωτικής εμπειρίας· η παθολογία ξεκινά όταν η μαγεία αρχίζει να μοιάζει με κακό βουντού, όταν το όνειρο εκτρέπεται σε εφιάλτη κι η φυσική επιθυμία μετατρέπεται σε αβάσταχτη εμμονή.

Του Νίκου Μ. Δημητρόπουλου

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

5 × 3 =