Ο Λευκάδιος Χερν (Patricio Lafcadio Tessima Carlos Hearn ή Koizumi Yakumo) είναι ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας. Γιος του Ιρλανδού Κάρολου Χερν και της Κυθήριας Ρόζας Κασιμάτη. Ο πατέρας του, στρατιωτικός ιατρός – χειρουργός, γνώρισε τη μητέρα του στα Κύθηρα όταν υπηρετούσε εκεί με το 76ο σύνταγμα πεζικού των Βρετανών που είχε σταλεί στο νησί για τη φρούρησή του. Η Ρόζα Αντωνίου Κασιμάτη ήταν μία πολύ όμορφη γυναίκα από οικογένεια ευγενών. Μετά από μία θυελλώδη σχέση παντρεύτηκαν στη Λευκάδα το Νοέμβρη του 1849. Ο Λευκάδιος – Πατρίκιος γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 27 Ιουνίου του 1850, όταν ο Κάρολος ήταν 30 και η Ρόζα 26 ετών. Η οικογένεια είχε τρία παιδιά, το πρώτο που λεγόταν Γεώργιος – Ρομπέρτο, πέθανε σε ηλικία δύο ετών, το 1850 λίγο μετά τη γέννηση του Λευκάδιου. Μετά τη γέννηση του Λευκάδιου ο πατέρας του μετατέθηκε στις Δυτικές Ινδίες. Η Ρόζα παρέμεινε στη Λευκάδα και περίμενε την επιστροφή του. Ύστερα από καιρό με επιστολή του, ο Κάρολος ζήτησε από τη Ρόζα να πάρει τα παιδιά, τον Λευκάδιο και τον Τζέημς – Ντάνιελ, να μεταβεί στο Δουβλίνο και να ζήσουν εκεί με τη μητέρα του. Έτσι την 1η Αυγούστου του 1852 ο μικρός Λευκάδιος ήταν δύο ετών και βρισκόταν στο Δουβλίνο. Η Καταπίεση της μητέρας του Καρόλου προς τη Ρόζα και η μακρά απουσία του ιδίου από το σπίτι ανάγκασαν τη Ρόζα να χωρίσει και να προσφύγει στα δικαστήρια. Μετά την έκδοση διαζυγίου η κηδεμονία δόθηκε στον πατέρα. Η Ρόζα το 1856 επέστρεψε στα Κύθηρα, αφήνοντας τα παιδιά της στο Δουβλίνο. Αργότερα παντρεύτηκε τον Κυθήριο Ιωάννη Καββαλίνη, ακτοπλοϊκό πράκτορα με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά (άλλη πηγή αναφέρει έξι παιδιά), τον Άγγελο, την Ζίζα και την Αικατερίνη. Ο Κάρολος παντρεύτηκε το 1857 την Alicia Goslin Crawford και την πήρε μαζί με τα παιδιά της στις δυτικές Ινδίες. Ο Λευκάδιος και ο Τζέημς μεγάλωσαν με την πουριτανή καθολική θεία Μπριάν σε αυταρχικό και σκληρό περιβάλλον. Αργότερα ο Λευκάδιος μπήκε στο καθολικό κολλέγιο του Ushaw, τον έβαλε η θεία του εσώκλειστο, μάλλον για να σωφρονιστεί. Εκεί, από επιπόλαια παιχνίδια με συμμαθητή του, έχασε το αριστερό του μάτι.
Ο Λευκάδιος δεν ξεπέρασε ποτέ τον αποχωρισμό του από τη μάνα του. Τη μνημόνευε και την αναπολούσε, την λαχταρούσε σε όλη του τη ζωή. Η μητέρα του μη μπορώντας να ξεπεράσει ποτέ τον αποχωρισμό των δύο τέκνων της από τον πρώτο της γάμο κατέληξε ψυχοπαθής. Είχε κάνει ένα ταξίδι στο Δουβλίνο για να βρει τα δύο της παιδιά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η ζωή της τελείωσε στα 59 της χρόνια στο Φρενοκομείο της Κέρκυρας μετά από 10 χρόνια παραμονής σε αυτό.
Αμερική
Στα δεκαεννέα του χρόνια ο Λευκάδιος μετανάστευσε στις Η.Π.Α και έζησε για ένα διάστημα σε μεγάλη φτώχεια. Στο Σινσινάτι του Οχάιο γνώρισε τον Χένρι Γουώτκιν (Henry Watkin) εκδότη και σοσιαλιστή που τον βοήθησε να δουλέψει σε μία εφημερίδα. Με επιμονή και εργατικότητα ο Λευκάδιος έφτασε να εργάζεται σε υψηλόβαθμες θέσεις της δημοσιογραφίας και κατάφερε να εργαστεί για την εφημερίδα “Cincinnati Daily Enquirer”. Διακρίθηκε στη δημοσιογραφία της εγκληματολογίας. Η Εθνική Βιβλιοθήκη των Ηνωμένων Πολιτειών επέλεξε ένα από τα συγγράμματά του με τίτλο ο «Απαγχονισμένος» στην ειδική έκδοση των 200 χρόνων Αμερικάνικου Εγκλήματος που δημοσιεύτηκε το 2008. Το 1877 πήγε στη Νέα Ορλεάνη για να μείνει κοντά δέκα χρόνια. Εκεί συνέχισε να γράφει και να εκδίδει και κυρίως να ασχολείται με τη γαστρονομία της Νέα Ορλεάνης για την οποία λέγεται ότι σήμερα είναι διάσημη εξαιτίας του. Το 1887 έφυγε στις Δυτικές Ινδίες ως ανταποκριτής. Έμεινε στο νησί της γαλλικής Μαρτινίκας για δύο χρόνια και έκδωσε κι άλλα βιβλία.
Ιαπωνία
Το 1890 πήγε στην Ιαπωνία με μία επιτροπή ως αντιπρόσωπος μίας εφημερίδας. Επέλεξε να μείνει εκεί και βρήκε δουλειά ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας στην πόλη Ματσούε της βορειοδυτικής Ιαπωνίας. Μετά από δεκαπέντε μήνες διαμονής στην Ιαπωνία παντρεύτηκε τη Σετζούκο Κοϊζούμι. Η Σετζούκο ήταν κόρη μιας οικογένειας σαμουράι. Υιοθέτησε το πατρώνυμο της οικογένειάς της και έτσι ονομάστηκε Γιακούμο Κοϊζούμι. Μαζί έκαναν τέσσερα παιδιά. Το 1896 το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο τού πρόσφερε τη θέση του καθηγητού Αγγλικής Φιλολογίας και Γλώσσας. Μετάφρασε με ελεύθερο τρόπο πολλούς θρύλους της Ανατολής στην αγγλική. Έγραψε κι άλλα βιβλία, ενώ μέσα από τα γραπτά του περιέγραφε την Άπω Ανατολή εξωτική και πανέμορφη. Πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1904 από ανακοπή καρδιάς, ενώ ήταν μόλις 54 ετών.