Κ.Γ. Καρυωτάκης «Κάθαρσις»
- Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ-παφ, παφ, παφ, παφ-, «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ «κύριε Άλφα».
- Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα ‘χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα…».
- Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριέ μου».
- Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δε θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ…».
- Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
- Κανάγιες!
- Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
- Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστρες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ’ ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες που είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ηρεμία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα…
σεβιότ∙ μάλλινο σκοτσέζικο ύφασμα.
κανάγιας∙ πρόστυχος άνθρωπος, κάθαρμα.
Ο λογοτέχνης και ο αναγνώστης
Υπάρχουν λογοτέχνες και κάποια δημιουργήματά τους που σε συνοδεύουν πεισματικά σε όλη τη διάρκεια της ζωής σου και ιδιαίτερα σε στιγμές όπου αναγκάζεσαι να πάρεις κάποιες σημαντικές αποφάσεις. Είναι οι στιγμές που πρέπει να αρνηθείς τους συμβιβασμούς και τις υποχωρήσεις σε ό,τι σου επιβάλλουν οι κοινωνικές επιταγές και οι διαπροσωπικές σου σχέσεις. Πολλές φορές η στιγμή της μεγάλης απόφασης συνοδεύεται από πιεστικά διλήμματα για το «πρακτέον». Διλήμματα που δοκιμάζουν τόσο το ηθικό μας υπόβαθρο όσο και τις ψυχικές αντοχές μας. Διλήμματα που καταυγάζουν τις κοινωνικές μας ευαισθησίες αλλά και τη γενικότερη κοσμοθεωρία μας περί της «τέχνης του βίου» μας.
Υπάρχουν λογοτεχνικά κείμενα – ποιητικά ή πεζά αδιάφορο – που καταγράφουν με ευκρίνεια και γλαφυρότητα το κοινωνικό περιβάλλον και τον τρόπο με τον οποίο αυτό διαμορφώνει το βαθύτερο «είναι» του ατόμου. Λογοτεχνικά δημιουργήματα που μέσα από τον εξομολογητικό τους τόνο αποτελούν μία άτυπη βιογραφία του λογοτέχνη. Δημιουργήματα που δεν αντανακλούν μόνον τα προσωπικά βιώματα του λογοτεχνικού υποκειμένου, αλλά ταυτόχρονα φιλοδοξούν να αποτελέσουν ένα μανιφέστο για τον τρόπο που πρέπει το άτομο να διεκδικήσει εκείνες τις προϋποθέσεις για την προσωπική του ελευθερία. Όταν αυτά τα λογοτεχνικά δημιουργήματα ακτινογραφούν με πιστότητα τις δομές και τους μηχανισμούς της σύγχρονης κοινωνίας και τη θέση του ατόμου σε αυτήν, τότε ο καθένας νιώθει κοινωνός των βιωμάτων και των επιλογών του συγγραφέα.
Η ατομική περιπέτεια
Οι παραπάνω επισημάνσεις βρίσκουν την απόλυτη εφαρμογή τους στο πεζό κείμενο του Κ. Καρυωτάκη «Κάθαρσις». Κι αυτό γιατί σε αυτό ο ποιητής με έναν έντονο εξομολογητικό τόνο συνυφασμένο με οργή και λυρισμό, καταγράφει την «έξοδό» του από τους απάνθρωπους μηχανισμούς ενός συστήματος που για την επιβίωση και ανέλιξη του ατόμου απαιτούν την εκμηδένιση του Εγώ μέσα από μία σειρά εκδουλεύσεων και αυτοεξευτελισμού. Απώτατος στόχος, η κάθαρση με όλα τα σημαινόμενα του όρου και όχι μόνον με την αριστοτελική έννοια «…περαίνουσαν την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Στο «Κάθαρσις» συνυφαίνονται η ειρωνεία, ο σαρκασμός αλλά και η απελπισία για τα αδιέξοδα που υψώνει ο κοινωνικός περίγυρος στα όνειρα του ατόμου. Έχουμε μία κλιμάκωση συναισθημάτων και στάσεων ζωής. Από την ανάγκη για κοινωνική προσαρμογή και συμβιβασμό μέχρι τη ρήξη. Μία ρήξη που έχει ως απώτατο στόχο και όριο την κάθαρση πρώτα σε ατομικό επίπεδο και μετά σε κοινωνικό. Η κάθαρση εμπεριέχει την ατομική περιπέτεια του Καρυωτάκη σε συνδυασμό με τις βαθιές ευαισθησίες του και τον άκρατο ιδεαλισμό του. Σε τελευταία ανάλυση η «Κάθαρσις» συνιστά μία καταγγελία των χρεωκοπημένων αξιών και ιδανικών μιας κοινωνίας που διαβρώνει τα ηθικά αντισώματα των πολιτών. Μιας κοινωνίας που πλέκει τον ιστό της ψυχικής μόνωσης και του κοινωνικού αποκλεισμού στα άτομα που εσωτερικά νιώθουν ελεύθεροι κι αθεράπευτα ιδεαλιστές.
Τα πρόσωπα και τα «έπρεπε»
Χρησιμοποιώντας την κινηματογραφική τεχνική του Γκρο πλαν (gros plan), εύκολα διαβλέπουμε τις δύο ενότητες του πεζογραφήματος με διαχωριστική γραμμή το «Κανάγιες» που από μόνο του συνιστά μία υβριστική έκρηξη του Καρυωτάκη.
Στην πρώτη ενότητα – επίπεδο (§1-3) περιγράφεται η κατηφορική κλίμακα, υποταγή και πτώση του ατόμου στις εντολές του κοινωνικού περίγυρου. Σε αυτό το επίπεδο θεματολογικά κυριαρχούν τα πρόσωπα – οι «κύριοι» Α, Β, Γ, Δ και τα πέντε «έπρεπε».
Τα πρόσωπα αποτυπώνουν με περισσή ειρωνεία χαρακτηριστικούς τύπους της κυρίαρχης τάξης και των μηχανισμών της. Μέσα από την περιγραφή των προσώπων αυτών – τόσο οικεία και στην εποχή μας – καταγγέλλεται με οξύτητα η κοινωνία της ανηθικότητας, της σήψης και του υλικού κέρδους. Τα πρόσωπα εκφράζουν τις ιδιαίτερες πτυχές μιας κοινωνίας βυθισμένης στην υποκρισία και στον μακιαβελισμό.
Τα πέντε «έπρεπε» του Καρυωτάκη αισθητοποιούν με ευκρίνεια την ανάγκη για «κοινωνική προσαρμογή -> κοινωνική αναγνώριση -> καταξίωση -> ένταξη -> αποδοχή στην κοινωνία της φθοράς και της σήψης». Μία διαδικασία – όχι άγνωστη στις μέρες μας – που οδηγεί στην ισοπέδωση κάθε ίχνος προσωπικής αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού. Τα ρήματα «να σκύψω…να κυλώ» είναι δηλωτικά της αναγκαιότητας που επιβάλλει ως υποχρέωση η κοινωνία της σήψης.
Ωστόσο τα «έπρεπε» συνιστούν μία υπόθεση και προϊδεάζουν την άρνηση, την εξέγερση και την «απόκλιση» του Καρυωτάκη. Έτσι τα «έπρεπε» σε συνδυασμό με την δεύτερη ενότητα (§6-8) συνθέτουν το σχήμα Θέση – Άρση και προετοιμάζουν το έδαφος για την κάθαρση.
Η κάθαρση
Στη δεύτερη ενότητα – επίπεδο (§6-8) δίνεται η τελική απάντηση του Καρυωτάκη με μία υβριστική κραυγή – καταγγελία «Κανάγιες». Περιγράφεται λακωνικά το όραμα για μια κοινωνική εξέγερση από τους φτωχούς (§7). Έτσι, η προσωπική περιπέτεια και διαμαρτυρία παίρνει καθολικό χαρακτήρα διδάσκοντας έτσι την αξία των συλλογικών αγώνων. Η «κοινωνική κάθαρση» προαναγγέλλει την προσωπική.
Η τελική αντίδραση – επιλογή του Καρυωτάκη είναι αυτή της φυγής και της ανάτασης με απώτατο στάδιο την κάθαρση μέσα από μία γνώση και συνειδητοποίηση της κοινωνίας που ζει αλλά και του δικού του ρόλου. Το διαδοχικό πέρασμα – περιπλάνηση στις τρεις πόρτες ενός ενετικού κάστρου (σύμβολο του παρελθόντος) υποδηλώνει τη βαθιά του επιθυμία για αυτονομία και εσωτερική απελευθέρωση. Το α΄ Ενικό πρόσωπο συνιστά μία μορφή εξομολόγησης αλλά και αυτογνωσίας.
Έτσι επιτυγχάνεται η «Κάθαρσις» που για πολλούς ενέχει στοιχεία πνευματικής ανάτασης αλλά και ψυχολογικού, ηθικού και συναισθηματικού εξαγνισμού. Είναι μία στάση μοναδική και γνήσια αλλά και συμβατή με τη γενικότερη κοσμοθεωρία του αυτόχειρα ποιητή. Ενός ανθρώπου που βίωσε οδυνηρά μέσα από τον κοινωνικό αποκλεισμό την ψυχική μόνωση.
Σχηματικά η πορεία του Καρυωτάκη θα μπορούσε να αποδοθεί με το:
Άρνηση της κοινωνίας των «έπρεπε» -> εσωτερική μοναξιά -> υπαρξιακή αυτονομία -> εσωτερική ελευθερία ->
ΚΑΘΑΡΣΗ = Αυτοκτονία (;)
Με ήβρε η νύχτα…
Η ακροτελεύταια φράση «με ήβρε η νύχτα…» και τα αποσιωπητικά που ακολουθούν έχει πολλές αναγνώσεις. Από τις πιο πειστικές είναι αυτή του προϊδεασμού της αυτοχειρίας που θα ακολουθήσει.
Σίγουρα ο Καρυωτάκης δεν ήταν ο πολιτικός επαναστάτης ή ο κοινωνικός αγωνιστής ή ο εμπρηστής του κατεστημένου. Ήταν μία περίπτωση προσωπική και ξεχωριστή. Στο πεζογράφημα αποφεύγει τις διδακτικές ηθικολογίες κι αφήνει τον αναγνώστη να επιλέξει τη δική του απάντηση σε ό,τι τον εξευτελίζει και τον μετατρέπει σε υπάνθρωπο. Ο ποιητής δεν συμβιβάστηκε αλλά και δεν επαναστάτησε με τον τρόπο που θα έκανε ένας λαϊκός αγωνιστής.
Ο κάθε άνθρωπος είναι μία μοναδικότητα και δεν μπορεί να χωρέσει στις απλουστευτικές κατηγοριοποιήσεις. Γι’ αυτό κάθε αντίδραση του ανθρώπου πρέπει να την αξιολογούμε ξεχωριστά και με κριτήριο τις επί μέρους ευαισθησίες, αντοχές και οραματισμούς του. Κι αυτό είναι το τελικό δίδαγμα του πεζογραφήματος.
Στην εποχή μας προέχει η διατήρηση και διάσωση, αλλά και η υπεράσπιση της αυθεντικότητας του ανθρώπου απέναντι στους πολυποίκιλους και αφανείς μηχανισμούς που τείνουν να τον αλλοτριώσουν και να τον μετατρέψουν σε ένα άψυχο εργαλείο…
Του Ηλία Γιαννακόπουλου