Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί τον συχνότερο καρκίνο του γυναικείου πληθυσμού στις αναπτυγμένες χώρες, ενώ υπολογίζεται πως μια στις 8 γυναίκες παγκοσμίως θα εμφανίσει καρκίνο του μαστού σε κάποια φάση της ζωής της. Αντίστοιχα, μια στις 75 γυναίκες (1,4%) θα διαγνωσθεί με καρκίνο των ωοθηκών κάποια στιγμή στη ζωή της.
Τόσο ο καρκίνος του μαστού όσο και ο καρκίνος των ωοθηκών μπορεί να οφείλονται σε γενετικούς καθώς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Πιο συγκεκριμένα, οι βασικοί παράγοντες κινδύνου που συμβάλλουν στην εμφάνιση καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών είναι το φύλο, η ηλικία, το θετικό οικογενειακό ιστορικό, καθώς επίσης η έλλειψη άσκησης, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, η υπερβολική χρήση αλκοόλ και η έκθεση σε ακτινοβολία. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί πως οι παράγοντες κινδύνου αυξάνουν την πιθανότητα να αναπτύξει κανείς καρκίνο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως υποχρεωτικά θα νοσήσει.
Η πλειονότητα των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών αφορά περιστατικά σποραδικής νόσου, χωρίς οικογενειακό ιστορικό. Παρ’ όλα αυτά, το 5-10% των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού και το 15-20% των περιπτώσεων καρκίνου των ωοθηκών θεωρείται πως έχουν κληρονομική βάση. Τα γονίδια, τα οποία ενέχονται με τη μεγαλύτερη συχνότητα στον κληρονομούμενο καρκίνο του μαστού και των ωοθηκών, είναι το BRCA1 και BRCA2. Η παρουσία επιβλαβών μεταλλάξεων στα γονίδια αυτά, οι οποίες κληρονομούνται με αυτοσωμικό επικρατή τρόπο (ένα μόνο αντίγραφο της μετάλλαξης αρκεί για να προκαλέσει φαινότυπο), αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού κατά 85% και την πιθανότητα καρκίνου των ωοθηκών στο 20-40% συγκριτικά με άτομα που δεν φέρουν μεταλλάξεις στο 85% και την πιθανότητα καρκίνου των ωοθηκών στο 20-40%. Εκτός όμως από αυτές τις δύο μορφές καρκίνου, μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1 και BRCA2 συνδέονται με αύξηση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του προστάτη καθώς και καρκίνου του παγκρέατος.
Τα γονίδια BRCA1 και BRCA2 ανήκουν στην κατηγορία των ογκοκατασταλτικών γονιδίων και εμπλέκονται σε μηχανισμούς επιδιόρθωσης του γενετικού υλικού, παίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο πολύ σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της σταθερότητας του ανθρώπινου γονιδιώματος. Μεταλλάξεις στα γονίδια αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την ελαττωματική λειτουργία των αντίστοιχων πρωτεϊνών, με συνέπεια την αδυναμία επιδιόρθωσης βλαβών στο DNA, τη συσσώρευση μεταλλάξεων σε άλλα γονίδια και τελικά τον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των κυττάρων και την δημιουργία όγκου.
Αποδεικνύεται, συνεπώς, καθοριστικής σημασίας η ταυτοποίηση μεταλλάξεων στα γονίδια BRCA1 και BRCA2 με τη βοήθεια σύγχρονων γενετικών μεθόδων, παρέχοντας έτσι πληροφορίες που είναι χρήσιμες είτε όσον αφορά στη διαχείριση του ίδιου του ασθενούς και την επιλογή θεραπείας είτε στον εντοπισμό και διαχείριση μελών της οικογένειας που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
Ο γονιδιακός έλεγχος συστήνεται στις παρακάτω περιπτώσεις:
• Όταν υπάρχουν δύο συγγενείς πρώτου βαθμού με καρκίνο του μαστού που έχουν διαγνωσθεί πριν την ηλικία των 50 ετών.
• Όταν υπάρχουν τρείς ή περισσότεροι πρώτου ή δεύτερου βαθμού συγγενείς που έχουν διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού, ανεξάρτητα από την ηλικία τους κατά τη διάγνωση.
• Όταν υπάρχει συγγενής που έχει διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού και καρκίνο ωοθηκών.
• Όταν υπάρχει ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό με καρκίνο και στους δύο μαστούς (αμφοτερόπλευρος καρκίνος του μαστού).
• Όταν υπάρχουν δύο ή περισσότεροι πρώτου και δεύτερου βαθμού συγγενείς οι οποίοι έχουν διαγνωστεί με καρκίνο ωοθηκών, ανεξάρτητα από την ηλικία κατά τη διάγνωση.
• Όταν υπάρχει άνδρας συγγενής με καρκίνο του μαστού.
• Όταν υπάρχει ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό με τριπλά αρνητικό καρκίνο του μαστού (καρκίνος μαστού αρνητικός σε υποδοχείς οιστρογόνων, αρνητικός σε υποδοχείς προγεστερόνης και αρνητικός σε HER2).
Ο γονιδιακός έλεγχος BRCA1 και BRCA2 γίνεται με εξετάσεις αίματος, χωρίς να απαιτείται ειδική προετοιμασία.
Είναι πολύ σημαντικό να επιλέγεται με προσοχή το κέντρο ελέγχου των γονιδίων BRCA1 και BRCA2, ώστε η γονιδιακή ανάλυση να είναι πλήρης και αξιόπιστη, να περιλαμβάνει όλες τις σημειακές μεταλλάξεις, ενθέσεις και απαλοιφές, όλους τους διπλασιασμούς και τα ελλείμματα. Ο έλεγχος θα πρέπει να γίνεται με αλληλούχιση νέας γενιάς (Next Generation Sequencing – NGS).Η μεθοδολογία NGS θεωρείται αυτή τη στιγμή το χρυσό εργαλείο για τον εντοπισμό γενετικών αλλαγών στα δύο αυτά γονίδια.
*Χριστίνα Υφαντή, Μοριακή Βιολόγος και Γενετίστρια, Τμήμα Μοριακής Γενετικής Όμιλος ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ
**Λουίζου Ειρήνη MSc, PhD Εργαστηριακή Γενετίστρια (ErCLG), Υπεύθυνη Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας , Όμιλος ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ