tragoudia

Η παγκόσμια μουσική βιομηχανία είναι «αγορά» αξίας άνω των 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ποσό που την κάνει μία εκ των πιο επιδραστικών βιομηχανιών του πλανήτη.

Προφανώς, λοιπόν, και οι ερευνητές έχουν αφιερώσει ατελείωτες ώρες για να «αποκωδικοποιήσουν» τη συνταγή της επιτυχίας: ποια είναι, δηλαδή, τα στοιχεία που κάνουν κάποιες δημιουργίες περισσότερο επιτυχημένες από άλλες.

Ποια είναι τα βασικά συστατικά; Να μην πρόκειται για κάτι πρόχειρο, αλλά ούτε για κάτι εξόχως σύνθετο.

Το συναίσθημα που προκαλείται παίζει βασικό ρόλο

Μέχρι τώρα ήταν γνωστό πως όταν ακούμε ένα τραγούδι, ο εγκέφαλός μας «προβλέπει» τι θα συμβεί στη συνέχεια και έτσι «αποφασίζει» αν του (μας) αρέσει το τραγούδι ή όχι.

Όπως γράφει στο Conversation o διδάκτωρ στις γνωστικές επιστήμες της μουσικής στο ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, École normale supérieure του Παρισιού, Guilhem Marion, πριν από λίγα χρόνια το Spotify είχε δημοσιεύσει έναν διαδραστικό χάρτη με μουσικά γούστα, χωρισμένα ανά πόλη.

Έγινε ξεκάθαρο ότι τα μουσικά γούστα αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου και ποικίλλουν ανά περιοχή, ακόμα και ανά κοινωνική ομάδα. Οι περισσότεροι εγκέφαλοι μοιάζουν κατά τη γέννηση. Τι είναι όμως, αυτό που τους συμβαίνει και καταλήγουμε να έχουμε τόσο διαφορετικά μουσικά γούστα;

Φαίνεται πως ρόλο παίζουν τα συναισθήματα. «Εάν κάποιος σας παρουσίαζε μια άγνωστη μελωδία και τη σταματούσε ξαφνικά, θα μπορούσατε να τραγουδήσετε τη νότα που πιστεύετε ότι ταιριάζει καλύτερα για τη συνέχεια. Τουλάχιστον αυτό μπορούν να κάνουν οι επαγγελματίες», αναφέρει ο Marion.

«Σε μελέτη που δημοσιεύσαμε στο Journal of Neuroscience, δείξαμε ότι παρόμοιοι μηχανισμοί πρόβλεψης συμβαίνουν στον εγκέφαλο κάθε φορά που ακούμε μουσική, χωρίς απαραίτητα να το καταλαβαίνουμε. Αυτές οι προβλέψεις δημιουργούνται στον ακουστικό φλοιό και συγχωνεύονται με τη νότα που ακούγεται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα “σφάλμα πρόβλεψης”. Το χρησιμοποιήσαμε ως ένα είδος νευρικής απόδοσης, ώστε να μετρήσουμε πόσο καλά μπορεί να προβλέψει ο εγκέφαλος την επόμενη νότα μιας μελωδίας».

Ο κόσμος ζούσε στο 1956 όταν o Αμερικανός συνθέτης και μουσικολόγος Leonard Meyer διατύπωσε τη θεωρία ότι το συναίσθημα μπορεί να προκαλείται από τη μουσική, από μια αίσθηση ικανοποίησης ή την απογοήτευση που προέρχεται από τις προσδοκίες του ακροατή.

Έκτοτε, η ακαδημαϊκή πρόοδος έχει βοηθήσει στον εντοπισμό μιας σύνδεσης μεταξύ των μουσικών προσδοκιών και άλλων πιο περίπλοκων συναισθημάτων. «Για παράδειγμα, συμμετέχοντες σε μελέτη μπόρεσαν να απομνημονεύσουν πολύ καλύτερα τις ακολουθίες τόνων, όταν μπορούσαν πρώτα να προβλέψουν με ακρίβεια τις νότες».

Τη σήμερον ημέρα, τα βασικά συναισθήματα, όπως η χαρά, η λύπη ή η ενόχληση, μπορούν να αναλυθούν σε δύο θεμελιώδεις διαστάσεις: το σθένος που μετρά πόσο θετικό είναι ένα συναίσθημα (της λύπης έναντι της χαράς) και την ψυχολογική ενεργοποίηση, η οποία «υπολογίζει» πόσο συναρπαστικό είναι αυτό που ακούμε (επιλέγει, για παράδειγμα, την πλήξη έναντι του θυμού). Ο συνδυασμός μάς βοηθά να ορίσουμε αυτά τα βασικά συναισθήματα.

Δύο μελέτες, μία από το 2013 και μία από το 2018, έδειξαν πως όταν ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να κατατάξουν αυτές τις δύο διαστάσεις σε αναλογική κλίμακα, προέκυψε σαφής σχέση μεταξύ του σφάλματος πρόβλεψης και του συναισθήματος. Σε αυτές τις μελέτες, οι μουσικές νότες που είχαν προβλεφθεί με μικρότερη ακρίβεια οδήγησαν σε συναισθήματα με μεγαλύτερη ψυχολογική ενεργοποίηση.

«Σε όλη την ιστορία της γνωστικής νευροεπιστήμης, η ευχαρίστηση έχει συχνά συνδεθεί με το σύστημα ανταμοιβής, ιδιαίτερα όσον αφορά τις διαδικασίες μάθησης. Μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι ντοπαμινεργικοί νευρώνες (δηλαδή νευρώνες των οποίων ο κύριος νευροδιαβιβαστής είναι η ντοπαμίνη) που αντιδρούν στο σφάλμα πρόβλεψης», αναφέρει ο Marion.

Μεταξύ άλλων λειτουργιών, αυτή η διαδικασία μάς δίνει τη δυνατότητα να μάθουμε και να προβλέψουμε τον κόσμο γύρω μας. Δεν είναι, ωστόσο, ακόμα σαφές εάν η ευχαρίστηση οδηγεί στη μάθηση ή το αντίστροφο. Ωστόσο, οι δυο διαδικασίες συνδέονται. Κάτι που ισχύει και για τη μουσική.

Έτσι, όταν ακούμε μουσική, η μεγαλύτερη απόλαυση προέρχεται από γεγονότα που προβλέπονται με μέτρια μόνο ακρίβεια. Με άλλα λόγια, τα υπερβολικά απλά και προβλέψιμα γεγονότα –ή τα υπερβολικά πολύπλοκα– δεν προκαλούν την ανάγκη για νέα μάθηση και δίνουν μόνο μια μικρή ποσότητα ευχαρίστησης.

«Η μεγαλύτερη ευχαρίστηση προέρχεται από τα ενδιάμεσα γεγονότα –αυτά που είναι αρκετά περίπλοκα για να προκαλούν ενδιαφέρον, αλλά αρκετά συνεπή με τις προβλέψεις μας, ώστε να σχηματίσουμε ένα μοτίβο». Βέβαια αυτό διαφέρει από κουλτούρα σε κουλτούρα, γιατί δεν έχουμε όλοι τα ίδια ακούσματα.

Ο ρόλος του πολιτισμού

Το μουσικό μέτρο (ένας ρυθμικός κύκλος, μια διάταξη ιεραρχημένων χτύπων στο χρόνο που επαναλαμβάνονται σε σταθερό, συνήθως, μοτίβο) το οποίο απολαμβάνουμε οι λαοί, δεν είναι το ίδιο. Οι δυτικές μουσικές παραδόσεις χρησιμοποιούν γενικά μέτρο 4/4 (π.χ. στο κλασικό rock ‘n’ roll με παράδειγμα το τραγούδι American Woman) ή 3/4 (όπως στο βαλς).

Ωστόσο, άλλοι πολιτισμοί χρησιμοποιούν αυτό που η δυτική μουσική θεωρία αποκαλεί ασύμμετρο μέτρο. Η βαλκανική μουσική, για παράδειγμα, είναι γνωστή για τα ασύμμετρα μέτρα.

Μελέτη του 2005 ερεύνησε αυτές τις διαφορές σε folk μελωδίες που ήταν συμμετρικές ή ασύμμετρες. Σε κάθε δημιουργία, προστέθηκαν ή αφαιρέθηκαν beats σε συγκεκριμένα σημεία της σύνθεσης. Μετά τέθηκαν στα αυτιά των συμμετεχόντων. Ανεξάρτητα από το αν το κομμάτι είχε συμμετρικό ή ασύμμετρο μέτρο, τα βρέφη έως 6 μηνών άκουγαν για το ίδιο χρονικό διάστημα. Τα μωρά που ήταν 12 μηνών πέρασαν περισσότερη ώρα, κοιτώντας τα «ατυχήματα» των συμμετρικών μέτρων, συγκριτικά με τα ασύμμετρα.

«Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε από αυτό ότι τα άτομα εξεπλάγησαν περισσότερο από ένα ατύχημα σε ένα συμμετρικό μετρητή, επειδή το ερμήνευσαν ως διαταραχή σε ένα οικείο μοτίβο», έγραψε ο Marion.

Ακολούθησε η ακρόαση CD με βαλκανική μουσική (ασύμμετρων μέτρων) που άκουσαν βρέφη, στα σπίτια τους. Στην επανάληψη που έγινε μια εβδομάδα αργότερα, τα βρέφη αφιέρωσαν ίσο χρόνο παρακολουθώντας στην οθόνη τα «ατυχήματα», ανεξάρτητα από το αν ο μετρητής ήταν συμμετρικός ή ασύμμετρος.

«Αυτό σημαίνει ότι μέσω της παθητικής ακρόασης της βαλκανικής μουσικής, μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια εσωτερική αναπαράσταση της μουσικής μέτρησης, η οποία τους επέτρεψε να προβλέψουν το μοτίβο και να ανιχνεύσουν ατυχήματα και στους δύο τύπους μετρητών».

Όμοια ήταν τα ευρήματα σχετικής μελέτης που έγινε σε ενήλικες, με αντικείμενο τον ρυθμό και όχι τον τόνο. «Τώρα καταλαβαίνετε πώς η παθητική ακρόαση της μουσικής “επιλέγει” τον τρόπο με τον οποίον προβλέπουμε τα μουσικά μοτίβα, όταν ακούμε ένα νέο κομμάτι», πρόσθεσε.

«Μολονότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα, γίνεται κατανοητό πως η μουσική μας κουλτούρα (δηλαδή η μουσική που ακούγαμε σε όλη μας τη ζωή) παραμορφώνει την αντίληψή μας και είναι ο λόγος που προτιμάμε ορισμένα κομμάτια, έναντι άλλων, είτε λόγω ομοιότητας είτε λόγω ανομοιότητας με κομμάτια που έχουμε ήδη ακούσει», κατέληξε ο επιστήμονας.

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

2 × five =