Μωρήν: «Στη Βοστώνη. Στη Βοστώνη πάω. Ωραία ακούγεται. Πιο ωραία απ’ την Αγγλία. Παντού είναι καλύτερα απ’ ό,τι στην Αγγλία. Στη Βοστώνη δεν θα κάνω την καθαρίστρια και δεν θα με βρίζουν, γιατί θα είναι δίπλα μου ο Πάτο και δεν θα αφήνει να με βρίζουν, αλλά ούτως ή άλλως εκεί δεν βρίζουν».

Το τσεχωφικό όνειρο της Μωρήν να αποδράσει από την πληκτική, αφόρητη και πολλαπλά αδιέξοδη καθημερινότητα της ζωής της τίθεται στο επίκεντρο του σκηνοθετικού ενδιαφέροντος της Ελένης Σκότη, στην παράσταση του θιάσου «Νάμα», στο «Σύγχρονο Θέατρο». Η συστηματική έρευνα της Ελ. Σκότη στο ρεύμα του ρεαλισμού από τη δεκαετία του 1990 απέδειξε ότι είναι ιδιαίτερα ταλαντούχα στο να αποδώσει σκηνικά την ωμότητα των κοινωνικών συνθηκών, παράλληλα με την ποιητική τους διάσταση, να συνδυάσει την αισθητική της φθοράς με την ονειρική ζωή των δραματικών προσώπων. Ελκύεται από το έργο του Iρλανδού Μάρτιν Μακ Ντόνα, καθώς αυτό κρύβει μια βαθιά «μοναξιά», «λύπη» αλλά και «έντονη βία», συνδέει εύστοχα το νήμα της δραματουργίας του Ντόνα με το έργα του Μάμετ, του Μποντ αλλά και του Σέπαρντ. Αλλωστε, από τη σκηνοθεσία του «Δάσους» (1996) και της «Ολεάννας» (2013) έως την «Κατάρα των Πεινασμένων» (2003) και την «Αγαπητή Ελένα» (2014) αναδεικνύει παράλληλα την ωμή βία με το πικρό χιούμορ, τη νατουραλιστική με τη σχεδόν υπερφυσική εκδοχή της πραγματικότητας.

Σκηνοθετεί ένα ψυχολογικό θρίλερ με φόντο την επαρχία του Λινέιν, σε χρόνο απροσδιόριστα σύγχρονο, όπου όλα συντελούνται στον σκηνικό χώρο της κουζίνας, στο τυπικό δωμάτιο ενός αγροτικού σπιτιού της δυτικής Ιρλανδίας. Αναπτύσσει το κεντρικό θέμα της πλοκής με γρήγορο ρυθμό, διατηρεί το τραγικό στοιχείο, αναδεικνύει την αλήθεια και την ποταπότητα των προσώπων, τον αυθόρμητο και πηγαίο διάλογο, αποφεύγει κάθε ίχνος μελοδραματισμού και γραφικότητας των δραματικών ηρώων. Επεξεργάζεται εύστοχα το μοτίβο της καταθλιπτικής ζωής, μιας ζωής που κανείς θεατής του έργου δεν επιθυμεί να ζήσει. Η εξαντλητική εμβάθυνση στη νοσηρή σχέση μητέρας – κόρης και η αποκάλυψη της χρόνιας κακοποιητικής συμπεριφοράς της μητέρας πάνω στη Μωρήν δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά έργο του σκηνοθέτη. Η Σοφία Σεϊρλή στον ρόλο της Μαγκ Φόλαν ανταποκρίθηκε πλήρως στην πρόκληση, δημιούργησε μια πρισματική ερμηνεία της μητέρας, άλλοτε με το ανάλαφρο χιούμορ της ηλικιωμένης που νεανίζει και άλλοτε με την εμμονή στις απεχθείς γεροντικές συμπεριφορές. Η υποκριτική της ωριμότητα έχει άλλωστε κατακτηθεί μέσα από την ερμηνεία μιας ευρείας γκάμας ρόλων από τη δραματουργία των Χόρβαρντ, Μπέκετ, Πιραντέλλο, Γκολντόνι, έως του Βέντεκιντ. Η Μαγκ Φόλαν της Σεϊρλή είναι η πιο θετική συνθήκη που θα μπορούσε να ισχύει για την ερμηνεία ενός εγωκεντρικού και εξουσιαστικού χαρακτήρα, της στριμμένης γριάς που το μόνο για το οποίο ενδιαφέρεται είναι να αποκόψει την κόρη της από οτιδήποτε μπορεί να της προσφέρει την ευτυχία: έρωτα, σεξ, οικογένεια, παιδί, εργασία. Της στερεί κάθε απόλαυση και προοπτική ζωής. Δημιουργεί μια σχέση εξαρτητική, προκειμένου η γεροντοκόρη Μωρήν να την υπηρετεί εφ’ όρου ζωής.

Η «Βασίλισσα» της παράστασης είναι αναμφίβολα η ηθοποιός Αγορίτσα Οικονόμου. Μια ηθοποιός, δρομέας μεγάλων αποστάσεων υποκριτικής, επιχειρεί την κατάδυση στην εσωτερική ζωή της Μωρήν, ανταποκρίνεται στην πρόκληση της καταπιεσμένης, συναισθηματικά εξουθενωμένης γυναίκας με διαγνωσμένο ιστορικό ψυχικής νόσου. Η βλεμματική επαφή της, οι κινήσεις του σώματος, των χεριών και των δαχτύλων είναι προσεκτικά οριοθετημένες, οι μορφασμοί της πληθωρικοί και ασυγκράτητοι. Η Μωρήν της Οικονόμου είναι μια ιψενικής υφής ηρωίδα, η ψυχική νόσος πλανάται ως «κατάρα» πάνω από το κεφάλι της, την καταδιώκει ως βρικόλακας, και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να ευτυχήσει. Ερμηνεύει την ηρωίδα που έχει νοσηλευθεί σε ψυχιατρική κλινική στο παρελθόν με «νευρικό κλονισμό», την απελπισμένη και ανύπαντρη Μωρήν αλλά και τη θαρραλέα Ιρλανδή που διεκδικεί με όση δύναμη της έχει απομείνει τα υπολείμματα μιας χαμένης νεότητας. Στο φινάλε της παράστασης η νόσος της υποτροπιάζει, και τότε παλινδρομεί, βιώνει την αυτοεγκατάλειψη, παίρνει τη θέση της μητέρας της, παραιτείται οριστικά από τα όνειρα μιας ωραιοποιημένης στη συνείδησή της ζωής, της ζωής στη Βοστώνη, και δεν διεκδικεί τίποτε πια από τη χαμένη ευτυχία…

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, καλλιεργημένος ηθοποιός ως προς τον λόγο, ερμήνευσε με μέτρο τον ρόλο του Πάτο Ντούλη, του ερωτευμένου άνδρα, έδωσε συναισθηματική πνοή στο στατικό υπόβαθρο του ρεαλισμού και με τρόπο ευθύβολο οδήγησε τη Μωρήν τόσο στην ονειρική διάσταση της ερωτικής συνεύρεσης όσο και στη φαντασίωση μιας γαμήλιας ευτυχίας. Ο Γιώργος Κάτσης στον ρόλο του Ρέη Ντούλη, του μικρού αδελφού του Πάτο, συμπλήρωσε το ερμηνευτικό κουαρτέτο, λειτούργησε αντιστικτικά στη μητέρα και εξισορρόπησε με ανάλαφρο τρόπο το δραματικό φορτίο της πονηρής Μαγκ. Κινείται ολοζώντανος πάνω στη σκηνή με το χιούμορ του, τις γκριμάτσες και τη σωματική του ευλυγισία… Ωραίο αντίβαρο στη Μαγκ, ως φορτίο μιας ευφρόσυνης διάθεσης για ζωή.

Η σκηνογραφία του Γ. Χατζηνικολάου πρότεινε λύσεις προς την κατεύθυνση της αφαίρεσης κάθε περιττού στοιχείου, υποστηρίζοντας με αυτόν τον τρόπο τις προθέσεις της Σκότη να διδάξει την υποκριτική λεπτομέρεια. Χωρίς ιδιαίτερα εξεζητημένα ευρήματα έδωσε έμφαση σε τέσσερα σκηνικά σύμβολα: στον νεροχύτη που μυρίζει ούρα, στην επιστολή που δεν έλαβε ποτέ η Μωρήν, στην τσαγιέρα και τη μασιά. Τα δύο τελευταία λειτούργησαν στη βάση ενός δραματικού κανόνα που λέει ότι όταν υπάρχει φονικό όργανο στην πρώτη πράξη του έργου, τότε σίγουρα θα γίνει ένας φόνος στην τελευταία. Αναμφίβολα ο σκηνικός χώρος άλλοτε συμβάλλει και άλλοτε αντιδικεί με τη δραματική ατμόσφαιρα του έργου, αλλά σίγουρα «συνομιλεί» στη σκηνή με τη σόμπα και στη σκηνή με τον νεροχύτη, όπου χύνονται καθημερινά τα ούρα της μητέρας με μυστικό τρόπο.

Η «Βασίλισσα της Ομορφιάς» ανέβηκε για πρώτη φορά το 1996 στο Royal Court Theatre και η κριτική το υποδέχθηκε ως έργο του ρεύματος «in yer face» («θέατρο στα μούτρα»). Την ίδια χρονιά ο Μάικ Λι κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών για την ταινία του «Μυστικά και Ψέματα». Είκοσι πέντε χρόνια μετά η «Βασίλισσα» του Ντόνα έλαμψε στην ελληνική σκηνή σε έναν από τους πιο δύσκολους, εν μέσω πανδημίας, θεατρικούς χειμώνες.

  • Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας Θεάτρου – Δραματολογίας στο ΑΠΘ, καθηγήτρια στο τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός», ΕΑΠ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

three × two =