fyla

Οι σπουδές για τα φύλα και η φεμινιστική θεωρία σήμερα έχουνε διευρύνει πια το ερευνητικό μοντέλο ανάλυσης, ερμηνείας και κριτικής. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες και κυρίως οι κοινωνικές επιστήμες εντάσσουν συνεχώς νέα ρεύματα στην επιστημολογία. Οι νέες κριτικές θεωρίες έφεραν τις διευρυμένες, όσο διαθεματικές προσεγγίσεις των δυτικών κοινωνιών για τα έμφυλα υποκείμενα.  Άλλωστε, η διεπιστημονικότητα χαρακτηρίζει τα φύλα από την πρώτη προσέγγιση για την ερμηνεία τους.

Οι επιστήμες λόγου και έρευνας, η δημοσιογραφία, η κοινωνιολογία, η νομική, η ιστορία και η φιλολογία αναδεικνύουν τα σύγχρονα επιφαινόμενα. Το έργο του Michel Foucault για την ιστορία της σεξουαλικότητας, ανέδειξε τις σχέσεις των φύλων μέσα από ένα κανόνα ιεραρχίας. Επίσης, η ανθρωπολογική και σημειωτική σχολή του Παρισιού με τους Jean-Pierre Vernant, Pierre Vidal-Naquet, Claude Calame και Nicole Loraux επηρέασαν τους ευρωπαίους και αμερικανούς επιστήμονες, ιδίως τους ιστορικούς και τους φιλολόγους. Το φύλο αποσυνδέεται, τουλάχιστον θεωρητικά, από το σώμα, δηλαδή το βιολογικό φύλο δεν προσδιορίζει απαραίτητα το κοινωνικό φύλο και αντίστροφα.

Η ανακάλυψη του gender

Η φεμινιστική θεωρία έδωσε στην πολιτισμική και κοινωνική ανθρωπολογία τα φύλα. Η κοινωνική ανθρωπολογία μπολιάζεται από το φεμινιστικό λόγο και προσφέρει ένα διεπιστημονικό πλαίσιο εργασίας. Ομοίως, η ανθρωπολογία εξακολουθεί να προσφέρει στο φεμινιστικό στοχασμό τη διαπολιτισμική αντίληψη για τα φύλα και τις υποκειμενικές ανθρώπινες συνταυτίσεις. Η κοινωνική και πολιτισμική ανθρωπολογία ιστορικά αναπτύχθηκε κατά το 19ο αιώνα με το μαρξισμό. Όμως, από τον 20ο αιώνα ο δομισμός και έπειτα ο φεμινισμός, αυτές είναι πια οι δύο επιρροές που στάθηκαν καταλυτικές στην ανακάλυψη του κοινωνικού φύλου.

Το gender (κοινωνικό φύλο) ανακαλύπτεται ως μία νοητική κατηγορία ανάλυσης για την κοινωνική αναπαράσταση των έμφυλων ταυτοτήτων έναντι του sex (βιολογικό φύλο). Με το δεύτερο κύμα του φεμινισμού από τη δεκαετία του 1950, έκτοτε το κοινωνικό φύλο έρχεται ως αντιστάθμισμα στο βιολογικό φύλο, sex vs. gender, και ως ένας τομέας νέας επιστημονικής μελέτης. Το ουσιαστικό Gender, παράγωγο του ρήματος generate, μεταφράζεται ως δημιουργώ και παράγω, άρα το Gender είναι ένα παραγόμενο της έμφυλης κοινωνικής ταυτότητας των ανδρών και των γυναικών.

Η ορολογία gender roles έρχεται από τις κοινωνικές επιστήμες και την ιατρική με τον ψυχολόγο John William Money (1921-2006), όταν εκείνος το 1955 στη μελέτη του ερμαφροδιτισμού τους έκανε διακριτούς από τους βιολογικούς ρόλους sex roles, ενώ στη συνέχεια ο ψυχίατρος Robert Stoller (1924-1991) οριστικοποίησε την χρήση του όρου του κοινωνικού φύλου ως Gender στην αγγλική γλώσσα το 1968 με το κείμενο Sex and Gender: On the Development of Masculinity and Feminity.  

Σαφέστατα δεν νοείται σημαίνον χωρίς σημαινόμενο, προς τούτο το κοινωνικό φύλο υπακούει στη γλωσσική και εννοιολογική ανάγκη από την οποία προέκυψε, το κοινωνικό φύλο πλέον δηλώνει στο λόγο τη σημασιολογική διαφοροποίηση ανάμεσα στα γενετήσια φύλα και στις κοινωνικές αναπαραστάσεις τους. Το κοινωνικό φύλο είναι ένα εργαλείο ανάλυσης κι αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς στο χώρο των κοινωνικών επιστημών και στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας.

Φεμινιστική θεωρία και φύλα

Η φεμινιστική θεωρία, εν πρώτοις επηρέασε την πολιτική διαχείριση κι ακολούθως την κοινωνική θεωρία. Ο φεμινιστικός λόγος για τα φύλα και τις κοινωνικές ταυτότητες ανδρών και γυναικών δεν αρθρώνεται ουσιαστικά με το πρώτο κύμα, αλλά σαφώς μετά το μέσον του εικοστού αιώνα στο δεύτερο κύμα του φεμινισμού. Αντίστοιχα, η θεωρία της κοινωνικής κατασκευής οδήγησε στην αποδόμηση της κατασκευής της κοινωνικής ταυτότητας των γυναικών και των ανδρών. Το ερευνητικό μοντέλο στις επόμενες δεκαετίες βαθμιαία θα εμπλουτίζεται.

Ο φεμινισμός από το 1960 με το δεύτερο κύμα και αργότερα με το τρίτο κύμα αποκτά δίαυλο μελέτης κι έρευνας στο πεδίο των ευρωπαϊκών κρατών και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η φεμινιστική ρητορική κι ακολούθως η κοινωνική θεωρία σε Αμερική και έπειτα στην Ευρώπη πέτυχε την καθιέρωση της μελέτης των γυναικών ως αυτόνομο διεπιστημονικό αντικείμενο, και αντίστοιχα των σπουδών φύλου, αλλά για τη μελέτη των ανδρών. Συνολικά, πρόκειται για αντικείμενα που διευρύνουν συνδυαστικά το εν λόγω πεδίο των Gender Studies και αντικατοπτρίζουν την ανάπτυξη και εξέλιξή του.

Σταδιακά, η φεμινιστική θεωρία, παραμένοντας πολυφωνική, στρέφεται από την ταυτότητα προς την ταύτιση: η ταυτότητα εκλαμβάνεται ως οριστική και πάγια και γι’ αυτό αντιδιαστέλλεται ως προς τις συνταυτίσεις – αυτή είναι η διαρκής συγκρότηση της υποκειμενικότητας. Ο μεταδομιστικός φεμινισμός επίσης εξετάζει τις τυχόν υπερκείμενες συνδέσεις στο διατομικό επίπεδο, εκτός από το φύλο και τη σεξουαλικότητα, όπως το έθνος, η ταξική προέλευση και εσχάτως το συναίσθημα για την κοινωνική έρευνα και θεωρία.

Φεμινισμός και πολιτισμός

Στον 21ο αιώνα σήμερα, το φύλο αισίως παραμένει στον πυρήνα της φεμινιστικής θεωρίας ως συνταύτιση και παραστασιακή επιτέλεση, μία προσέγγιση που θεμελίωσε φιλοσοφικά η Judith Butler. Σήμερα αναδεικνύεται μια φεμινιστική προβληματική, πολύ κοντά στην πολιτισμική κριτική, όταν ο φεμινισμός θέτει την ταυτότητα και τον εαυτό σε συνεχή επαναδιαπραγμάτευση. Οι ταυτότητες εκλαμβάνονται ως αποσπασματικές ιδιότητες των υποκειμένων, συχνά αντιφατικές και ποτέ ολοκληρωμένες.

Σύμφωνα με τη θεωρία της κατασκευής, το φύλο αποτελεί ένα πρίσμα θέασης του πολιτισμού, το οποίο δημιουργεί το δικό του πλαίσιο και  παράγει το δικό του διακριτό δια-Λόγο για τις κοινωνίες και τον πολιτισμό τους. Αξιοποιώντας τις θεωρητικές θέσεις της ανθρωπολογίας ως ένα σχεσιακό παράδειγμα ερμηνείας, η ανάλυση των έμφυλων κοινωνικών ταυτοτήτων ενσωματώνει τις εξής παραμέτρους: τις αναπαραστάσεις, τις έμφυλες κανονιστικές αντιλήψεις, τη συγγένεια και την υποκειμενική ταυτότητα κι εντέλει τις μεταμοντέρνες συνταυτίσεις.

Τα παραγόμενα δεν είναι παρά προϊόντα ενός συγκεκριμένου συστήματος με σαφείς πολιτισμικές συνιστώσες στο χώρο και στο χρόνο. Συμπεριφορές, κείμενα ή έργα τέχνης που απόλυτα στιγματίζουν τα πρόσωπα και την τέχνη τους, ανεξαρτήτως κάθε εποχής, πολύ περισσότερο στη νέα εποχή του Queer κινήματος και της εν γένει πολυφωνίας.

Φύλα και έρευνα στις ανθρωπιστικές επιστήμες

Η φεμινιστική ανθρωπολογία έδωσε στις κοινωνικές επιστήμες ένα μεγαλύτερο ερευνητικό πεδίο, βάζοντας στο επίκεντρο την πολιτισμική κατασκευή της ανδρικής και της γυναικείας ταυτότητας συγκριτολογικά. Ακολούθως, και στις ανθρωπιστικές επιστήμες, η σύγκριση αποτελεί το μόνο μεθοδολογικό εργαλείο ανάλυσης εντός και εκτός διακείμενου πλαισίου. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες ακολουθούν συνήθως την κοινωνική θεωρία με καθυστέρηση, μια λογική ακολουθία συνήθως που κυμαίνεται από πέντε έως δέκα έτη. Η αμφιθυμία των μελετητών επισημαίνεται κατεξοχήν στις Σπουδές Φύλου και Πολιτισμού, τα διεθνώς αναγνωρισμένα Gender Studies και Cultural Studies, αντίστοιχα.

Σαφέστατα και σε κάθε περίπτωση, η σχέση ανθρωπιστικών σπουδών και κοινωνικών ταυτοτήτων παραμένει σε μεγάλο βαθμό αμήχανη, όσο παρεξηγήσιμη, όταν αρκετοί μελετητές ενσωμάτωσαν στα ερευνητικά ενδιαφέροντά τους ζητήματα φύλου (και σεξουαλικότητας), μια προσέγγιση που δεν χαίρει καθολικής αποδοχής στον ακαδημαϊκό κόσμο. Μελετώντας τη βιβλιογραφία διαπιστώνω το σταδιακό άνοιγμα στη διεπιστημονική  έρευνα και  ταυτόχρονα  την επιφυλακτικότητα των μελετητών, όπως αποδεικνύει η συνεχής επανάληψη των ίδιων ονομάτων.

Η εισαγωγή της παραμέτρου των φύλων δεν ήτανε ποτέ απρόσκοπτη ή χωρίς εμπόδια στην παγκόσμια έρευνα. Περισσότερα @ https://www.cjr.org/podcast/gender-sexuality-media-podcast.php         

Της Γεωργίας Τσατσάνη, φιλολόγου-συγκριτολόγου     

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

4 × one =