Δημήτρης Καρούσης

«επιθετική» λογική της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών όπως η Βρετανία, να περιορίσει σε τρεις μήνες την χρονική απόσταση μεταξύ της ολοκλήρωσης του βασικού εμβολιασμού και της χορήγησης τρίτης ενισχυτικής δόσης κατά της covid-19, μοιάζει να είναι συνδεδεμένη με πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων, προκειμένου να αποφύγουν νέο σαρωτικό κύμα νοσηλειών στα νοσοκομεία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Άλλες χώρες είναι πιο «μετριοπαθείς», όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Αυστραλία, μειώνοντας μεν το μεσοδιάστημα, αλλά στους πέντε μήνες. Και υπάρχουν και άλλες, με κορυφαίο παράδειγμα τις ΗΠΑ, τη Γερμανία, ακόμη και τη Νότιο Αφρική, που διατήρησαν την αρχική σύσταση των έξι μηνών.

Ο προβληματισμός των επιστημόνων αφορά μεταξύ άλλων την ζημιά που μπορεί να προκαλέσει ο πυκνός, συνεχής εμβολιασμός, στο σύνολο του πληθυσμού που στην μεγάλη πλειοψηφία του έχει εκ φύσεως ένα ανθεκτικό σύστημα άμυνας απέναντι στους ιούς, δηλαδή και απέναντι στον κορωνοϊό Sars-CoV-2. Αυτή η άμυνα είναι που επιτρέπει στους περισσότερους να είναι είτε ασυμπτωματικοί είτε να νοσήσουν ελαφρά για 2-3 εβδομάδες, με ελαφρύ πυρετό, προσωρινή απώλεια όσφρησης ή/και γεύσης, κτλ.

Για το θέμα μίλησε αναλυτικά στο iatronet o Έλληνας καθηγητής νευροανοσολογίας στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Hadassah της Ιερουσαλήμ Δημήτρης Καρούσης. Όπως τόνισε και στο Ισραήλ η χορήγηση της τρίτης δόσης θωράκισε τον πληθυσμό από την ταχεία επανεξάπλωση της Δέλτα τον περασμένο Αύγουστο και Σεπτέμβριο. Διστάζει ωστόσο να πει πως το ίδιο θα συμβεί και στη χώρα μας, όταν οι εμβολιασμένοι με τρίτη δόση ξεπεράσουν το 30% του πληθυσμού (κάτι που αναμένεται ως το τέλος της χρονιάς, με βάση τους τρέχοντες ρυθμούς εμβολιασμού). Ο λόγος είναι ο αστάθμητος παράγοντας της Όμικρον.

Προειδοποιεί παράλληλα ότι είναι σημαντικό να συνεκτιμηθεί για την τέταρτη ή και πέμπτη δόση (αναμένονται εξειδικευμένα εμβόλια κατά της Όμικρον την άνοιξη) η επίδρασή τους στον φυσικό μηχανισμό ανοσίας του οργανισμού, την πρωτογενή ανοσία του σώματος. Όπως αναφέρει, η πυκνή εμβολιαστική πολιτική μπορεί να έχει αποτελέσματα αντίστοιχα της υπερβολικής χρήσης αντιβιοτικών.

«Το γεγονός ότι πάνω από το 90% όσων μολύνονται με τον κορωνοϊό το περνάνε ήπια οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πρωτογενή ανοσία. Για να δημιουργηθούν ειδικά αντισώματα χρειάζονται τουλάχιστον 3 εβδομάδες. Επομένως όσοι έχουν περάσει την ασθένεια σε 2 και 3 εβδομάδες και ανάρρωσαν ή είχαν πολύ ήπια συμπτώματα, το έκαναν λόγω της πρωτογενούς ανοσίας … Γιατί όμως αυτή πολλές φορές δεν δουλεύει καλά; Γιατί έχουμε κάνει μεγάλη χρήση αντιβιοτικών, έχουμε πολλή ακτινοβολία, πάρα πολύ στρες και έχουμε ελαττώσει την πρωτογενή ανοσία. Έτσι και τώρα αν δίνουμε συνεχώς ερεθίσματα και έτοιμα αντισώματα με τους εμβολιασμούς σε υπερβολικό βαθμό, θα αρχίσει να ατροφεί η πρωτογενής ανοσία».

Επαναλαμβάνει παράλληλα ότι είναι σαφώς υπέρ της χορήγησης της τρίτης δόσης και οι επιφυλάξεις που διατυπώνει αφορούν την μείωση της χρονικής της απόστασης από τη δεύτερη στους 3 μήνες, δηλαδή την επιλογή και της ελληνικής κυβέρνησης, μεταξύ άλλων. «Δεν λέω γενικότερα όχι στην 3η δόση, αλλά λέω ότι π.χ. θα προτιμούσα να μη γίνεται σε τόσο κοντινό διάστημα όπως σε 3, 4 και 5 μήνες, αλλά ίσως πάνω από τους 6 μήνες είναι ασφαλές με τα στοιχεία που έχουμε. Ναι μεν βραχυπρόθεσμα θα έχει δράση –αν πάρουμε τώρα ας πούμε στους 3 μήνες θα έχει αποτέλεσμα- αλλά πρέπει να κοιτάμε λίγο και το μακροπρόθεσμο. Αυτό πρέπει να το σκεφτούμε καλά πριν αποφασίσουμε 4η και 5η δόση».

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

four × 2 =