antikatathliptika

Τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ενημερώνουν ότι η κατάθλιψη είναι κοινή ψυχική διαταραχή. Παγκοσμίως ταλαιπωρείται από αυτήν το 5% του ενήλικου πληθυσμού. Εκτιμάται πως κοντά στους 280.000.000 κατοίκους της γης έχουν κατάθλιψη, που είναι στο Νο 1 της λίστας με αιτίες αναπηρίας, μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκτονία, ενώ οι γυναίκες επηρεάζονται περισσότερο από τους άντρες.

Από το 2005 έως το 2016, κάθε χρόνο προέκυπταν 17.000.000 διαγνώσεις για ενήλικες που είχαν κατάθλιψη – αριθμός που αντιστοιχεί στον πληθυσμό της Ολλανδίας. Τα 2/3 ήταν γυναίκες. Το 60% των ασθενών έλαβαν φαρμακευτική αγωγή με αντικαταθλιπτικά.

Έρευνες που γίνονται μέσα στα χρόνια συμφωνούν πως τα αντικαταθλιπτικά είναι το μέσο για ταχεία ανακούφιση από τα συμπτώματα, ειδικά στην περίπτωση σοβαρής κατάθλιψης.

Η αγορά των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων εκτιμήθηκε στα 12.450 εκατομμύρια το 2019 και αναμένεται να φτάσει στα 13.540 εκατομμύρια έως το τέλος του 2026. Η συνολικά αγορά στα φαρμακεία έφτασε στα 4,4 δισεκατομμύρια δολάρια, με την πανδημία Covid-19 να δίνει τεράστια ώθηση στη συνταγογράφηση.

Η Ισλανδία έχει την υψηλότερη κατά κεφαλή χρήση αντικαταθλιπτικών από όλες τις χώρες του OECD (Organisation for Economic Co-operation and Development), με δεύτερη την Αυστραλία. Στην Ισλανδία, τα αντικαταθλιπτικά μπήκαν για πρώτη φορά στο Τop 10 με τα περισσότερο συνταγογραφημένα φάρμακα το 2020. Έκτοτε, συνεχίζουν να καταγράφουν ανοδική πορεία.

Πώς λειτουργούν τα αντικαταθλιπτικά

Η διάθεση που έχουμε ρυθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις τρεις χημικές ουσίες του εγκεφάλου που λέγονται νευροδιαβιβαστές. Είναι η σεροτονίνη, η νορεπινεφρίνη και η ντοπαμίνη. Όλες ανήκουν στις μονοαμίνες (περιέχουν μία ομάδα αμινοξέων). Μαζί δουλεύουν για να εμποδίσουν το ένζυμο «οξειδάση μονοαμίνης» από το να καταστρέφει τους νευροδιαβιβαστές που χρησιμοποιούνται.

Σύμφωνα με τον επίσημο φορέα υγείας της Μεγάλης Βρετανίας, τα αντικαταθλιπτικά αυξάνουν τα επίπεδα των νευροδιαβιβαστών, οι οποίοι μπορούν να βελτιώσουν τη διάθεση και το συναίσθημα.

Κατά την Guardian, «οι νευροδιαβιβαστές είναι για τον εγκέφαλο ό,τι το αλφάβητο για τη γλώσσα».

Η αύξηση των επιπέδων των νευροδιαβιβαστών μπορεί επίσης να «διασπάσει» τα σήματα πόνου που αποστέλλονται από τα νεύρα. Γεγονός που μπορεί να εξηγήσει γιατί ορισμένα αντικαταθλιπτικά μπορούν να βοηθήσουν στην ανακούφιση του μακροχρόνιου πόνου.

Τα αντικαταθλιπτικά μπορούν να αντιμετωπίσουν τα συμπτώματα της κατάθλιψης, όχι όμως και τις αιτίες της. Γι’ αυτό και συνδυάζονται με ψυχοθεραπεία.

Πώς ανακαλύφθηκαν τα αντικαταθλιπτικά;

Την απάντηση ίσως την υποθέτεις, αλλά ας σου την πω: τυχαία! Τη δεκαετία του 1950, επιστήμονες από την Ελβετία αναζητούσαν θεραπεία για τη σχιζοφρένεια. Διαπίστωσαν πως μια ορισμένη ουσία –που τότε χρησιμοποιούσαν σε πειραματικό στάδιο σε ασθενείς με φυματίωση– τους προκαλούσε ευφορία. Ήταν η ιπρονιαζίδη.

Με τα χρόνια διαπιστώθηκε ότι στις παρενέργειες ήταν σοβαρά προβλήματα στο ήπαρ και αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Έγινε επίσης γνωστό ότι η ουσία είναι επικίνδυνη σε επίπεδα τοξικότητας και αντικαταστάθηκε από άλλους αναστολείς της ΜΑΟ (μονοαμινοξειδάσης). Πριν τελειώσει η δεκαετία του ’50, είχε ανακαλυφθεί η ιμιπραμίνη ως πιθανή θεραπεία για άτομα με σχιζοφρένεια. Ως τέτοια ήταν αναποτελεσματική. Εγκρίθηκε το 1959 ως φάρμακο για την κατάθλιψη. Ακολούθησαν πολλά άλλα.

Πόσο αποτελεσματικά είναι τα αντικαταθλιπτικά

Το Royal College of Psychiatrists της Μεγάλης Βρετανίας εκτίμησε ότι το 50 με 65 τοις εκατό των ανθρώπων που λαμβάνουν αγωγή με αντικαταθλιπτικά είδαν βελτίωση, συγκριτικά με το 25 με 30% που πήρε placebo. Κάτι που σημαίνει ότι περισσότεροι άνθρωποι ωφελούνται από αυτά, ακόμα κι αν έχουν πάρει το εικονικό φάρμακο (οπότε πρόκειται για το λεγόμενο placebo effect).

Έχει διαπιστωθεί πως ένα αντικαταθλιπτικό πρέπει να λαμβάνεται για επτά διαδοχικές ημέρες (χωρίς να χαθεί δόση) πριν δούμε τα οφέλη του. «Είναι σημαντικό να μην σταματήσουμε να το παίρνουμε, εάν δούμε ήπια βελτίωση πιο σύντομα, καθώς αυτές οι επιδράσεις εξαφανίζονται γρήγορα». Εάν παίρνουμε αντικαταθλιπτικά για τέσσερις εβδομάδες και δεν έχουμε δει βελτίωση, πρέπει να μιλήσουμε στους επαγγελματίες που μας παρακολουθούν. Συνήθως, μια θεραπεία διαρκεί για έξι μήνες – ενδέχεται να προταθεί η διετής, εάν υπάρχει ιστορικό.

Μόλις πέρυσι επιστήμονες έθεσαν θέμα λάθους διαχείρισης των αντικαταθλιπτικών, με τα ευρήματα να δείχνουν ότι όταν λαμβάνονται για μεγάλες περιόδους σε περίπτωση ελαφράς κατάθλιψης, μπορεί να κάνουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό. Συνέστησαν να συνταγογραφούνται λιγότερα αντικαταθλιπτικά, για μικρότερες χρονικές περιόδους, και να επικεντρώνονται στους ασθενείς με βαριά μορφή της νόσου. Σε κάποιες περιπτώσεις δεν έγινε ξεκάθαρο πόσο αποτελεσματικά είναι ή αν κάνουν περισσότερο καλό από ό,τι κακό.

Οι συγγραφείς σημείωσαν πως έρευνα για τις αυτοαξιολογημένες παρενέργειες στη μακροχρόνια χρήση ήταν ακόμη πιο ανησυχητική: το 71% ανέφερε συναισθηματικό μούδιασμα, το 70% είπε ότι ένιωθε «θολούρα ή αποστασιοποίηση», το 66% πως αντιμετώπισε σεξουαλικές δυσκολίες και το 63% ανέφερε υπνηλία.

Επισημάνθηκε και ότι «ένα άλλο πιθανό πρόβλημα είναι ότι η μακροχρόνια χρήση αντικαταθλιπτικών ξεκινά συχνά από την παιδική ηλικία», ενώ «υπάρχουν πολύ λίγα κλινικά στοιχεία ότι τα αντικαταθλιπτικά δρουν αποτελεσματικά σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες. Παρ’ όλα αυτά, τα αντικαταθλιπτικά είναι εκ των πιο συχνά λαμβανόμενων φαρμάκων από τα έφηβα κορίτσια. Επίσης, ο αριθμός των παιδιών ηλικίας 12 έως 17 ετών που λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά με συνταγή αυξάνεται ραγδαία σε ορισμένες χώρες».

Χρειάζεται να βρούμε καλύτερες θεραπείες

Έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα και αφορά τα αντικαταθλιπτικά μελέτησε αν είναι αποτελεσματικά σε βάθος χρόνου. Μονολεκτικά, θα σου πω: Όχι. Με περισσότερες λέξεις, θα διαβάσεις πως οι συγγραφείς τονίζουν ότι «τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να μη βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων μακροπρόθεσμα, σε σύγκριση με τους ασθενείς που δεν τα παίρνουν». Ως εκ τούτου, «χρειάζεται να βρούμε καλύτερες θεραπείες».

Επιστήμονες με επικεφαλής τον Omar Almohammed, του King Saud University της Σαουδικής Αραβίας, μελέτησαν στοιχεία εκατομμυρίων ανθρώπων που παίρνουν αντικαταθλιπτικά. Για κάποιους, τα φάρμακα ανακουφίζουν ελάχιστα την κατάθλιψη και μπορεί να έχουν ανεπιθύμητες παρενέργειες – αύξηση βάρους, αϋπνία, απώλεια σεξουαλικής ορμής, ακόμη και συμπτώματα που μοιάζουν με στέρηση εάν διακοπούν απότομα.

«Η βελτίωση της συνολικής ευημερίας των ανθρώπων, ιδιαίτερα της ποιότητας ζωής τους, για χρόνια και όχι μόνο για λίγους μήνες, είναι ο απώτερος στόχος της θεραπείας», έγραψαν οι ερευνητές, προσθέτοντας πως το αν τα αντικαταθλιπτικά βοηθούν στην επίτευξη αυτού του στόχου είναι τουλάχιστον αμφίβολο. Σημειώνουν πως υπάρχουν δεδομένα δοκιμών που δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα, καθώς υπάρχει τεράστια επιρροή από τη φαρμακοβιομηχανία.

Τονίζουν και ότι, όσο συνεχίζει να αυξάνεται το βάρος της κατάθλιψης παγκοσμίως, οι άνθρωποι είναι απελπισμένοι για καλύτερες θεραπείες, καθώς θέλουν να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους.

Τα αρχεία υγείας που μελέτησαν ο Almohammed και οι συνεργάτες του ήταν από το US Medical Expenditures Panel Survey, πανεθνική μελέτη στις ΗΠΑ που παρακολουθεί ποιες υπηρεσίες υγείας χρησιμοποιούν οι κάτοικοι της χώρας. Τα αρχεία αυτά έδειξαν πως μεταξύ του 2005 και του 2017 κάθε χρόνο γίνονταν περί τις 17 εκατομμύρια διαγνώσεις ενηλίκων.

Φάνηκε και ότι η χρήση αντικαταθλιπτικών συσχετίζεται με ορισμένες βελτιώσεις στις ψυχικές πτυχές της ποιότητας ζωής, όχι όμως και στις σωματικές. Κάτι που σημαίνει ότι οι άνθρωποι τείνουν να αναφέρουν ότι η ψυχολογική δυσφορία και η ευημερία βελτιώθηκαν με τα αντικαταθλιπτικά, αλλά τα προβλήματα σωματικής υγείας, ο σωματικός πόνος και η έλλειψη ζωτικότητας συχνά παρέμεναν.

Ως ανησυχητικό χαρακτηρίστηκε και το γεγονός ότι, μεταξύ εκείνων που έπαιρναν αντικαταθλιπτικά για διάστημα δύο ετών, η θετική αλλαγή που κατεγράφη σε ορισμένες πτυχές της ποιότητας ζωής δεν διέφερε πολύ από εκείνη όσων δεν έπαιρναν φάρμακα.

Ποια είναι η εναλλακτική;

Η ομάδα πρότεινε «οι γιατροί και οι επαγγελματίες υγείας να εξετάσουν το ενδεχόμενο να βάλουν τους ανθρώπους σε συνεδρίες ψυχοθεραπείας ή κοινωνικής υποστήριξης πριν τη συνταγογράφηση αντικαταθλιπτικών, κυρίως επειδή δεν υπήρχε μεγάλος αντίκτυπος στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων».

Σημείωση: Η μελέτη δεν έκανε διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων κατάθλιψης που διαγνώστηκαν πρόσφατα και των ατόμων που ζούσαν με τη διαταραχή για χρόνια. Συμπεριλήφθηκαν όσοι είχαν διαγνωστεί με κατάθλιψη και είχαν δεδομένα παρακολούθησης δύο ετών. «Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το σενάριο ότι για ορισμένους αυτά τα φάρμακα είχαν ένα αρχικό αποτέλεσμα πριν από την περίοδο των δύο ετών που μελετήθηκε». Οι επιστήμονες δεν είχαν την ικανότητα να ελέγξουν και τη σοβαρότητα της κατάθλιψης.

Αντί άλλου επιλόγου, θα σου δώσω τον επίλογο της αναφοράς των ερευνητών.

«Αν και οι ασθενείς με κατάθλιψη χρειάζεται να συνεχίσουν να παίρνουν τα αντικαταθλιπτικά τους φάρμακα, απαιτούνται μακροχρόνιες μελέτες για να αξιολογηθεί ο πραγματικός αντίκτυπος των φαρμακολογικών και μη φαρμακολογικών παρεμβάσεων στην ποιότητα ζωής αυτών των ασθενών».

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

seven − 5 =