Είναι ο κορυφαίος σατυρικός ποιητής της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου την 1η Φεβρουαρίου του 1853 και ήταν γιος Κυθηρίου, η δε μητέρα του ήταν από τη Χίο. Η οικογένειά του ήταν εύπορη. Ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει παπά. Κάποια στιγμή η οικογένειά του χρεοκόπησε και ο πατέρας του τον έστειλε να δουλέψει σε ένα θείο του σιτέμπορο στο Ταϊγάνι της Ρωσίας. Γρήγορα τα παράτησε και ήλθε στην Αθήνα για να γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε δεν του επέτρεψαν να πάρει το πτυχίο του. Η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία ξεκίνησε γύρω στο 1872. Άρχισε να παραδίδει μαθήματα και να δημοσιογραφεί.
Ο γάμος, η ωριμότητα και η σχέση του με το λαό
Το 1881 παντρεύτηκε την Μαρία Κωνσταντινίδου και απέκτησαν πέντε παιδιά. Η σύζυγός του στάθηκε πρότυπο αφοσίωσης ως σύντροφος, προστάτης και μούσα του. Το σπίτι τους στο κέντρο της Αθήνας, αποτελούσε ένα από τα πιο γνωστά φιλολογικά σαλόνια. Σε συναθροίσεις που οργάνωνε στο σπίτι σύχναζαν οι Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Πολέμης, Γιώργος Δροσίνης, Αριστομένης Προβελέγγιος, Μπάμπης Άννινος, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Μιλτιάδης Μαλακάσης κ.α. Εξέδωσε το περιοδικό «Ρωμηός», για πρώτη φορά στις 2 Απριλίου του 1883, μία σατυρική μηνιαία έκδοση. Ο «Ρωμηός» κυκλοφόρησε ως το 1918, λίγο πριν το θάνατο του Σουρή, για 36 χρόνια και 8 μήνες, σε 1.444 συνολικά τεύχη.
Μέσα από τα γραπτά του καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα της εποχής του, ενώ σχολίαζε τους πάντες, από τον λαό μέχρι τους βασιλείς. Μάλιστα διώχθηκε από τη βασίλισσα Όλγα για τους σατυρικούς στίχους που έγραψε για το πρόσωπό της. Κανένας δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι με το έργο του ο Σουρής αγκάλιασε το λαό, αφού αναφερόταν στην καθημερινότητα και τα προβλήματα των απλών ανθρώπων. Η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ήταν κυρίως η δημοτική, χωρίς να λείπει η χρήση της καθαρεύουσας, όπου εκείνος νόμιζε. Έγραψε θεατρικά έργα όπως η «Περιφέρεια», η «Χειραφέτησις» και «Δεν έχει τα προσόντα» και μετέφρασε τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη στα νέα ελληνικά.
Η αναγνώριση
Το 1886 παρασημοφορήθηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη και το 1906 προτάθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Το 1915 τιμήθηκε με το βασιλικό μετάλλιο των Γραμμάτων και των Τεχνών. Πέθανε στις 26 Αυγούστου του 1919 στο Φάληρο.