giorgos-zabetas

Κατά καιρούς κυκλοφόρησαν διάφορες ιστορίες. Κάποιοι είπαν ότι ο Θανάσης ήταν ένας τακτικός θαμώνας σε ένα μαγαζί της οδού Πατησίων, όπου εμφανιζόταν ο Ζαμπέτας και κάθε φορά που έμπαινε εκείνος τον ρωτούσε από το μικρόφωνο «που ‘σαι Θανάση;». Μέχρι που κάποια μέρα εξαφανίστηκε, κάνοντας τον μουσικό να αναρωτιέται τι απέγινε. O Θανάσης όμως δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Δεν ήταν καν πρόσωπο…

Τους στίχους έγραψε ο Μπάμπης Βασιλειάδης, ο άγνωστος – διάσημος στιχουργός του λαϊκού τραγουδιού, γνωστός και ως «Τσάντας» – παρατσούκλι που του είχε δώσει ο Στράτος Παγιουμτζής, επειδή κυκλοφορούσε στα νυχτερινά μαγαζιά με έναν χαρτοφύλακα γεμάτο με στίχους που είτε πούλαγε πολύ φθηνά ή τους χάριζε, με το όνειρο να γίνει γνωστός. Το «Που ‘σαι Θανάση» ήταν το τελευταίο τραγούδι που έγραψε το 1972, λίγο πριν πεθάνει και σαν τελευταία επιθυμία παρήγγειλε στη σύζυγό του να το τραγουδήσει ο Ζαμπέτας.

Γεννημένος το 1907 στο στο Ρένκιοϊ της Τρωάδας το 1907, ο Βασιλειάδης ήρθε στην Ελλάδα σαν πρόσφυγας, κουβαλώντας τα λιγοστά υπάρχοντά του, αλλά και τη μουσική παράδοση της σμυρναίικης μουσικής στις αποσκευές του. Επρόκειτο για το ρεμπέτικο, που άνθισε στις underground πιάτσες που σύχναζαν οι μάγκες την περίοδο του μεσοπολέμου, όπως άνθιζε και η κάνναβη στην ελληνική γη, από τον 5ο αι. π.Χ όπως περιγράφει ο Ηρόδοτος – για βιομηχανική, ιατρική αλλά κι ευφορική χρήση – μέχρι την ημιαπαγόρευση του 1920 και την τελική απαγόρευση του 1936.

Χαρακτηριστικά δείγματα του ρεμπέτικου τραγουδιού που γνώρισαν μεγάλη δημοφιλία ήταν τα λεγόμενα «χασικλίδικα». Σε αυτά καταγράφεται το φαινόμενο τnς xρήσnς ινδικής κάνναβης και τα αρνnτικά αποτελέσματα τnς κατάχρnσής της, οι τεκέδες της εποχής αλλά και οι μόρτες των μεγάλων λιμανιών της χώρας. Πρόκειται για τραγούδια που λογοκρίθηκαν σκληρά από τον δικτάτορα Μεταξά, με αποτέλεσμα οι δημιουργοί τους είτε να τα πετάξουν στο πηγάδι της λήθης ή να τροποποιήσουν τους στίχους τους, έτσι ώστε κάποιος να πρέπει να διαβάσει πίσω από τις λέξεις για να καταλάβει τι ακριβώς περιέγραφαν.

Ένα τέτοιο απαγορευμένο τραγούδι της κάνναβης είναι και το «Πού ‘σαι Θανάση», όσο παράξενο κι ακούγεται αυτό! Ο «Τσάντας», εν μέσω της σκληρής λογοκρισίας της χούντας – πια – και ανατρέχοντας στα νεανικά του χρόνια λίγο πριν φύγει από τη ζωή, θυμάται τους μάγκες της εποχής του να φουμάρουν αργιλέ στους τεκέδες και γράφει για αυτούς.

Όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Ρεμπέτικα Τραγούδια» του Ηλία Πετρόπουλουοι χασισοπότες του μεσοπολέμου ονομάζουν τον αργιλέ, «μάπα», «καλάμι», ή… «Θανάση». Το ίδιο αναφέρεται και στο βιβλίο «Τοξικομανία» των  Α. Δαβαρούκα και Γ. Σουρέτη, όπου «Θανάσης» ή «ο Θανάσης με το τρύπιο κεφάλι» είναι το αργκοτικό συνώνυμο του αργιλέ.

Έτσι αν ξανακούσουμε το «Πού ‘σαι Θανάση» από τη χαρακτηριστική φωνή του Γιώργου Ζαμπέτα δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε, πως ο ήρωας του Βασιλειάδη, θέλει να πάρει σβάρνα μια βραδιά όλες τις συνοικίες και δεν θέλει να πάει στο κέντρο όπου είναι οι πολυκατοικίες, αλλά σε ένα στέκι απόμερο, σε έναν από τους τεκέδες δηλαδή που λειτουργούσαν έξω από τα στενά σύνορα των πόλεων, υπό άκρα μυστικότητα.

Στο στέκι του Θανάση – δηλαδή το στέκι του αργιλέ – ο ήρωας θα βρει τον Μάνθο και τον Θεμιστοκλή, μόνο άνδρες, όπου ήταν επιτρεπτό να συχνάζουν στους τεκέδες και θα κάτσουν σε ένα από τα μακρόστενα τραπέζια που είχαν εκείνα τα μαγαζιά, για να θυμηθούν της νιότης τους τα… φίνα. Μπορεί να ακούσουν και κάποια γλυκιά πενιά γιατί οι τεκετζήδες συνήθιζαν να κρεμούν στον τοίχο ένα μπαγλαμαδάκι ή ένα μπουζουκάκι για να σπάει καμιά φορά την κατάνυξη του τεκέ, κάποιο «ιερό τροπάριο» της κάνναβης.

Και γιατί έχει χάσει τα ίχνη του; Γιατί στη δεκαετία του ’70 οι τεκέδες είναι πια μια μακρινή ανάμνηση των μεσηλίκων και άνω της εποχής…

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

fifteen + 1 =