Ένα ποιητικό μονόπρακτο για μια ταινία που σημάδεψε τα μετεφηβικά χρόνια μου. Το 1980 ο Θόδωρος Αγγελόπουλος παρουσιάζει την ταινία «Μεγαλέξανδρος». Το χειμώνα του 1982 η ταινία παίζεται στην Σπάρτη στον κινηματογράφο «Φάρο». Σε μια μέρα δύο παραστάσεις 4-8 και 8-12.
Κατεβαίνουμε από το χωριό να δούμε το φιλμ με τον Γιώργη παιδικό φίλο τέσσερες μέχρι οκτώ και στη συνέχεια βόλτα στην πόλη. Τέσσερες ώρες στην αίθουσα δεν ανταλλάξαμε κουβέντα, ουδέν σχόλιο.
Βγαίνοντας από την αίθουσα στο φουαγέ ο Γιώργης μου λέει προβληματισμένος «ρε συ κατάλαβες τίποτα τέσσερες ώρες ταινία και ο πρωταγωνιστής άχνα μια λέξη μόνο έπρεπε τι στο διάολο έπρεπε» «πολύ με μπέρδεψε ο Αγγελόπουλος» του λέω «δεν την ξαναβλέπουμε μπας και ξεμπερδευτούμε;» λέει και συμφωνώ αμέσως
Νέα εισιτήρια και ξανά στην αίθουσα για άλλες τέσσερες ώρες.
Ένα μεροκάματο για το «Μεγαλέξανδρο»
Το τέλος του μύθου είναι το τέλος κάποιων ελπίδων που γεννήθηκαν και χάθηκαν μαζί με τον 20ο αιώνα…
Παραμύθι χωρίς τέλος, Έπρεπε …
Κουρνιαχτός αξημέρωτα στην κορυφή του ορίζοντα
σ’ ολόλευκο άλογο στην περιφέρεια της πανσέληνου
τα γκέμια κρατάει σφιχτά καβαλάρης αντρειωμένος
τον κάμπο βαθιά αγναντεύει μέχρι που σβήνει η ματιά.
Η μνήμη γίνεται επιθυμία στο σύννεφο
αδειανό το χρόνο μαγικά ακουμπά στο στήθος
άγριες θύελλες γυρεύει στης θάλασσας το σκασμένο κι’ άνυδρο δέρμα
Ξεφυλλίζει την Ιστορία που δεν του κατονόμασαν οι προύχοντες.
Της πύλες του άνοιξε ο Αίολος την κάπα του χαλί ιπτάμενο ανεμίζει
τ΄ άστρα του πρωϊνού απάνω της με πολύ σαρκασμό ερωτοτροπούν.
Ασουλούπωτο χάος εμπρός του ανησυχία τον γεμίζει.
Καβαλάρης αντρειωμένος τον ίσκιο του στέλνει ανιχνευτή
επισκέπτης ξαφνικός στη σχισμή της κλεψύδρας
τα χρόνια που χάθηκαν αριθμεί ένα ένα
το βάρος του αμετάκλητου στον πάτο του τσαρουχιού του έχει κρυμμένο.
Τόσοι παράλληλοι κύκλοι την επιστροφή αναγγέλλουν
κι’ αυτός στο στυγερό του αλωνιού ακουμπισμένος
τα σημαντικά και τα ασήμαντα θυμάται.
Σκυφτός χαϊδεύοντας τα φτερά της διάφανης πεταλούδας
ξόρκια αναζητεί την μανία των τύψεων του να εξευμενίσει.
Μόνο η πέτρα απόμεινε σε τούτο τον τόπο
οι ξερολιθιές τείχη που το δρόμο φράζουν.
Η γη τούτη που πατάς το είδος σου σκάρωσε
του φόβου την σπορά με δεξιοτεχνία άπλωσε.
Ώρα να κινήσεις σε καρτερούν για να τους λευτερώσεις
από του ξένου αφέντη την στριγκλιά φωνή
που σαν εφιάλτης στη πέτσα τους τυπώνεται.
Στου ολόλευκου αλόγου στη σέλα λεβέντης καβαλάρης
τα γκέμια σφιχτά κρατά μια μια τις ξερολιθιές προσπερνά
η κλεισούρα τόσων αιώνων τον πνίγει
την ανάσα της λευτεριάς στο πρόσωπο του νοιώθει.
Πουλιά ανάξιας ψυχής το ίσο προσπαθούν να κρατήσουν
με ρυθμό παράξενο διαφωτισμό την όψη του στολίζουν.
Η επιστροφή μια προσδοκία γεννά όχι πως έζησε ήσυχη ζωή
η αρετή με την αμαρτία σφιχτά αγκαλιασμένες
μαντήλι κόκκινο μέσα στη νύχτα κεντούν
να ξεχωρίζει το έγκλημα από την τιμωρία.
Μελαγχολικής αισιοδοξίας το αίνιγμα να λύσει χρόνια προσπαθεί
πίσω από τις θάλασσας τα σίδερα φυλακισμένος.
Βεβηλώνοντας άσεμνα τις σκιές που στο άγριο τοίχο του κελιού
την κραταιά πανσέληνο σπρώχνουν στο φως της ημέρας να βυθιστεί.
Στο σταυροδρόμι το διπλό κοντοστέκεται
βλοσυρά τα δάχτυλα του κοιτά ψάχνει σημάδια επιλογής.
Τα χέρι αντηλιά στα μάτια φέρνει
τις σκηνές που σε λίγο θα παιχτούν προσπάθεια να μαντέψει
ακανόνιστου σχήματος πλατάνια το βλέμμα εμποδίζουν
τα πουλιά το χαμένο τους θάρρος ξαναβρίσκουν.
Αντρειωμένος καβαλάρης τα γκέμια του αλόγου σφιχτά κρατεί
οι οπλές του αθόρυβα στο σοκάκι κυλούν
εκεί που οι φωνές ακούγονται τον οδηγεί.
Ο ντελάλης τον ερχομό αναγγέλλει
κρεμασμένος από το μεσοδόκαρο του ουρανού
«Φέρτε ψωμί, φέρτε νερό, βάλτε κρασί,
την τάβλα στο αλωνιού τα μάρμαρα στήσετε την.
Φάτε και πιέτε αφέντες μου και σεις νοικοκυρέοι
κοπιάστε κολλιγάδες μου και τα δουλικά
και σεις αντρειωμένοι στη σειρά
Καλώς τον μυριοξασκουστό και χιλιοτραγουδισμένο
Τον Άγιο Μεγαλέξαντρο
Τον κυρ Διγενή Ακρίτα
Τον Άρη το μαυροσκουφομένο
Τους ξένους αναζητά να τους βαφτίσει θέλει»
Μια λέξη μόνο μακριά πολύ μακριά σημάδι βάζει τον καιρό.
Έπρεπε …..
Η ιστορία μούτρωσε από τα καμώματα του μύθου
πέρασαν χρόνια και η μνήμη δεν μπόρεσε να αυτοκτονήσει
Μπροστά μας περνούν σημαντικά και ασήμαντα
την αναστάτωση μας φέρνουν αδυνατούμε να χωρίσουμε
τι δεν πρέπει και πρέπει.
Έπρεπε αυτό να γίνει …
Στους αγρούς της άνυδρης γαλήνης μόνο πάχνης φυσαλίδες
χορεύουν στα καλωσορίσματα.
Οι αντρειωμένοι τον προσμένουν χρόνια τώρα
φωτιά του λέοντος έχουν στο μάτι
ξύπνησαν απότομα με τον εφιάλτη του δίκιου
να λιγοστεύει τα χρόνια μετά από πολλών γενεών ανάπαυλα.
Ήρθε ο καιρός και έδωσε σχήμα άξιο στην προσμονή
στο καλωσόρισμα του φόνου προφήτες
στο νυφικό της πατρίδας ο κόκκινος λεκές η αιτία.
Αγέρωχος αμίλητος τριγυρνά σχήμα νέο θέλοντας να δώσει στις οπτασίες.
Σκυφτός το μικρό θόλο της κάμαρης περνά
απέραντη θάλασσα ακυμάτιστη στο προσκυνητάρι της συγγνώμης
τα άρματα ανάλαφρα αποθέτει
το αραιωμένο γένι του χαϊδεύει θάρρος δίνοντας στη φωνή.
Η νύφη ορθή με το ολόλευκο νυφικό
την καρδία της ματωμένη στην παλάμη κρατεί αμίλητη
προσφορά στην οπτασία του μυαλού του
το χρόνο ανάποδα γυρνά
δάκρυ κρυφό στο μαντίλι δεμένο του μεγάλου έρωτα σπονδή.
Κι όμως έπρεπε….
Ψάχνει να βρει αυτό που είναι χαμένο
χρέος της σιωπής του σιωπή δεν το ξεχωρίζει
σκοτεινών σημείων διαδρομές μετάνοια και συγχώρεση
ραμμένες στη φόδρα του πανωφοριού από το φως να μην ξεθωριάσουν.
Χρόνια μίζερα ένας λαός ολάκερος ρίχνει λάδι στους τροχούς του μύλου
η πέτρα του τις μπρούτζινες φλέβες του σταριού τσακίζει
Πριν του ήλιου το πρωινό σάλπισμα
Ο καβαλάρης σφιχτά τα γκέμια κρατώντας
τους ξένους αφέντες γυμνούς στο ποτάμι του δίκιου βαφτίζει
χωρίς ευχές και ψαλμούς ορθό παραμένει το μυστήριο.
Καβαλάρης αγέρωχος
Το δρόμο για το χάρτινο ουρανό τους δείχνει
χάθηκαν στον ορίζοντα ξορκισμένες φιγούρες
Στα χνάρια τους αλμύρα του πεύκου αναπνέει
με βήμα γοργό και την πυρωμένη αχτίδα του ήλιου
του φόβου την ανάσα να δυναμώνει χάνονται στου κάμπου τα σπαρτά.
Τα μάτια κουρασμένα διαρκώς βλέπουν
τους λεκέδες του αίματος στο λευκό νυφικό.
Η ζωή με τα δράμια πάνω κάτω ζυγίζει
μια στην ευδοκία μια στην καταστροφή
Καβαλάρης ξακουστός χιλιοτραγουδισμένος
με το φλασκί του χρέους στον ώμο κρεμασμένο
τα φυλακισμένα όνειρα λευτερώνει
την πληγωμένη καρδία βαθιά
στου Αχέροντα την γειτονία στοργικά αποθέτει.
Με το σουγιά στην άγρια πέτρα το αχνάρι
της νιότης του σκαλίζει, αδέσποτο το φεγγάρι τριγυρνά
φωτογραφίζοντας τη γεωμετρία των γραμμών.
Τους λογισμούς του μύρο αφήνει μέσα στα ρείκια
τους ξένους να ξαναβαπτίσει στο ρηχό ποτάμι
Η ατίθαση πίκρα στο στόμα την φωνή εμποδίζει
της ψυχής μεταμέλεια δάκρυ παγωμένο
στη γενειάδα του πένθους χάνεται.
Σκύβει την πέτρα την γυαλιστερή
αστραπή στο σύμπαν στέλνει να κεντήσει μια λέξη κουρασμένη
«Έπρεπε» …η ομορφιά του ερωτά που χάθηκε στη στιγμή
Γύρω από τον λεκέ του αίματος θεοί και μύθοι
στροβιλίζονται την συγχώρεση να δώσουν καλούνται.
Μετά από τόση σιωπή μόνο μια λέξη
ανομολόγητος πειρασμός η ερώτηση που γεννιέται.
Ίδια σταθερή απάντηση «Έπρεπε»
Αχρονολόγητες σκέψεις σε νύχτες συνωμοτικές
μάτια μισόκλειστα μπροστά στη φλογίτσα του λυχναριού
Σημάδια πορφυρογέννητης μετάνοιας
την ορμή των γεγονότων αγκαλιάζουν.
Το πλάνο τερματίζεται η φιγούρα χάνεται
Ο αντρειωμένος καβαλάρης σαν ίσκιος νεράιδοβαφτισμένος
στο χαμογελαστό συννεφάκι την πυγολαμπίδα του νου μας συναντά
Όνειρο που ποτέ δεν θα γίνει πραγματικότητα στον μύθο…
έπρεπε… να το φανταστούμε μοναχικό το παραμύθι χωρίς τέλος
κι αν ο μύθος πέθανε, η ελπίδα έπρεπε να υπάρχει.
Π.Κ.
Φλεβάρης του ‘24
Σπάρτη