Του Βαγγέλη Γέττου
Από τη δολοφονία Τοπαλούδη μέχρι η ελληνική κοινωνία να έρθει δραματικά αντιμέτωπη με την κουλτούρα του βιασμού, χρειάστηκαν δύο ολόκληρα χρόνια. Ωστόσο για τη δικαιοσύνη, για τους αρμούς μιας κοινωνίας θεσμών και δικαίου όπου η ζωή αποτελεί απαραβίαστο αγαθό, είναι σαν να πέρασαν δύο αιώνες. Γιατί για δύο χρόνια, η κουλτούρα του βιασμού συνέχιζε να καλλιεργείται μέσα στην τοξική υγρασία ενός αποσυντιθέμενου δικαιοδοτικού συστήματος.
Για εμάς, το φιλοθεάμον κοινό, το μη επηρεαζόμενο πλήθος, τους καταναλωτές εικόνων και φιλτραρισμένων ειδήσεων, πέρασαν δύο ακόμα χρόνια. Ήταν απλώς δύο ακόμα χρόνια για όσους, σκρολάροντας, δεν θα ξεχώριζαν τις ειδησεογραφικές αναρτήσεις για την υπόθεση Τοπαλούδη από τις διαθέσιμες αστυνομικές ταινίες του Netflix. Γιατί μέχρι να συμβεί κάτι σοβαρό και σ’ εμάς, δικαιοσύνη σημαίνει απλώς δικαστήρια, δικαστές και δικηγόροι.
Ο κολοβός ελληνικός σχηματισμός υποβάθμισε την έννοια του «συστήματος δικαιοσύνης» σε ένα σύστημα που απλώς τιμωρεί μια ποινικά κολάσιμη πράξη. Αντιθέτως, αυθεντικό σύστημα δικαιοσύνης είναι αυτό που εκπαιδεύει, που σε οριακές και κρίσιμες στιγμές παίρνει μαζί του την κοινωνία σε πιο προωθημένες θέσεις άμυνας απέναντι στις αντικοινωνικές δυνάμεις που την εποφθαλμιούν. Το σύστημα δικαιοσύνης δηλώνει «παρών» εντός και εκτός αιθουσών δικαστηρίων, κρατητηρίων, γραφείων πρωτοκολλητών και συνεδριάσεων κεκλεισμένων των θυρών. Γι’ αυτό λέγεται «σύστημα».
Κι αυτό το «παρών», φυσικά, πόρρω απέχει από το πανταχού «παρών» του δόγματος Χρυσοχοΐδη (π.χ. αστυνομία πανεπιστημίων). Αναφέρομαι σε διαδικασίες που μια άλλη, προοδευτική κυβέρνηση οφείλει να εγκαθιδρύσει πάραυτα ώστε οι δεινόσαυροι του δικαστηριακού κατεστημένου και μαζί τους η ιουρασική δικαιοδοτική περίοδος, να ξεπεραστούν. Μόνο έτσι θα επιταχυνθούν οι διαδικασίες, θα αποσυμφορηθούν οι αίθουσες, θα χτυπηθεί η ευθυνόφοβη σχολαστικότητα και θα διασφαλιστεί η αξιοπρέπεια του θύματος. Συνεπώς μόνο έτσι θα ενθαρρυνθεί η καταγγελία που δεν εξαφανίζεται από τον ψηφιακό αλγόριθμο ενός post στα social media.
Η υπόθεση της Τοπαλούδη δεν είναι ιστορική μόνο λόγω της τραγικότητάς της. Είναι ιστορική γιατί η εισαγγελέας έδρασε όπως οφείλουν να δρουν οι δικαστικοί που σε κρίσιμες καμπές της θεσμικής ιστορίας ενός τόπου φέρουν την ευθύνη να τραβήξουν την κοινωνία μαζί τους μπροστά, σε ένα θεσμικό ξέφωτο όπου θα επουλωθούν, έστω και μερικώς, οι πληγές από την κοινωνική εξαχρείωση. “Ας επικρατήσει δικαιοσύνη και ας χαθεί ο κόσμος όλος” είχε αναφέρει η εισαγγελέας στην αγόρευσή της που κλόνισε τα στεγανά του δικαστικού ιερατείου. Και όταν έλεγε «κόσμος» δεν εννοούσε τους θεσμούς. Εννοούσε πρώτιστα τον εαυτό της. Γιατί ήξερε με ποιόν τα έβαζε. Όχι απλά με τον επιφανή πατέρα του Ροδίτη δράστη.
Η εισαγγελέας Αριστοτελεία Δόγκα συνέδραμε στην προετοιμασία της ιστορικής απόφασης που έκλεισε την ηγεσία της Χρυσής Αυγής στη φυλακή. Ήξερε ότι τα έβαζε με το τέρας, με τον κοινωνικό φασισμό, με τα ανθρωπόμορφα τέρατα των reality shows που διακηρύσσουν την πρόθεσή τους να βιάσουν «αν δεν τους κάτσει η γκόμενα», με τις ευρωπαϊκές δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι ο βιασμός είναι σχεδόν αποδεκτός από ένα 20% του ανδρικού πληθυσμού.
Η εισαγγελέας Δόγκα εκπαίδευσε. Μας τράβηξε μαζί της στην επιφάνεια και δήλωσε αυτό το αδιάλειπτο «παρών» που οφείλει να διατρανώνει η δικαιοσύνη. Κακόβουλοι νομικοί και πολιτικοί ενοχλήθηκαν από την ανθοδέσμη που δέχθηκε από την οικογένεια της Τοπαλούδη. Δεν ενοχλήθηκαν, όμως, λόγω της δήθεν μεροληψίας της. Ενοχλήθηκαν γιατί ήξεραν ότι αυτή την ανθοδέσμη την δίνει όλο εκείνο το κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που δεν μπορεί να βλέπει έναν από τους στενότερους συνεργάτες του πρωθυπουργού να πέφτει στα μαλακά για παιδεραστία. Ενοχλήθηκαν γιατί ήξεραν ότι αν της περάσει, έπονται και άλλα.
Ακολουθούσε η πρόεδρος του δικαστηρίου της Χρυσής Αυγής Λεπενιώτη που σε όφελος του δημόσιου συμφέροντος κατήγγειλε δημοσίως, από έδρας, την εγκληματική μεροληψία της εισαγγελέως Οικονόμου η οποία ήθελε να αθωώσει μαχαιροβγάλτες. Ενοχλήθηκαν γιατί φοβήθηκαν ότι το θάρρος των δύο δικαστίνων θα φωτίσει το σκοτεινό μονοπάτι για πολλούς πολίτες και κυρίως γυναίκες που με τις επερχόμενες καταγγελίες τους ενδεχομένως εμπλέξουν πολλούς επιφανείς.
Τους τρόμαξε το γεγονός ότι μια γυναίκα εισαγγελέας υπερασπίστηκε με πάθος την τιμή μιας νεκρής γυναίκας απέναντι σε αδίστακτους άνδρες. Στην Ελλάδα της σαμαρικής «ευθείας γραμμής, της αντρικής», κάτι τέτοιο παραμένει έκπληξη και μάλιστα παρά το γεγονός ότι το ποσοστό των γυναικών δικαστικών αγγίζει σχεδόν το 80%.
Η εισαγγελέας Δόγκα υπερασπίστηκε τη λαϊκή κυριαρχία και το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Το ποινικό δίκαιο, όπως όλοι οι τομείς του δικαίου, αποτελεί μία συνισταμένη αντίρροπων δυνάμεων. Αρύεται την ισχύ του όχι από κάποια μεταφυσική αρχή αλλά από τον λαό που μέσω των εκπροσώπων του έχει επιβάλει τον νόμο ως συνθήκη συνύπαρξης. Η λαϊκή κυριαρχία δεν είναι μια εργαστηριακή σταθερά αλλά μεταμορφώνεται, εξελίσσεται, προχωρά χάρη σε στάσεις όπως της εισαγγελέως Δόγκα. Από την άλλη, «περί δικαίου αίσθημα» σημαίνει ότι στην απόδοση δικαιοσύνης οφείλουν να συνυπάρχουν αρμονικά τα «μαθηματικά» των ποινικών διατάξεων μαζί με την αίσθηση, την υπόθεση, την «θετική υποψία» ότι ο/η δικαστικός προσφέρει όχι στη θεά Θέμιδα αλλά στους συνανθρώπους του/της.
Ωστόσο, είναι η στιγμή να υπογραμμιστεί και ένας σοβαρός κίνδυνος. Όταν τη θέση της καταγγελίας παίρνει ένα post στα social media χωρίς καν να κατονομάζεται ο θύτης, τότε το ποινικό δίκαιο αρχίζει να ρευστοποιείται αφήνοντας δικαστικούς σαν την προαναφερθείσα εισαγγελέα χωρίς εργαλεία. Γνωρίζω καλά ότι το να κατονομάσεις σεξουαλικό θύτη απαιτεί διεργασίες σχεδόν υπεράνθρωπες. Αναγνωρίζω, επίσης, ότι η αποκάλυψη μιας τρομακτικής εμπειρίας ακόμα και μέσω μιας ανάρτησης, όσος χρόνος και αν παρήλθε στο μεταξύ, μπορεί να προσφέρει στο θύμα κάποια λύτρωση.
Στις ΗΠΑ, ωστόσο, το τσουνάμι του #metoo κατάντησε punch line σε αμερικανικά stand ups ακριβώς γιατί από ποινικό φαινόμενο μαζικών καταγγελιών (που δεν έγιναν) μετατράπηκε από το μιντιακό σύστημα σε ένα επικοινωνιακό φαινόμενο πεπερασμένης επικαιρικότητας. Γιατί η εποχή ευνοεί την στιγμιαία κατανάλωση ακόμα και των πιο αποτρόπαιων προσωπικών βιωμάτων. Και ένα σοβαρό σύστημα δικαιοσύνης, ή έστω και φωτισμένοι/ες εισαγγελείς, μεμονωμένα, οφείλουν να μετατρέψουν αυτό το φαινόμενο σε μια προωθητική διαδικασία για την κοινωνία. Οφείλουν, δηλαδή, να ψάξουν κι εκεί που κανείς δεν τους «κάλεσε». Οφείλουν να μετατρέψουν το Facebook post σε διαδικασία διερεύνησης. Και να πείσουν ότι αξίζει τον κόπο. Ότι το «που να μπλέκεις τώρα…» πρέπει να μπει στο θεσμικό χρονοντούλαπο.
Η εμπειρία όσων έχουν εργαστεί υποστηρίζοντας θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, μεταξύ αυτών και ο γράφων, λέει ότι αν έχεις υποψίες, δεν περιμένεις νωχελικά το θύμα αλλά του παρέχεις τον ασφαλή χώρο ώστε να εκφραστεί και να καταγγείλει, δηλαδή να κατονομάσει. Αυτό αν δεν το κάνει η ελληνική δικαιοσύνη, ας μην περιμένουμε να το κάνει καμία ΜΚΟ και κανένας σύνδεσμος θυμάτων. Όχι γιατί δεν το κάνουν -και μάλιστα με πάθος και αφοσίωση- αλλά γιατί αυτό δεν είναι θεσμικά αρκετό.
Αυτό σημαίνει «σύστημα δικαιοσύνης». Αρκεί να ανατρέξει κανείς στα μοντέλα χωρών όπως η Ισλανδία και η Σουηδία όπου τα παλαιότερα τρομακτικά νούμερα βιασμών και κακοποιήσεων δεν αντιμετωπίστηκαν μόνο με χειροπέδες αλλά με ένα διαρκές «παρών» των αρχών παντού: στα σχολεία, στα social media, στους χώρους εργασίας, στα πανεπιστήμια. Είναι η δικαιοσύνη εν τη ευρεία εννοία- δικαστικοί και εκπαιδευμένοι αστυνομικοί- που πρέπει να ενημερώσουν νέους και νέες, να ενθαρρύνουν την καταφυγή στις αρχές και όχι σε έναν ψηφιακό προφίλ. Διαφωνώ, επίσης, στο ότι μόνο τα αγόρια πρέπει να εκπαιδεύονται σχετικά με αυτά τα ζητήματα, ώστε να καταπολεμηθεί η κουλτούρα βιασμού, όπως ακούγεται εσχάτως. Και τα κορίτσια πρέπει κάποτε να μάθουν ότι η κοινωνία είναι μαζί τους.
Είναι η στιγμή να μπει φρένο σε μια από τις πιο τρομακτικές πτυχές του κοινωνικού κατήφορου της ελληνικής κοινωνίας. Να μπει, λοιπόν, φρένο “κι ας χαλάσει ο κόσμος’’.