Όταν στη πρώτη περίοδο Γαλλικής κυριαρχίας των Ιονίων Νήσων (1797-1799), συγκροτούνται 3 «Νομοί» κατά το γαλλικό πρότυπο,[1] ο νοτιότερος ονομάζεται «Νομός Αιγαίου», και περιλαμβάνει τη Ζάκυνθο και τα Κύθηρα. Γιατί «Νομός Αιγαίου»; Το όνομα δεν δικαιολογείται για τη «κεντροβαρική» Ζάκυνθο, και υπαινίσσεται βλέψεις πολιτικές[2]. Ισχύει πάντως για τα Κύθηρα – σύνορο του Ιονίου προς το «Αρχιπέλαγος».
Η μεταιχμιακή γεωγραφία πλούτισε με αντινομίες αυτό το πρώτο και τελευταίο Ιόνιο νησί, γεωλογική προέκταση του Μαλέα, πλωτή γέφυρα της Κρήτης, που ισορροπεί ανάμεσα σε κόσμους από τη «Μινωική» εποχή.[3]
Αλλά στα ελληνικά διοικητικά χρονικά αυτή η αμφισημία εκφυλίστηκε σε πρωτοφανή (ακόμα και για τη φαιδρά πορτοκαλέα) σειρά από παλινωδίες – καθώς τα Κύθηρα περιφέρονταν «τήδε κακείσε», από νομό σε νομό.
Πελοποννησιακό εκκρεμές: 1864-1929
Με την ενσωμάτωση της Επτανήσου στη προϋπάρχουσα διοικητική δομή του Ελλαδικού κράτους το 1864, τα Κύθηρα προσαρτώνται ως αυτοτελής «Επαρχία» στο Νομό Λακωνίας[4]. Αποτελουν τη 5η επαρχία του νομού – που συναπαρτίζουν οι επαρχίες Μυστρά-Σπάρτης, Επιδαύρου Λιμηράς (με έδρα τη Μονεμβασία), Γυθείου, και Οίτυλου (Μάνης).[5]
Αλλά αυτή η υπαγωγή (γεωγραφικά εύλογη δεδομένης της «διοικητικής κουλτούρας» του ελλαδικού συγκεντρωτισμού), ανατρέπεται άρδην από τη κυβέρνηση Κουμουνδούρου στη «μεταρρυθμιστική» συγκυρία της προσάρτησης της Θεσσαλίας.[6]
Το 1881 η Επαρχία Κυθήρων αποσπάται από τη Λακωνία: προσαρτάται στο Νομό «Αργολίδος και Κορινθίας» – 6η μετά τις ομόλογες επαρχίες Κορινθίας, Άργους, Ναυπλίας, Ύδρας και Τροιζηνίας, Σπετσών και Ερμιονίδος.[7]
Σκίζεται έτσι, για τα Κύθηρα, ο «ασκός του Αιόλου». Και ανοίγει ένας μακροχρόνιος κύκλος αλλεπάλληλων διοικητικών μετακινήσεων:
(α) Το 1899, στο πλαίσιο μίας γενικευμένης «διχοτόμησης» των νομών (που θα αυξηθούν έτσι από 16 σε 26),[8] η κυβέρνηση Θεοτόκη επαναφέρει την Επαρχία Κυθήρων στη Λακωνία.
Ειδικότερα τώρα, από έναν Κερκυραίο πρωθυπουργό, η ιονική νήσος εντάσσεται στο νεοσύστατο «Νομό Λακωνικής», τον οποίο συναπαρτίζει από κοινού με τις επαρχίες Γύθειου (όπου και η έδρα του νομού) και Οίτυλου. Διαχωρίζεται έτσι το κύριο σώμα του νομού – στο εξής «Νομός Λακεδαίμονος», με τις επαρχίες Λακεδαίμονος (Σπάρτη), και Επιδαύρου Λιμηράς (Μονεμβασία), από τη Μάνη, στην οποία προσαρτώνται τα Κύθηρα.[9]
(β) Η μεταρρύθμιση Θεοτόκη αναστρέφεται έως το 1909: οι νομοί επανέρχονται στα προηγούμενα όριά τους,[10] – και τα Κύθηρα «αποκαθίστανται» στην Αργολιδοκορινθία.[11]
Από τη μετανάστευση, στη Πειραϊκή «κληρουχία»
Το περισσότερο χρόνο, κατά το Πελοποννησιακό εκκρεμές (1881-1909), η Επαρχία Κυθήρων λειτουργεί και ως «στενή» εκλογική περιφέρεια – με όχι αμελητέα σημασία, αφού εκλέγει 2-3 βουλευτές βάσει εκλογικών συστημάτων που προϋποθέτουν τουλάχιστον 15.000 (ή, αργότερα, 21.000) εγγεγραμμένους «δημότες»-εκλογείς.[12] Είναι όμως αληθινοί οι αριθμοί;
Ήδη πριν από την Ένωση, και αργότερα με εντεινόμενους ρυθμούς, οι Κυθήριοι μεταναστεύουν. Η κυθηραϊκή Διασπορά διογκώνεται δυσανάλογα. Συμπληρωματικά, αν όχι παραπληρωματικά, είναι τα πληθυσμιακά «υπόλοιπα» που ξεμένουν στη φτωχή νησιωτική κοιτίδα.
Στη Σμύρνη λ.χ. η Κυθηραϊκή παροικία αριθμεί, τη τριακονταετία 1890-1922, 25.000 άτομα. Που αποκαλούν τη προσφιλή τους Σμύρνη «Μείζονα Κύθηρα».[13]
Οργανικότερη θα αποδειχτεί η ειδική σχέση των Κυθήριων με τον Πειραιά. Στο Πειραιά, όπως στη Σμύρνη, η Κυθηραϊκή παροικία πληθαίνει τη τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα. Το 1899 οργανώνεται η «Κυθηραϊκή Αδελφότητα Αθηνών-Πειραιώς» – ενώ το 1924 το κέντρο βάρους μεταφέρεται στο νέο «Κυθηραϊκό Σύνδεσμο Αθηνών».[14]
Η νέα αυτή πραγματικότητα δεν είναι άσχετη με τη νέα μετακίνηση της Επαρχίας Κυθήρων: το 1929, επί κυβέρνησης Βενιζέλου, τα Κύθηρα αποκολλώνται αμετάκλητα από τη Πελοπόννησο, για να προσαρτηθούν τώρα πια στο «Νομό Αττικής και Βοιωτίας».[15]
Με πυρήνα τη (προϋπάρχουσα στην «Αττικοβοιωτία») επαρχία Αίγινας, η πρωτεύουσα παίρνει ήδη πριν τα Κύθηρα την Επαρχία Ύδρας και Τροιζηνίας (1925), και το 1948 τις Σπέτσες (που αποκόπτονται από την Επαρχία Ερμιονίδας). Στη πράξη όμως αυτός ο νησιωτικός μικρόκοσμος θεωρείται «γεωγραφικό εξάρτημα» του λιμανιού – όπως δείχνει η υπαγωγή του στο «Νομό/Νομαρχία Πειραιώς» (1964-1972, 1994).[16]
Δύο «ασύμμετρα» πολεμικά ιντερμέδια
Και όμως: η Ελληνική πολιτεία δεν δοκίμασε «τα πάντα». Δεν διανοήθηκε να συνδέσει (όπως οι Γάλλοι) τα Κύθηρα με τη Ζάκυνθο – που απέχει το ίδιο με τον Πειραιά. Δεν επιχείρησε καν να ενσωματώσει τα Κύθηρα στη γειτονική-νησιωτική Κρήτη. Οι «συμμετρίες» με τις οποίες πειραματίστηκε η ελληνική διοίκηση για τα Κύθηρα ήταν πάντα «συγκλίνουσες» προς το νοητό, και τελικά το πραγματικό πολιτικό βαρύκεντρο. Συγκεντρωτικές.
«Ασύμμετρα» με αυτή την έννοια ήταν δύο σχήματα ενός «διοικητικού μπαρόκ», που «λανθάνουν» της προσοχής επειδή επιζούν ελάχιστα, σε ανώμαλες πολιτικές συνθήκες.
Πρώτο σχήμα: η νόθα, ληστρική και δούλη «αναβίωση» της Ιονικής ενότητας υπό τον φασιστικό πέλεκυ, την υπερδιετή περίοδο Ιταλικής κατοχής (Απρίλιος 1941-Σεπτέμβριος 1943). Στο πλαίσιο του μεθοδικού διαμελισμού της χώρας, τα Κύθηρα αποσπώνται από τη προπολεμική διοικητική τους ένταξη (Νομός Αττικοβοιωτίας, 1929), και εξαρτώνται από την εγκατεστημένη στη Κέρκυρα δικτατορική εξουσία του φασίστα επίτροπου Παρίνι.[17]
Δεύτερο σχήμα: το 1916 τα Κύθηρα προσχωρούν στη Βενιζελική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Όταν αργότερα συμφωνείται η επάνοδός τους στη διοίκηση της Αθήνας, οι Κυθήριοι υπογράφουν τη Διακήρυξη της Αυτονομίας της «Αυτόνομης Διοικήσεως Κυθήρων», τη 5η Μαΐου 1917. Καθώς μάλιστα οι αδιαπραγμάτευτοι Κυθήριοι υιοθετούν αυτολεξεί τις αποφάσεις της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης, δυνάμει διατάγματος της «Αυτονόμου Διοικήσεως», τα μικρά Κύθηρα θα κηρύξουν τον πόλεμο[18] στην αυτοκρατορική Γερμανία!
Αριστοτέλης Κ. Κοσκινάς Με την ευγενική παραχώρηση, από τον δικτυακό του τόπο corfutopia.gr