Μεταξύ των Ελλήνων ηθοποιών που έχουν αποτυπωθεί στις συνειδήσεις μας ως αυθεντίες στο κωμικό είδος – πολλοί χρησιμοποιούν τον όρο «ιερά τέρατα» – συμπεριλαμβάνεται αναμφίβολα ο Νίκος Σταυρίδης.
Οι ιδιαίτερες γκριμάτσες και το χαρακτηριστικό γέλιο του (το οποίο είχε τη δυνατότητα να «παγώνει» ανά πάσα στιγμή) θα μπορούσαν να διδάσκονται σε σεμινάρια υποκριτικής. Σε συνδυασμό με την πληθωρική παρουσία και την ξεχειλίζουσα αυτοσχεδιαστική ικανότητα, χάρισαν στην πιο χαρακτηριστική… μύτη του ελληνικού κινηματογράφου υστεροφημία που θα μεταλαμπαδεύεται εσαεί από γενιά σε γενιά.
Ωστόσο ο δρόμος του μεγάλου Σαμιώτη ηθοποιού έως την καταξίωση, μόνο στρωμένος με ροδοπέταλα δεν ήταν. Για αρκετά χρόνια είχε το status του κομπάρσου, βρισκόταν στο περιθώριο και οι σκηνοθέτες τον χρησιμοποιούσαν ως επί το πλείστον για παρενθετικούς μουσικούς ρόλους. Ήταν γνωστός για το μεγάλο ταλέντο του στο τραγούδι – «φωνή τενόρου» είχε χαρακτηριστεί στο σινάφι – χάρη στο οποίο είχε έτσι κι αλλιώς μπει στο χώρο.
Τα παιδικά του χρόνια ο Σταυρίδης, δεύτερο παιδί μία φτωχής πολύτεκνης οικογένειας, τα πέρασε δουλεύοντας στο μπακάλικο του πατέρα του, αλλά και ψέλνοντας περιστασιακά στην εκκλησία. Το μικρόβιο της υποκριτικής του προέκυψε νωρίς κι έτσι στα 18 του μετακόμισε στην Αθήνα για να κυνηγήσει το όνειρό του. Έως τότε η μοναδική τριβή του με το αντικείμενο ήταν κάποιοι πρωταγωνιστικοί ρόλοι σε σχολικές παραστάσεις και οι περιοδείες του στη Σάμο ως δημιουργός παραστάσεων θεάτρου σκιών. Θήτευσε για ένα φεγγάρι και ως βοηθός μηχανικού προβολής στον κινηματογράφο, καλλιεργώντας την αγάπη του για την 7η τέχνη.
Όταν έφτασε στην Αθήνα, ο Σταυρίδης έπρεπε να εξασφαλίσει αρχικά τα προς το ζην και έπιασε δουλειά σε μια αποθήκη υλικού πολέμου στον Πειραιά, στην οποία πήγαινε με τα πόδια από τη φτωχοσυνοικία της Αθήνας όπου διέμενε. Η θέση του ήταν να ταιριάζει τις αρβύλες κατά μέγεθος και το πενιχρό μεροκάματο έφτανε ίσα-ίσα για να συντηρηθεί.
Θεωρείται το alter ego του Βασίλη Αυλωνίτη, για κάποιους μάλιστα οι συγκρίσεις για τη θέση του κορυφαίου αφορούν αποκλειστικά αυτούς τους δύο ογκόλιθους. Το εντυπωσιακό είναι ότι αν και είχαν μικρή διαφορά στην ηλικία (ο Άυλωνίτης ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερος), ο ένας αποτέλεσε το πρότυπο του άλλου και μάλιστα στον πρώτο θεατρικό ρόλο του, ο Σταυρίδης παρίστανε τον λούστρο που γυάλιζε τα παπούτσια του Αυλωνίτη.
Όταν ο Σταυρίδης παρακολούθησε μια παράσταση στο θέατρο «Εντέν» με πρωταγωνιστή τον Αυλωνίτη, του γεννήθηκε η ιδέα για το μουσικό θέατρο. Την επόμενη φορά που πέρασε έξω από το «Εντέν», άκουσε το θίασο να κάνει πρόβα και με τον παρορμητισμό της νιότης του, αποφάσισε να «μπουκάρει» μέσα και να ζητήσει από το μαέστρο να δοκιμαστεί στο τραγούδι.
Ο Αυλωνίτης και ο Μακριδάκης τον πλησίασαν, καθώς είχε πάρει θέση να τραγουδήσει, προφανώς για να… ευθυμήσουν με το ψώνιο του επίδοξου «νικητή» σε ένα αυτοσχέδιο talent show. Όταν όμως άνοιξε το στόμα του ο Σταυρίδης, τραγουδώντας με φωνή «τενοράλε», τους κόπηκε κάθε διάθεση για πλάκα, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος. Από την επομένη κιόλας, ο Σταυρίδης ήταν μέλος της μουσικής παράστασης «Λοβιτούρα» (1929), στον υποβαθμισμένο πάντως ρόλο του λούστρου, που προαναφέρθηκε.
Η πορεία του, τα επόμενα χρόνια, απείχε πολύ από αυτό που είχε ονειρευτεί. Πολλοί αναγνώριζαν το ταλέντο του, αλλά τα λόγια δε συνοδεύονταν με πράξεις. Στην επιθεώρηση της εποχής χώρος για νέα φιντάνια δεν φαινόταν να υπάρχει και ο Σταυρίδης παρέμενε στην αφάνεια, γεμίζοντας απορρίψεις και πικρία. Όταν πια έφτασε η στιγμή για τον πρώτο βασικό ρόλο του, ήταν το τελειωτικό χτύπημα για την ψυχολογία του. Έπαιξε ως πρωταγωνιστής πλάι στην Κούλα Γκιουζέπε στο θέατρο «Εντέν», η παράσταση όμως εξελίχθηκε σε μια μεγάλη εισπρακτική αποτυχία.
Μετά από αυτό ο Σταυρίδης ήταν ψυχολογικά ράκος και ένα βράδυ η κατάθλιψη, σε συνδυασμό με το αλκοόλ, τον έβγαλαν έως την Ακρόπολη, με σκοπό να αυτοκτονήσει πέφτοντας από τον ιερό βράχο! Για καλή τύχη του ωστόσο πήρε και ένα μπουκάλι ούζο μαζί του. Μέχρι να ανέβει πάνω, είχε γίνει σκνίπα στο μεθύσι και η έξτρα δόση οινοπνεύματος στο αίμα του λειτούργησε ως «καθαρτήριο». Ο Σταυρίδης ξέχασε για ποιον λόγο είχε ανέβει στην Ακρόπολη και επέστρεψε στο σπίτι του… άπραγος!
Τo turning point στην επαγγελματική σταδιοδρομία του ήταν η πρόταση της πρώιμης βεντέτας εκείνης της εποχής, Άννα Καλουτά, να κάνει ένα νούμερο στο πλάι της. «Κοροϊδεύετε κυρία Καλουτά;», τη ρώτησε τότε έκπληκτος ο Σταυρίδης. Η διορατική Καλούτα είχε δει στη… γαμψή μύτη του και την πονηρή ματιά του το προφίλ ενός εκκολαπτόμενου σταρ και φυσικά σοβαρολογούσε απόλυτα. Το σκετσάκι έγινε μεγάλη επιτυχία και ήταν το πρώτο βήμα για την καθιέρωση του Σταυρίδη στην πρώτη γραμμή της ελληνικής επιθεώρησης.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Όταν πια τη δεκαετία του ’50 μπήκε στην εξίσωση και ο κινηματογράφος (το ντεμπούτο του έγινε το ’50 με το «Έλα στο θείο» του Νίκου Τσιφόρου), ο ήδη αναγνωρισμένος ως ένας μεγάλος πρωταγωνιστής του θεάτρου και της επιθεώρησης, η απήχηση του Σταυρίδη στο ελληνικό κοινό χτύπησε «κόκκινο».
Ήταν ένα μπουκάλι ούζο τελικά αυτό που θα χάραζε τη διαχωριστική γραμμή από το θάνατο στην… αθανασία.