«Η κοινωνία μας και οι παθογένειές της με απασχολούν πολύ. Γιατί είμαι μέρος αυτής της κοινωνίας», μου λέει ο Ένκε Φεζολλάρι, ο 40χρονος ηθοποιός και σκηνοθέτης, που γεννήθηκε κι έζησε τα πρώτα 12 χρόνια της ζωής του στην Αλβανία, κι έκτοτε ζει, σπούδασε, κι εργάζεται στην Ελλάδα. Όχι αναπάντεχα, λοιπόν, αισθάνεται έναν «εγκλωβισμό ανάμεσα στις δυο χώρες. Εξίσου με γεμίζουν δάκρυα και οι δυο πατρίδες, εξίσου με θυμώνουν.»Και το ότι χρησιμοποιεί το πρώτο πληθυντικό μιλώντας και για την μια και για την άλλη, είναι ενδεικτικό.
Εικαστικός που ζει στο Παρίσι, η Βόρψι «έγραψε το βιβλίο στα ιταλικά, και κυκλοφόρησε πέρυσι στην Αλβανία, πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια, διότι το απαγόρευε η μητέρα της. Επειδή είναι η προσωπική τους ιστορία,» εξηγεί ο Ένκε. Ο ίδιος το ανακάλυψε το 2009 και εντυπωσιάστηκε από τον «καταγγελτικό του λόγο», που ξεμπροστιάζει την καθεστηκυία αλβανική πατριαρχία, αλλά και το σταλινικό καθεστώς Χότζα –η συγγραφέας άλλωστε «ήταν κόρη πολιτικού κρατούμενου». Και ήταν και κάπως διστακτική στο να παραχωρήσει τα δικαιώματα του βιβλίου της στον Φεζολλάρι, τον ταλαιπώρησε λίγο. Αλλά συναίνεσε και φυσικά θα έρθει στην Αθήνα για να δει την νέα θεατρική εκδοχή του βιβλίου της (έχει ξαναπαρασταθεί παλιότερα στην Ιταλία), στην οποία η Αμαλία Αρσένη ενσαρκώνει την νεαρή Ορνέλα, ενώ η Βέφι Ρέντι και η Αθηνά Καραγιώτη «παίζουν διάφορους ρόλους: την μητέρα, την γιαγιά, την καθηγήτρια της Ιστορίας του Κόμματος, τον πατέρα…»
Χειμαρρώδης στον λόγο του, σχεδόν παρορμητικός, ο Ένκε Φεζολλάρι μού μιλάει για την «κακοποιητική σχέση» που είχε με τον πατέρα του όσο ζούσαν στην Αλβανία, για το έργο «Αμαλία» για την βαυαρή βασίλισσα που ανέβασε με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Σερρών στο πλαίσιο της επετείου για το 1821, για τις πρόβες του έργου «Λιωμένο βούτυρο» του Σάκη Σερέφα που θα ανέβει στο Χυτήριο σε δική του σκηνοθεσία. Ακάματος… Και άφοβος, βάζει όλα του τα δάχτυλα επί τον τύπον των ήλων, κι όποιον πάρει ο Χάρος…
Για το ελληνικό #MeToo
«Το #MeToo, αυτό που κατάφερε είναι το ότι πια ο άλλος θα το ξανασκεφτεί αν θα ξαναπλώσει χέρι… Βέβαια, όλα αυτά που βγήκαν πάνω-κάτω ήταν γνωστά, τις βαριές περιπτώσεις, δηλαδή, τις ήξερε όλος ο χώρος. Τις ξέρανε, και παρ’ όλα αυτά, άνθρωποι που [σήμερα] σχίζουν τα ιμάτιά τους ήταν οι πρώτοι που γράφανε στον Λιγνάδη “καλή επιτυχία”… Όταν άνοιξε αυτή η κατσαρόλα με το #MeToo, όλοι θυμηθήκαμε, ο καθένας από το μετερίζι του, και βγάλαμε πράγματα στην επιφάνεια. Εγώ, ξέρω πολλές περιπτώσεις που δεν κατήγγειλαν, ξέρω ιστορίες ακόμα πιο σκληρές ανθρώπων που δεν μίλησαν. Κάποια στιγμή πρέπει να σεβαστούμε και τα θύματα που δεν μιλάνε. Γιατί ξαφνικά περάσαμε στην αντίπερα όχθη, είσαι συνένοχος που δεν μιλάς. Έλα Χριστός κι απόστολος, από πού κι ως πού! Πιστεύω, πάντως, ότι δεν έχει τελειώσει, είναι proces [λέει με αλβανική προφορά], είναι ακόμα σε διαδικασία αυτό το άτυπο κίνημα.»
Για την πατριαρχία
«Ναι, κατά καιρούς επανέρχομαι σε αυτό το θέμα. Ίσως να οφείλεται και στην κακή σχέση που είχα ως παιδί με τον πατέρα μου… Και το ότι μεγάλωσα δίπλα σε γυναίκες σίγουρα έπαιξε ρόλο. Δεν έχω τελειώσει την Σορβόννη, είμαι βιωματικός σκηνοθέτης. Και θεωρώ τον εαυτό μου, έτσι, αναρχοαυτόνομο, λαϊκό. Έναν προλετάριο της τέχνης, θα ‘λεγα –αν και βαδίζω με μαθηματική ακρίβεια προς το λούμπεν προλεταριάτο [γέλια]. Δεν είπα, “α, θα ασχοληθώ με την πατριαρχία”, προέκυψε. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι άντρες είναι ευνουχισμένοι έτσι κι αλλιώς. Γιατί η πατριαρχία το δημιουργεί αυτό, ειδικά η ελληνική ύπαιθρος δημιουργεί αρσενικά ευνουχισμένα. Κι αν θέλεις, και οι γυναίκες συναινούν στην διατήρηση αυτής της πατριαρχίας. Όταν η μάνα μεγαλώνει τον γιόκα της και του λέει “πόσο μεγάλωσε το πουλάκι σου!”, μεγαλώνει το παιδί σε μια παραβατικότητα, κι ο θείος ή ο καθένας έχει δικαίωμα να το αγγίξει…
Φτάσαμε το 2021 και είναι ωραίο που αυτά τα θέματα μπαίνουν πια στο τραπέζι. Σαφώς, βέβαια, έχουμε πάει πια στην πολιτική ορθότητα, σ’ αυτό το diversity, το politically correct, [αλλά] αυτές, οκέι, είναι μόδες, θα περάσουν. Επί της ουσίας, όμως, πιάνουμε θέματα που πριν από 15 χρόνια ούτε που θα τα συζητάγαμε. Κάποια πράγματα σίγουρα θα θεριστούν, θα καούν και χλωρά μαζί με τα ξερά, αλλά σημασία έχει να κάψουμε αυτά τα ξερά. Να κάψουμε αυτές τις παθογένειες.»
Για τα αγκάθια της Αλβανίας
«Από όταν άνοιξαν τα σύνορα με την Δύση –αλλά μέχρι και σήμερα– οι περισσότεροι Αλβανοί θέλουν να εγκαταλείψουν την χώρα τους. Φυσικά, τώρα αρκετοί γυρίζουνε, γιατί είδαν ότι η Δύση, όπως λέει και το βιβλίο [της Βόρψι], δεν είναι αυτή που ονειρευόντουσαν. Αλλά και η Αλβανία πάσχει από βαλκανικά σύνδρομα, κυρίως οθωμανικής προέλευσης. Από την άλλη, [οι Αλβανοί] πήρανε όλο το κιτσαριό της Δύσης και το έφεραν στην Αλβανία. Κάποτε επί Χότζα, θυμάμαι ως παιδάκι τον σεβασμό που έτρεφαν οι άνθρωποι για την φύση. Τώρα δεν υπάρχει αυτό. Πήραν ό,τι πιο οικοδομικά άναρχο συμβαίνει στην Ελλάδα και στην Ιταλία και το φύτεψαν στην Αλβανία. Πήραν το σκυλάδικο που ακούγαν στην Ελλάδα το φέρανε στην μουσική…
Επίσης, δεν μου αρέσει που η Αλβανία δεν έχει πολιτική συνείδηση. Ούτε η νέα γενιά, ούτε η παλιά. Δεν υπάρχει η έννοια του πολίτη, της πολιτικής σκέψης. Αν εδώ ισχύει 10 φορές, εκεί είναι 25 φορές χειρότερο. Αυτή την στιγμή στην Αλβανία, στην χώρα μου, καταπατούνται δικαιώματα των γκέι, δικαιώματα των τρανς, των Ρομά. Δεν έχει μπορέσει η Αλβανία να αγκαλιάσει αυτές τις μειονότητες.
Και δεν μ’ αρέσει η μουσουλμανοποίηση, που είναι πραγματικά πολύ έντονη. Η Τουρκία και άλλες χώρες μουσουλμανικές έχουν κάνει πολλές επενδύσεις [στην Αλβανία], και έχουν εισβάλει αυτές οι θρησκείες και τα παρακλάδια τους. Οι Αλβανοί ήταν ένας άθρησκος λαός –ένα απ’ τα καλά του Χότζα ήταν η αθεΐα. Ναι, δεν μου αρέσει που βλέπω γυναίκες με μαντήλες, με τσαντόρ. Διότι δεν είναι αυτή η χώρα μου. Θέλω να υπάρχει πολυπολιτισμικότητα, αλλά με τρομάζει αυτή ισλαμοποίηση των πραγμάτων.»
Για τα 200 χρόνια της σύγχρονης Ελλάδας
«Επειδή μεγάλωσα με θρύλους και ήρωες, κι επειδή οι παππούδες μου πολέμησαν τους Γερμανούς, μ’ αρέσει αυτό το ηρωικό και πένθιμο, το έπος. Τι σημαίνει, όμως, γιορτάζει ένα κράτος 200 χρόνια; Είναι πολύ μεγάλη συζήτηση. Ποιο κράτος το γιορτάζει; [Τα 200 χρόνια] ήταν μια αφορμή να ξαναμελετήσουμε και να ξανασκύψουμε στο παρελθόν. Δεν ξέρω αν έχουμε σχέση με τον Περικλή, ή τον Θεμιστοκλή, ή τον Μεγαλέξανδρο, αλλά σίγουρα με τον Καραϊσκάκη και τον Κολοκοτρώνη έχουμε μια σχέση σαφώς καλύτερη. Κανείς δεν έσκυψε, όμως [στο παρελθόν].
Νομίζω ότι οφείλουμε να ξέρουμε και μια κακή πλευρά της Ιστορίας, όσο και να μας πονάει. Είναι κρίμα που την χάσαμε αυτήν την ευκαιρία. Κι επειδή είδα και σάτιρες για το ‘21, τι είναι τελικά αυτά τα 200 χρόνια; Δεν ξέρω αν ευθύνεται ο COVID γι’ αυτό, αλλά νομίζω ότι καμία κυβέρνηση δεν συμφέρει να αναδιαμορφώσει, να ξαναμελετήσει, και να ξαναβάλει στο τραπέζι εθνικά ζητήματα. Δυστυχώς, για τα 200 χρόνια πήγαν να κάνουν πάλι Ολυμπιακούς 2004, και δεν τους βγήκε. Και έγινε ένα τσιρτσιμπούρτσουλο –αυτό.»
Για την τηλεόραση
«Σαν επίπεδο; Χάλια, σαν χωματερή του ΠΑΣΟΚ… Απ’ την μία, βλέπεις σίριαλ και λες, “τι έχουμε, 2005, 2007;” Κι απ’ την άλλη, η προπαγάνδα στα ΜΜΕ [ανθεί]. Γι’ αυτό και χαίρομαι που τα σόσιαλ μίντια παίζουν ρόλο ενημέρωσης. Η τηλεόραση εξακολουθεί να έχει αυτήν την διαστρέβλωση όχι μόνο των ειδήσεων, αλλά ακόμα και το λαϊφστάιλ της δεν ξέρω πού απευθύνεται. Ξαναέχουμε Big Brother, ξαναέχουμε ριάλιτι τα οποία είναι κατάπτυστα. Γενικά, λείπει η άλλη φωνή στην τηλεόραση. Όχι μόνο στον πολιτισμό, αλλά και στην πολιτική, στην παιδεία, στην υγεία –λείπει η άλλη φωνή. Αντικατοπτρίζει το κάθε κανάλι μια κοινωνία, που δεν ξέρω πού ακριβώς ζει.
Κι αυτά τα καινούρια σίριαλ είναι απλά μια μόδα. Η ελληνική τηλεόραση δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει το Netflix –σ’ το λέω και σ’ το υπογράφω, Ένκε Φεζολλάρι, κι ας με μισήσουν οι τηλεοπτικοί σκηνοθέτες! Όχι επειδή δεν έχουμε τα φόντα, αλλά επειδή δεν έχουμε σενάρια, γραφή. Εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν πολύ καλά, αλλά είναι τόσο βρώμικο κύκλωμα, τόσο βρώμικο παιχνίδι, που δεν θα ήθελε καμία χώρα η τηλεόρασή της να αφυπνίζει τους πολίτες και να εκπαιδεύει. Αυτό ποτέ δεν συνέφερε τις κυβερνήσεις. Και η ελληνική τηλεόραση ακόμα αναπαράγει κλισέ. Είσαι από την Αλβανία; Α, έλα παίξε τον Αλβανό. Είσαι από την Αφρική; Να παίξεις τον Αφρικανό.»
Για τον ρατσισμό
«Η πρώτη δεκαετία της μετανάστευσης των Αλβανών, 1990-2000, είναι μια περίοδος ταμπού πια. Ήταν ένας λαός που δέχτηκε πάρα πολύ μεγάλο ρατσισμό. Και σ’ αυτό συνετέλεσε πάρα πολύ η δημοσιογραφία, κυρίως η τηλεόραση. Σαφώς όταν θα σου έρθει ένα μεταναστευτικό κύμα δεν μπορεί και οι 500.000 να είναι άγγελοι. Αλλά δεν υπήρχε υποδομή της Ελλάδας, ούτε στα σχολεία, ούτε πουθενά, να ξεχωρίσει και να πει, “παιδιά, έχουμε και καλούς έχουμε και κακούς, και όλες οι φυλές του Ισραήλ το έχουν αυτό”. Τα τελευταία χρόνια είναι πολύ ωραίο που ανοίγονται τα θέματα, που συζητιούνται. Αλλά φάγαμε πολύ σκατό. Κι αυτό έχει κάτσει μέσα σου. Ακόμα και τώρα, όταν θα δω μπάτσο, πάντα θυμάμαι τον πρώτο χρόνο μου στην Ελλάδα. Κι αυτό, όσο και να μην αρέσει στους Έλληνες, θα το ξαναλέω σε κάθε μου συνέντευξη. Αυτό το “δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ” υπάρχει ακόμα. Δεν είναι κάτι που ξεριζώνεται απ’ την μια στιγμή στην άλλη.
Ενώ η αλβανική είναι μια κοινότητα που είναι πάνω από 30 χρόνια στην Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να μπει στην πολιτική σκηνή της χώρας, στις δομές τις πραγματικές –θα αργήσει πάρα πολύ, ας πούμε, να δούμε έναν διευθυντή θεάτρου Αλβανό. Μακάρι του χρόνου να δούμε όντως κάποιον από την Βουλγαρία [σε τέτοια θέση]. Είναι πολύ δύσκολο… Ο ξένος είναι εναρμονισμένος με την κοινωνία στον βαθμό που δεν απειλεί την κοινωνική συνοχή. Επειδή είναι ένα παιχνίδι survival, αποδέχομαι την ταυτότητά σου, μέχρι το σημείο που εμένα δεν θα μου φάει τον χώρο μου, τα κεκτημένα.»
Για την κατάσταση στο θέατρο
«Σήμερα, είναι αυτό το θέλω [να κάνω] μια παράσταση, την κάνω και σε μια τουαλέτα, σε ένα ασανσέρ, ρε παιδί μου. Ο καθένας παλεύει όπως μπορεί… Η δικιά μας γενιά είναι λίγο καταραμένη. Πιστεύω, πάντως, ότι στο εργασιακό θα γίνουν αλλαγές. Φαντάζομαι ότι κανείς πια δεν θα μπαίνει με ποσοστά. Ότι όλοι θα προσέχουν το “εργασιακό κάτεργο Μεσαίωνα”, όπως αποκάλεσε η υπουργός [Λ. Μενδώνη] το μαύρο χρήμα του πολιτισμού. Το οποίο φυσικά ήταν επακόλουθο της μνημονιακής πολιτικής που ακολούθησαν οι Σαμαράς-Βενιζέλος, και μετά οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ το αποτελείωσαν. Γιατί, ό,τι και να λέμε, ο ΣΥΡΙΖΑ –και είμαι αριστερός– τον πετσόκοψε, τον γονάτισε τον πολιτισμό.
Ύστερα, γιατί, ας πούμε, το Εθνικό Θέατρο δεν έχει ανεβάσει ποτέ κείμενα σαν αυτό που ανεβάζω στο Θέατρο Σταθμός; Αν το κάνουν, θα είναι μόνο επειδή είναι τρεντ. Και η Στέγη και το Φεστιβάλ λειτουργούν με όρους τρεντ. Όπως και οι φυλλάδες free press που διαμορφώνουν άποψη. Όταν όμως θα διεκδικήσω τον χώρο του Έλληνα –και το λέω εγώ, που έχω ελληνική ταυτότητα– δεν θα μου το κάνουν εύκολο. Από την μια ζητάμε να επαναπροσδιορίσουμε τις έννοιες της εθνικής ταυτότητας, από την άλλη φέρνουμε τον Οστερμάγιερ να κάνει στον “Οιδίποδα” καινούρια γραφή, και τρέχουμε να δούμε Οστερμάγιερ με μια τούρτα να σβήνει με την ελληνική σημαία και τον τσολιά… Και δεν ανοίγει ρουθούνι σ’ αυτήν την χώρα!
Και είμαστε και σε μια χώρα που δεν έχει διανοούμενους. Οι διανοούμενοί της σιωπούν, και άνθρωποι που έχουν το εύρος να βγουν δημόσια και να τοποθετηθούν, δεν τοποθετούνται. Χέστηκε ο αναγνώστης για την γνώμη ενός σκηνοθέτη από την Αλβανία. Δεν είμαι opinion leader με την έννοια που είναι ο [Δημήτρης] Παπαϊωάννου, ας πούμε. Εμένα μου κάνει εντύπωση: γιατί να σιωπά ένας τέτοιος καλλιτέχνης, γιατί να μην έχει πάρει θέση σε δημόσια θέματα; Ο κάθε Παπαϊωάννου.»
Η ταυτότητα της παράστασης
Συγγραφέας: Ορνέλα Βόρψι/ Μετάφραση: Μαρία Σπυριδοπούλου/ Διασκευή, σκηνοθεσία: Ένκε Φεζολλάρι/ Πρωτότυπη μουσική: Κώστας Λειβαδάς/ Σκηνικά, κοστούμια: Γιώργος Λυντζέρης/ Φωτισμοί: Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου/ Παίζουν: Αμαλία Αρσένη, Βέφι Ρέντι, Αθηνά Καραγιώτη
Πληροφορίες: «Η χώρα που ποτέ δεν πεθαίνεις», Θέατρο Σταθμός (Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο, 210-5230267), από 29 Σεπτεμβρίου μέχρι 27 Οκτωβρίου. Εισιτήρια 15€, μειωμένο 12 και 8€.