giannis-valinakis

Ανεξάρτητα από την συνάντηση ή μη του Πρωθυπουργού με τον Ρ.Τ.Ερντογάν, το ζητούμενο είναι οι κατάλληλες απαντήσεις της ελληνικής κυβέρνησης στις συνεχώς κλιμακούμενες τουρκικές απειλές και στα τετελεσμένα που ετοιμάζονται επί του πεδίου. Μοιάζει στρουθοκαμηλική η άρνησή μας να αντιληφθούμε πόσο παρωχημένη και ατελέσφορη είναι η στρατηγική μας απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, ιδίως εν μέσω τεράστιων διεθνών αλλαγών. Και πόσο μη αποτρεπτικές θεωρεί για τα σχέδιά της η Άγκυρα τις άσφαιρες δηλώσεις μας περί των «αποφασιστικών αντιδράσεών» μας και «ισχυρών συμμαχιών» μας. Μπορούμε να ελπίσουμε ότι η νέα κρίση που διαφαίνεται δεν θα καταλήξει σε βάρος μας όπως οι περισσότερες προηγούμενες;

Η ταπεινωτική αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν, η νέα συμμαχία ΗΠΑ-Βρετανίας-Αυστραλίας και η περιθωριοποίηση μιάς ανήμπορης Ευρώπης συμβολίζουν το πέρασμα σε μιά νέα εποχή. Οι ΗΠΑ αποσύρονται από τον ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα για να επικεντρωθούν στην Κίνα (κυρίως) που απειλεί την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία τους. Αυτό που έπρεπε να απασχολεί εμάς, είναι ότι τα κενά ισχύος που η αμερικανική απόσυρση δημιουργεί, ειδικά στην περιοχή μας, αφήνουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στην τουρκική μεγαλομανία.

Ας μην αυταπατώμεθα για «εγγυήσεις ασφάλειας» κάθε «Μπαϊντενόπουλου», μπερδεύοντας την (χρήσιμη) βελτίωση της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συνεργασίας με τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ να μην χαρίσουν την Τουρκία στο αντιδυτικό στρατόπεδο. Και ας ξυπνήσουμε μπας και αντιληφθούμε την ευκαιρία που δημιουργείται από το νέο σκηνικό για τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης μέσω μιάς κοινής άμυνας και μιάς δύναμης ταχείας επέμβασης. Ο καίριος στόχος της ένταξής μας στην ΕΕ ήταν κατά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή η ενίσχυση της ασφάλειάς μας απέναντι στην Τουρκία: όμως, αντίθετα με την εθνική αυτή παράδοση και την κοινή στρατηγική λογική, το κυβερνητικό ενδιαφέρον για ουσιαστικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση αυτή είναι πρακτικά ανύπαρκτο.

Στη διαφαινόμενη νέα κρίση με την Τουρκία, «έτοιμη όσο ποτέ η κυβέρνηση», καλείται να αποφασίσει α) αν θα υπερασπιστεί (κατά προτίμηση «έξυπνα») και επί του πεδίου τις τουρκικές προκλήσεις απέναντι στην ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία ΑΟΖ, β)αν θα προχωρήσει στην επέκταση στα 12 ν.μ. νότια της Κρήτης όπως έχει εξαγγείλει, γ) αν θα ολοκληρώσει την οριοθέτηση μέχρι και το Καστελόριζο (θα προλάβει άραγε την αντίθετη τουρκοαιγυπτιακή συμφωνία που επαπειλείται παρά τις διαβεβαιώσεις;) δ)αν όντως έχει παραιτηθεί από την διεκδίκηση της ελληνικής ΑΟΖ των 500.000τετρ.χλμ. σύμφωνα με τον χάρτη της Σεβίλης τον οποίο ταπεινωτικά αποκήρυξε προ μηνών ε)αν θα εξασφαλίσει πραγματική ευρωπαική στήριξη στα ελληνικά δικαιώματα ανατρέποντας τις ίσες αποστάσεις που τελικά υιοθέτησε η ΕΕ μεταξύ ενός κράτους- μέλους και του επιθετικού του γείτονα.

Το πραγματικό ζητούμενο είναι, λοιπόν, αυτό που δεν φαίνεται να μας απασχολεί: αν πραγματικά έχουμε την σωστή στρατηγική, αν οι πολυδιαφημισμένες συμμαχίες μας θα είναι αξιόπιστα δίπλα μας στα δύσκολα και αν όλα αυτά είναι αρκετά για να αποτρέψουν τα σχέδια του Ερντογάν και να βελτιώσουν τη θέση μας έναντι της γείτονος.

Άρθρο – παρέμβαση στα ΝΕΑ του Ιωάννη Βαληνάκη, καθηγητή πανεπιστημίου στον τομέα των διεθνών σχέσεων και πρώην υφυπουργού εξωτερικών στην κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

nineteen − fifteen =