nixta-pou-kivernisi-erixe-lefki-petseta

Η σημερινή είναι μία ακόμη μέρα δοκιμασίας απέναντι στο κύμα των πυρκαγιών. Όμως τη νύχτα που προηγήθηκε, πιστοποιήθηκε η απουσία της δυνατότητας της κρατικής μηχανής να ανταποκριθεί επαρκώς σε ένα θεμελιώδες καθήκον: Αυτό της Πολιτικής Προστασίας. Η παραδοχή έγινε με τον πλέον επίσημο τρόπο, από τα πλέον αρμόδια χείλη. Αυτά του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Στο χθεσινό διάγγελμά του, ο πρωθυπουργός κατέστησε σαφείς τις κυβερνητικές προτεραιότητες με – αυτονόητα- πρώτη στην σειρά την προστασία της ανθρώπινης ζωής. Στην συνέχεια την «προφύλαξη των περιουσιών, του φυσικού περιβάλλοντος και των κρίσιμων υποδομών.». Η επισήμανσή όμως ότι «δυστυχώς, στις συνθήκες αυτές, η ταυτόχρονη επίτευξη όλων αυτών των στόχων είναι απλά ανέφικτη», οδηγεί σε ένα ξεκάθαρο πολιτικό συμπέρασμα: Η κυβέρνηση γνώριζε από τις 9 το βράδυ της Πέμπτης ότι ο κρατικός μηχανισμός αδυνατεί να ανταποκριθεί στην υποχρέωση της αντιπυρικής προστασίας στο βόρειο τμήμα της Αττικής. Πιθανά και σε άλλα μέτωπα σε όλη την χώρα.

Η κυβέρνηση αναγνώρισε την αδυναμία της να αποτρέψει αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει τις επόμενες ώρες: Την τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή σε μία από τις σημαντικότερες, αν όχι την σημαντικότερη, δασική έκταση του λεκανοπεδίου. Επίσης, την καταστροφή περιουσιών στον οικιστικό ιστό και σε πολλές μικρές επιχειρήσεις στις περιοχές αυτές. Γεγονός που συνιστά μια γραμμή «λευκής πετσέτας» και προαποφασισμένη «διαχείριση ζημιάς» σε επικοινωνιακό επίπεδο. Σε αυτό συνηγορούν άλλωστε και οι πρωθυπουργικές αναφορές με γενικόλογο τρόπο στην αποζημίωση των πληγέντων. Όπως και η εκ προοιμίου αποδοχή της «οργής» των κατοίκων από τις περιοχές που κάηκαν ή θα καούν.

Η σχεδιασμένη αντιπυρική προστασία χθες βράδυ έδωσε την θέση της σε μία γενικευμένη «οπισθοχώρηση» με τις εκκενώσεις περιοχών στην βόρεια Αττική να διαδέχονται η μία την άλλη. Με κριτήριο την πρόνοια του να μην υπάρξουν θύματα. Είναι χαρακτηριστικό πως καταγράφηκε και τάση των πολιτών να απομακρύνονται ακόμη και από γειτονικές περιοχές, στις οποίες δεν είχε δοθεί εντολή για εκκένωση. Ουδείς μπορεί φυσικά να εγκαλέσει τον κρατικό μηχανισμό για τις προληπτικές εκκενώσεις. Αντιθέτως. Από την άλλη όμως δεν μπορεί κανείς να αποκρύψει το ότι συνιστούν απόδειξη ανεπάρκειας.

Όλα αυτά, συνδυαστικά, αποτελούν μία συνθήκη που σε καμία περίπτωση δεν συνάδει με την εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας στους πολίτες. Αντιθέτως, το πρωθυπουργικό διάγγελμα μετέδωσε μία γενικευμένη αίσθηση παραίτησης και απουσίας ενός στιβαρού κρατικού μηχανισμού. Οπως και ενός επαρκούς συστήματος πολιτικής προστασίας.

Η εικόνα αυτή, επισης, καμία σχέση δεν έχει με την «υποδειγματική» αντιμετώπιση των πυρκαγιών για την οποία μιλούσαν μόλις την Τετάρτη οι συναρμόδιοι υπουργοί Νίκος Χαρδαλιάς και Μιχάλης Χρυσοχοϊδης. Αποτελεί μάλιστα ερώτημα του αν κάποιο από αυτά τά πρόσωπα αφορά ή «ώρα για κριτική και αυτοκριτική» που ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεσμεύθηκε ότι θα υπάρξει μόλις λήξει ο συναγερμός.

Η θεωρία του πρωτόγνωρου

Η κυβέρνηση κατέφυγε χθες, κι όπως φαίνεται θα συνεχίσει να καταφεύγει, σε μια ρητορική ανάλογη με αυτή που χρησιμοποιεί για την υγειονομική κρίση του Covid 19. Την επίκληση του «πρωτοφανούς φαινομένου».

Το στίγμα έδωσε χθες ο πρωθυπουργός, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «μιλάμε για συνθήκες πρωτόγνωρες καθώς έχουν προηγηθεί πολλές μέρες έντονου καύσωνα, που έχει μετατρέψει ολόκληρη τη χώρα σε πυριτιδαποθήκη». Πρόσθεσε ότι αυτό «δυστυχώς συμβαίνει και σε πολλές άλλες χώρες». Αυτά, για να παραδεχθεί στο τέλος την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού: «Έχουμε κάνει σημαντικά βήματα προόδου στην οργάνωση του κράτους, αλλά αυτά δεν αρκούν όταν έχεις απέναντί σου ένα φυσικό φαινόμενο τέτοιας έκτασης», είπε.

Δυστυχώς όμως, τόσο για αυτήν, όπως και για οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση, οι καλοκαιρινές πυρκαγιές δεν είναι καινούργιο φαινόμενο στην Ελλάδα. Ούτε ο καύσωνας από μόνος του μπορεί να δικαιολογήσει όσα ο πολίτης βλέπει να συμβαίνουν. Ιδίως από μία κυβέρνηση που το πρώτο που διαφήμισε όταν ανέλαβε, ήταν η δημουργία ενός αποτελεσματικού επιτελικού κράτους.

Μόνο τις τελευταίες δεκαετίες η χώρα έχει πληρώσει «βαρύ φόρο» τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και με την καταστροφή των δασών: Από τις πυρκαγιές στην Σάμο και Ικαρία πριν 28 χρόνια, έως τις πυρκαγιές του 2007 -που ο τότε αρμόδιος υπουργός Βύρων Πολύδωρας απέδωσε στον «στρατηγό άνεμο»- και την πολύνεκρη τραγωδία στο Μάτι το 2018.

Έτσι, το 2021 δεν δικαιολογείται ο κρατικός μηχανισμός να μην έχει ενσωματώσει τα βασικά της αντιπυρικής προστασίας: Την πρόληψη. Την επάρκεια σε πυροσβεστικό προσωπικό και εναέρια μέσα (σε κάθε πύρινο μέτωπο καταγγέλλονταν ελλείψεις πυροσβεστών και οχημάτων, τα οποία δεν μπορούσαν βέβαια να καλυφθούν από την παρουσία αστυνομικών). Την εκπόνηση αντιπυρικού σχεδίου για κάθε περιοχή, ιδίως μάλιστα για όσες είναι πυκνοκατοικημένες και περιλαμβάνουν εύφλεκτα δάση και κρίσιμες υποδομές για την χώρα.

Κανένα από τα απαραίτητα αυτά στοιχεία δεν φάνηκε ότι υπάρχει στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών του φετινού Αυγούστου. Παρότι ο καύσωνας είχε προβλεφθεί πολές ημέρες πριν εκδηλωθεί και ο αντιπυρικός σχεδιασμός είναι κάτι που οφείλει να γίνεται τον χειμώνα, όχι το καλοκαίρι. Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτό το καλοκαίρι έχουν καεί 130.000 στρέματα δάσους.

Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου

blank

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

seven + four =